Μακάριος, Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας
Συγγραφέας (Author)
Επιμελητής (Editor)
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Ὠκεανίας, Μακάριος (Γρινιεζάκης), γεννήθηκε στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης τό 1973. Διδάχθηκε τά ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά γράμματα στή Ριζάρειο Ἐκκλησιαστική Σχολή, στήν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστική Σχολή καί στό Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Μεταπτυχιακές σπουδές πραγματοποίησε στά Πανεπιστήμια τῆς Βοστώνης, (Master of Sacred Theology), τοῦ Harvard, (Master of Arts), καί τοῦ Monash, (Master of Bioethics), ἐνῶ ἡ διδακτορική του διατριβή ἐγκρίθηκε μέ βαθμό «ἄριστα» ἀπό τήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης.
Τό 1993 ἐκάρη μοναχός καί ἐνετάχθη στήν ἀδελφότητα τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Ἐπανωσήφη, ὅπου καί διέμεινε μέχρι τήν εἰς ἐπίσκοπον Χριστουπόλεως ἐκλογή του τό 2015, ὑπηρετώντας, κατά τό διάστημα αὐτό, σέ διάφορες ἐπιτελικές θέσεις στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης. Ἀπό τό 2003 ἕως καί τό 2019 δίδαξε στήν Πατριαρχική Ἀκαδημία Κρήτης, ἐνῶ διετέλεσε ἐπισκέπτης Καθηγητής διαφόρων Πανεπιστημίων στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, κατέχοντας σήμερα, τή θέση τοῦ Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Σύδνεϋ. Ἵδρυσε καί διευθύνει τήν Ἐπιστημονική Σειρά «Παντοδαπά τῆς Βιοηθικῆς», ἡ ὁποία τελεῖ ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τό 2018 ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν ὅρισε Πρόεδρο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς, ἐνῶ τό 2023 Πρόεδρο τῆς ἀντίστοιχης ἐπιτροπῆς σέ Διορθόδοξο ἐπίπεδο. Μετεῖχε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό 2016, ὡς Σύμβουλος τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔχει ἐκπροσωπήσει τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ διάφορες ἀποστολές, ἔχει προσκληθεῖ ὡς ὁμιλητής σέ πολλές Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἔχει δώσει διαλέξεις σέ διεθνῆ ἐπιστημονικά, ἰατρικά καί θεολογικά συνέδρια, τυγχάνει μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν καί ἐπιτροπῶν καί ἔχει δημοσιεύσει ἄρθρα, μελέτες καί βιβλία.
Τήν 9η Μαΐου 2019, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά ἀπό εὐμενῆ πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καί ἀφοῦ ἐξετίμησε τήν θεολογική καί θύραθεν παιδεία, τό συγγραφικό του ἔργο, τό διοικητικό του χάρισμα, τό ἐκκλησιαστικό του ἦθος καί τήν ἐν γένει προσφορά του στήν Ἐκκλησία τόν ἐξέλεξε παμψηφεί Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πολυπληθοῦς καί ἰδιαίτερα σημαντικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας. Ἡ παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου στήν πέμπτη ἤπειρο, κατά κοινή ὁμολογία, ἔδωσε πνεῦμα ζωῆς καί ἕνωσε τήν Ὁμογένεια. Κατά τήν τετραετῆ παρουσία του στούς Ἀντίποδες, ἵδρυσε Σχολεῖα γιά τήν ἐκμάθηση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀναβάθμισε τή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στό Σύδνεϋ, ἵδρυσε συσσίτια, διεύρυνε τήν κοινωνική προσφορά τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στήν τρίτη ἡλικία, ἵδρυσε τή Σχολή Βυζαντινῆς Μουσικῆς, χειροτόνησε ὀκτώ ἐπισκόπους καί περισσότερους ἀπό ἑβδομῆντα πέντε πρεσβυτέρους καί διακόνους, ξεκίνησε ἐσωτερική ἱεραποστολή γιά τούς Αὐστραλούς πολίτες, ἐνῶ δημιούργησε καί πολλά προγράμματα πολιτισμοῦ καί διασώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Κληρονομιᾶς. Κατάφερε νά ἐπανενώσει καί νά ἰσχυροποιήσει τούς δεσμούς τῆς Αὐστραλίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τή Μητροπολιτική Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ λόγος του καί οἱ κατά καιρούς δηλώσεις του ἔχουν ἰδιάζουσα βαρύτητα τόσο γιά τήν πολιτική Ἡγεσία τῆς Αὐστραλίας, ὅσο καί γιά τήν εὐρύτερη κοινωνία. Θεωρεῖται ἕνας ἐκ τῶν συγχρόνων σημαντικῶν θεολόγων καί ἐπιφανῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς χαίρει τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ θύραθεν καί θεολογικοῦ κόσμου.
Τό βιβλίο του αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ὥριμο κείμενο ἐκκλησιαστικῆς ἀγωνίας καί παράλληλα ἀρχιερατικῆς μαρτυρίας γιά τά ὅσα συμβαίνουν στήν Ὀρθοδοξία, γιά τή θυσιαστική διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καί ἀναμφισβήτητα συνιστᾶ μιά κλήση, πρός κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως, γιά διάλογο πού θά ἀποβλέπει στήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
(Πηγή: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2024)