Πάνθεια, λουλούδι εξωτικό της Ανατολής, του κόσμου όλου, χρώματα γιομάτο και άρωμα, κάστρο απόρθητο, που το κλειδί του το έδωσε μόνο σε έναν, που δεν ξέρω πού βρίσκεται, να τον σκοτώσω, να του το πάρω και να \'ρθώ... Να, πιάσε τη χρυσή λαβή, τη στολισμένη, του ακινάκη· δεν την καταδέχτηκες χτες, τώρα πιασ\' την, ακούμπησε τη μύτη του εδώ, εδώ που έχω το δάχτυλο και χώσ\' το βαθιά με δύναμη καταμεσής. Θα είναι γλυκός ο θάνατος και θα ευγνωμονώ εσένα και τους θεούς... Εκείνη όμως δεν έλεγε να τον απαλλάξει από το μαρτύριό του, ούτε έφευγε από τη σκέψη του. Δεν χωρούσε τίποτα άλλο εκεί μέσα· μόνο η Πάνθεια. Γιόμιζε την ύπαρξή του, το αίμα και την καρδιά του. Άλλο τίποτα. Δεν ηρεμούσε, μήτε μπορούσε να σκεφτεί... Ξέχασε ολότελα τι είχε πει, τι υποσχέθηκε, και τον όρκο του ακόμη, στον αρχηγό και φίλο. Είχανε σβήσει όλα. Ζούσε μόνο η Πάνθεια. Ώσπου μια μέρα, με μάτια αστραφτερά από πόθο και πάθος, γιομάτος αποφασιστικότητα, της μίλησε τραχιά. - Πάνθεια, ή με δέχεσαι με τη θέλησή σου ή σε παίρνω με τη βία! Ή με σώζεις ή με σκοτώνεις. Η ωραία τρόμαξε. Είχε καταλάβει ότι ο Αράσπας δεν λύγιζε άλλο.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.