Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
10-04-2019 15:23
Θέλω να πιστεύω πως δεν με γοήτευσε το βιβλίο μόνο από το όνομα του συγγραφέα. Εκστατική γραφή, ο Ναμπόκοφ παρουσιάζεται λιτός και βαθυστόχαστος συνάμα, μια αέναη κόντρα απωθημένων και ηθικής. Σαν να επικεντρώνεται σε μικρές λεπτομέρειες για τον κάθε ήρωα… Μια απλή πένα πλατιάς γραφής, ωμού ρεαλισμού. Παίζει με λογοπαίγνια και γρίφους, επινοεί και θέτει διανοητικές ασκήσεις. Συστηματικός, εμμονικός, τελειομανής, με φαρμακερή γλώσσα… Μοναχικός, θλιμμένος ίσως;
…γιατί το να ξέρει κανείς να διαλέγει τα όνειρά του είναι επίσης τέχνη.
Το ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος του Ναμπόκοφ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη «ρωγμή του πεπρωμένου του», μια «πρωτόγνωρη απουσία προοπτικής» που προκαλεί ο ξεριζωμός του από την πατρίδα. Ακούραστος, θεωρούσε τον ύπνο ένα πνευματικό μαρτύριο και κοιμόταν ελάχιστα στα σπίτια όπου έμενε, καθώς ποτέ δεν θεώρησε κάποιο απ’ αυτά δικό του. Ιδιόρρυθμος σεξουαλισμός -παντοδύναμη γυναικεία σεξουαλικότητα-, ανεκπλήρωτος πάντα έρωτας και αυτοβιογραφικά θραύσματα. Περιφρονητής της λογικής, εξαπατητής, διακριτικά είρων. Εξάλλου η μεγάλη λογοτεχνία προϋποθέτει δημιουργούς με υπερτροφικό εγώ, ανώτερη ευφυΐα και αστείρευτη εφευρετικότητα.
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ περιγράφει -με την γνωστή ιμπρεσσιονιστική του γραφή- την ιστορία του μεσήλικα κριτικού τέχνης που ερωτεύτηκε τον βρόγχο της αυτοχειρίας του στο πρόσωπο μιας δεκαεξάχρονης καλλονής.
Απάτη και καταστροφή
“Μπρούνο”, είπε σιγανά. Άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. “Δεν καταλαβαίνεις…”
Ύστερα κάθισε κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της.
“Νιώθεις ντροπή για μένα”, είπε κοιτώντας τον ανάμεσα από τα δάχτυλά της.
Εκείνος έκανε να την αγκαλιάσει.
“Μη μ’ αγγίζεις”, φώναξε και τραβήχτηκε πίσω. “Δε θέλω να φυτοζωώ μαζί σου στη σκιά και να σε βλέπω όλη μέρα να τρέμεις να εμφανιστείς μαζί μου στο δρόμο. Όχι, μη μ’ αγγίζεις, σου το απαγορεύω… Μη νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνω. Αν ντρέπεσαι για μένα, μπορείς να με παρατήσεις και να γυρίσεις στη γυναίκα σου, είσαι ελεύθερος… όπως σου αρέσει… όπως σου αρέσει”.
Μπρούνο Κρέτσμαρ. Πλούσιος, κριτικός τέχνης στο Βερολίνο, αξιοσέβαστος, ευτυχισμένος. Μια μετρημένη, καθημερινή, απλή ζωή. Μετά την επίσκεψή του σε κινηματογράφο γοητεύεται από τη νεαρή επίδοξη ηθοποιό Μάγδα, που εργάζεται εκεί. Μια μέρα εγκαταλείπει τη γυναίκα του για χάρη της νεαρής του ερωμένης. Αγάπησε. Δεν αγαπήθηκε. Και η ζωή του τελείωσε καταστροφικά.
Σε μια παράγραφο ο Ναμπόκοφ εκσφενδονίζει τον αναγνώστη σ' αυτόν τον ωμό απολογισμό του ερωτικού εξευτελισμού και της ταπείνωσης. Σε μια σειρά από ζωντανές, συχνά σύντομες σκηνές, οδηγεί την υπόθεση στην αναπόφευκτη τραγική ολοκλήρωση.
Έρωτας σαρωτικός που οδηγεί στις ερεβώδεις πύλες της κολάσεως, που αφήνει πίσω του το χάος, χωρίς να λογαριάζει παράπλευρες απώλειες.
Θύμα των δικών του επιθυμιών και πόθων ή της ερωμένης του; Το μυαλό του έρμαιο σφοδρών και παθιασμένων επιθυμιών μέχρι το τέλος. Τρομερά ευάλωτος, διανύει την κρίση της μέσης ηλικίας κι αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί με βήματα ακριβείας στην καταστροφή.
“Πολυαγαπημένε μου Μπρούνο, η φωλίτσα ετοιμάστηκε και σε περιμένω. Μόνο μη φιλήσεις πολύ παθιασμένα το κοριτσάκι σου, γιατί θα ζαλιστεί…”
Άννε Λίζε. Η σύζυγός του ανακαλύπτει τη σχέση του με την Μάγδα -μετά από επιστολή της δεύτερης-, παίρνει την κόρη τους Ίρμα και φεύγει, ανοίγοντας την πόρτα στο ζευγάρι για να εξελιχθεί. Ήξερε πως αν ξαναγύριζε τώρα στη γυναίκα του, αν έμενε στο πλευρό της σιωπηλός, η συμφιλίωση, αδύνατη υπό ορισμένες περιστάσεις, θα ερχόταν σχεδόν μόνη της. Ο μεσήλικας αντί να αποκηρύξει την ταραχοποιό, έλκεται ακόμα περισσότερο από κείνη.
Οι σχεδόν παιδιάστικες καμπύλες της, η άσβεστη ηδυπάθειά της, τα αμυγδαλωτά της μάτια, που σκοτείνιαζαν σιγά-σιγά σαν κινηματογραφική αίθουσα όταν τα φώτα χαμηλώνουν το ένα μετά το άλλο, όλ’ αυτά τον ξετρέλαιναν. Έφτασε μάλιστα να χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, κι αυτήν ακόμα την αιδημοσύνη που χαρακτήριζε τις κλασικές ερωτικές περιπτύξεις του με την ντροπαλή συμβία του.
…
Η αντανάκλαση του πάθους του έπεφτε σε όλα τα πράγματα και τα ωραιοποιούσε.
Μάγδα Πέτερς. Η πέτρα του σκανδάλου. Μια έφηβη, επίδοξη –μάλλον αμόρφωτη κι ατάλαντη- ηθοποιός, ένα φτωχό πλην τίμιο ταλέντο, ένα κοινό σαγηνευτικό μοντέλο. Μια φιλόδοξη, ύπουλη εκμεταλλεύτρια που θα έκανε τα πάντα για να ανελιχθεί. Δεν ένιωσε ποτέ το παραμικρό γι’ αυτόν, εκτός ίσως από αποστροφή. Αν και μικρή, μπόρεσε αμέσως να αντιληφθεί τι του έλειπε και ήταν πρόθυμη να του το δώσει, γνωρίζοντας ότι μπορεί να τον κάνει να τα παρατήσει όλα απλά και μόνο για ένα φιλί της. Κι εκείνος έπεσε φαρδύς πλατύς στην παγίδα της. Γυναίκα-παιδί, στις απαρχές της γυναικείας της φύσης, καταστροφική και συνάμα ασήμαντη, εισέρχεται στη ζωή του εραστή της, αξιοπρεπούς αστού, για τη χαρά του και για τη δυστυχία του. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό γλίστρημα προς την κόλαση ενός άντρα που κυριαρχείται απ' τον αδύνατο έρωτα. Μία κρύο, μία ζέστη. Μία ψυχρή κι αδιάφορη, μία έτοιμη να συγχωρέσει. Συνεχώς να απαιτεί διασφάλιση, συνοδεία χρήματος, δόξας και καλοπέρασης. Αφού την είχε εγκαταλείψει το έντονο πάθος κι ο φλογερός έρωτας, ας βολευόταν με εκείνον που τη γαλήνευε ως ένα βαθμό, μετρίαζε τον πυρετό της, όπως καταπραΰνουν τα φρέσκα φύλλα του αρνόγλωσσου την ερεθισμένη επιδερμίδα.
Ρόμπερτ Χορν. Ο συγκλονιστικός, πανούργος αντίπαλος, ένας ζωγράφος από τη Νέα Υόρκη και πρώην εραστής της Μάγδας, πρωταγωνιστής στις συγκινήσεις της, που βρίσκει μεγαλύτερη χαρά στην πτώση των άλλων.
Ποιος περισσεύει και πρέπει να φύγει από τη μέση; Με τι όφελος;
Όλοι τους υποχείρια φόβων και πόθων. Παραπαίουν ανάμεσα σε αγωνίες και ψυχολογικούς λαβύρινθους, όσον αφορά τις αποφάσεις τους και τις πράξεις τους, ώστε να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα τα θέλω τους, τη θέση τους στην οικογένεια και την κοινωνία, μα κυρίως την ατομική τους ταυτότητα και την καθημερινή εξέλιξή τους.
Ο Κρέτσμαρ είχε την εντύπωση πως κοιμόταν κι έβλεπε ένα όνειρο χωρίς τέλος, το φρικτότερο εφιάλτη. Η παρουσία της Μάγδας στο σπίτι ήταν κάτι το ανυπόφορο, το τερατώδες. Προσφέρθηκε να πάει όλη την ομήγυρη στο θέατρο, αλλά η Άννε Λίζα ήταν κουρασμένη. Στη διάρκεια του δείπνου, είχε το αυτί του στημένο διαρκώς κι ούτε ήξερε τι έτρωγε.
Μια θλιβερή, σαδιστική ιστορία, στην οποία το συγκινητικό και ανικανοποίητο πρόσωπο του Κρέτσμαρ, αδύναμο να θέσει τέρμα στην σταδιακή αυτοκαταστροφή, γίνεται έρμαιο της μικρής ερωμένης του.
Υπάρχουν αλοιφές ικανές να σβήνουν τις αναμνήσεις; Πότε στερεύουν οι δακρυγόνοι αδένες;
Υπάρχουν ευκαιρίες που πηγάζουν από ερωτική τρέλα; Όταν η τύχη, η αγάπη και άλλα βασικά αγαθά σε εγκαταλείπουν, καταλαβαίνεις τον κίνδυνο ή παίρνεις περισσότερα ρίσκα;
Ο καλός αναγνώστης ταυτίζεται όχι με το αγόρι ή το κορίτσι στο βιβλίο, αλλά με το μυαλό που σκέφτηκε και συνέθεσε το βιβλίο.
Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα ενσυναίσθησης, πάθους, παρασιτικού έρωτα, λαθών, παθών, δραμάτων, τραγωδιών, ηθικών εξευτελισμών, υλικής υποτέλειας, υποκρισίας, απάτης, προδοσίας, ανελέητης εκμετάλλευσης σε κάθε αδυναμία που προκαλείται από ορμέμφυτα, ακόρεστα ένστικτα ηδονής.
Παρά την ταπείνωση, παρά την καταστροφή και τη φρικτή αίσθηση του ανεπανόρθωτου, περίμενα να δει ξαφνικά την πόρτα ν’ ανοίγει και να εμφανίζεται ο άντρας της χλωμός, κλαίγοντας, με χέρια απλωμένα.
Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σε μια πολυθρόνα, μερικές φορές ακόμα και στον προθάλαμο, οπουδήποτε την τύλιγε η καταχνιά της ονειροπόλησης, ν’ αναθυμάται, σε μια κατάσταση αποχαύνωσης, κάποια λεπτομέρεια της συζυγικής τους ζωής.
Μείγμα όλων των αισθήσεων
Πρωταγωνιστές σε ανάγκη καθημερινής φροντίδας, με τρομερές απώλειες, όπου όλα οξύνονται. Κοροϊδία, μαρτύριο, όλα καθοδηγούμενα από την απληστία. Και οι υποψίες δεν καταφέρνουν να επιβεβαιωθούν. Ο Κρέτσμαρ ετοιμάζεται να σπαταλήσει όλη του τη ζωή, φτάνει να εκδικηθεί γι΄αυτό το άσχημο παιχνίδι που παίξανε εις βάρος του. Μέχρι που σχηματίζεται η ιδέα ενός όπλου. Ποιος εξουδετερώνεται;
…σκέφτηκε ότι ήταν εύκολο να τη σκοτώσει, αλλά το να τη χάσει ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις του.
Πειρασμοί και πίστη
Θίγονται στο βιβλίο οι καταστροφικές εμμονές και οι συνέπειές τους. Μυθιστόρημα όχι πρωτότυπης θεματικής αλλά μοναδικό. Σε ελαφρά ειρωνικό τόνο, χωρίς δραματικές εντάσεις, ο συγγραφέας προτείνει από την αρχή το τραγικό φινάλε του αναπόφευκτου ναυάγιου. Σαν μια τραγική παρωδία με το χαρακτήρα μιας ηθικής παραβολής.
Μετά από ένα ατύχημα, ο ήρωάς μας καταλήγει εγκλωβισμένος στην δικιά του προσωπική camera obscura, τελείως εξαρτώμενος από την Μάγδα. Ήταν τρομερά ελκυστικό να διαβάζω πόσο αμετάκλητα και αβ
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι