Η "Χαμοζωή" είναι το πρώτο, ιστορικά πρώτο, αφηγηματικό κείμενο της βιωματικής τριλογίας ("Αστροφεγγιά", "Χαμοζωή", "Αιχμάλωτοι") του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, αν και γράφτηκε μετά την "Αστροφεγγιά" και εκδόθηκε ύστερο. Πρόκειται για έργο αναζήτησης των πρωταρχικών, των υποσυνείδητων, εν πολλοίς ενστικτωδών ανησυχιών, των υπαρξιακών πηγών, αποτέλεσμα πιεστικής ανάγκης για καταφυγή στις απώτερες αρχές, στις βαθιές ρίζες, στις βάσεις, πάνω στις οποίες επιζήτησε να στηρίξει τη βιοθεωρία του και να κατοχυρώσει τη συνοχή και συνέπεια της τρίπρακτης μυθιστορίας του.
Με κεντρικό άξονα τη ζωή του συγγραφέα-αφηγητή και διάθεση εξομολογητική, στη "Χαμοζωή" περιγράφονται τα κρίσιμα για κάθε άνθρωπο παιδικά χρόνια, η εποχή της αφύπνισης των αισθήσεων και της απαρχής της καλλιέργειας του νου, οι πρώτες επαφές με τη σφύζουσα ζωή.
Το μικροϊστορικό πλαίσιο, το προσωπικό και βιωματικό, που λειτουργεί καταλυτικά σε όλα τα έργα του Παναγιωτόπουλου, χάρη στη συγγραφική ικανότητά του διευρύνεται και σχηματίζει με τρόπο αποκαλυπτικό ένα δεύτερο στρώμα, της Ελλάδας της φτώχιας των αρχών του 20ού αι., του πόνου, της ανεργίας, της χαμοζωής (κατά τον προσφυώς περιεκτικό τίτλο του έργου), όπου κυριαρχεί ο συμβιβασμός, η υποταγή στις αδυσώπητες κοινωνικές συνθήκες, η αγωνία για το αύριο, αλλά και μέσα από αυτά ξεπροβάλλει η αντίσταση, η πίστη για την υπέρβαση, την απαλλαγή από τη μιζέρια.
Πλήθος ιδιότυπων ηρώων, άτομα πάσης ηλικίας, φύλων, χαρακτηριστικών, συμπεριφορές αποκλίνουσες και συμβιβασμένες, γυναίκες και γύναια, θύματα και θύτες κινούνται σε μια σκηνή έντονα φορτισμένη από κοινωνικά και ατομικά προβλήματα, τα οποία άλλοτε δυναμιτίζονται και άλλοτε συμπιέζονται από τον έρωτα, το γάμο, το χρήμα και μεταλλάσσονται σε πόνο και δυστυχία. Παρά ταύτα, από τα μύχια όλων των προσώπων εκλύεται, δειλά έστω, η ελπίδα· αχνοφαίνεται η αισιοδοξία που κάνει τον αναγνώστη να προσδοκά αρχικά τη δικαίωση των αγώνων των ηρώων του μυθιστορήματος και προοπτικά την ποιοτική αναβάθμιση του χειμαζόμενου ανθρώπου πασών των εποχών.