Ήθελα τότε, έτσι, πώς το λένε, να \'γραφα ένα μουσικό έργο εμπνευσμένο, αρχικά, από τον κόσμο της παλιότερης λογοτεχνίας... Της λογοτεχνίας που αγαπούσα... Πείτε ότι αισθανόμουνα πώς με το λιμπρέτο, τη μουσική και το ανέβασμα της παράστασης θα λειτουργούσα λιγάκι σα συγγραφέας κι εγώ...
[...] Θέ μου, και τι δεν είχα ακούσει τότε... Μέχρι και τ\' ότι έκανα χοντρή πορνογραφία με τη ζωή μου! Ξέρετε κάτι, για να τελειώνουμε με το θέμα μας; Αν θέλουμε να \'μαστε ακριβείς, μιας κι ήρθε η κουβέντα σ\' αυτή την υπόθεση, λοιπόν, χωρίς τους γονείς του είχε μεγαλώσει μόνο ο μικρός εκείνος ήρωας του έργου. Κι αυτό ξέρετε γιατί; Απλά, για να \'ναι πιο ευάλωτος στα τραύματα του κλειστού κοινωνικού χώρου που ζούσε, μετά την πρώτη του, ομολογουμένως κάπως πιο βίαιη απ\' το συνηθισμένο, ερωτική εμπειρία, πριν την εφηβεία του... [...]
"Υπήρχε, αν δεν κάνω λάθος, κι ένα δεύτερο μέρος στο έργο εκείνο, έτσι δεν είναι;" "Α, ναι πως. Συγγνώμην, δεν αναφέρθηκα. Το μέρος εκείνο μιλούσε για μια ερωτική φιλία μεταξύ δύο εφήβων. Ήταν μια ιστορία εμπνευσμένη από τις άπειρες που συμβαίνουν στην καθημερινότητα, ωστόσο, στην εξέλιξή της, φανταστική".
Μικρομέγαλος, ταραξίας, καλλιτεχνικά ανήσυχος, πληγωμένος από έναν νεανικό ομοφυλόφιλο έρωτα, και, φυσικά, ασυμβίβαστος, ο Παύλος Μέρλος σε τρεις εποχές της ζωής του (παιδικά χρόνια, εφηβεία, μέση ηλικία), συνεχίζει, παρά τις, κατά καιρούς, εναντίον του κατηγορίες, τη μοναχική πορεία του που έχει μια και μόνη αποστολή: σε σύγκριση με τα κοινά μέτρα, αυτός να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομος.
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα δοσμένο άλλοτε σαν πλασματική εξομολόγηση κι άλλοτε σαν τριτοπρόσωπη, "αντικειμενική" αφήγηση.
Τρία λιμάνια, χρησιμοποιημένα έτσι ώστε ν\' αποτελούν λιμάνια του ανθρώπινου νου μάλλον, και να κινούνται σε ψυχικά, κυρίως, επίπεδα. Όπως οι αστυνομικές ταυτότητες με τον γραμμένο πάνω τους γενικό αριθμό: καθολικό, κοινό για όλους, αλλά, την ίδια στιγμή, ασαφή κι αόριστο - έως και μυστηριώδη. Και όπως τα πρόσωπα, αλλά και τα γεγονότα του βιβλίου: πραγματικά και ταυτόχρονα επινοημένα, τόσο μάλιστα που οποιαδήποτε ομοιότης τους με υπαρκτά πρόσωπα και περιστατικά να είναι (όπως συνήθιζαν να γράφουν και στα παλιά μυθιστορήματα) ακουσία και απλώς τυχαία.