Η γάτα η Καβάλα μισόκλεισε τα μάτια της κι έγιναν δύο σχισμές, έτσι όπως αφουγκραζόταν τα σπλάχνα της και τα σωθικά της. Είχε γίνει διπλάσια μετά τον πόλεμο κι αφού ησύχασε από τον Βούλγαρο και τον Τούρκο, βρήκε τούτο το παιγνίδι που της άρεσε πιότερο, να αφουγκράζετα τα μέσα της κι ύστερα να αποκοιμιέται. Αλήθεια, πώς ψήλωσε έτσι η ράχη της, καθώς άρχισαν οι κατοικίες να γίνονται τριώροφες, κι οι μικρές βιοτεχνίες βιομηχανίες, και οι καπναποθήκες να στριμώχνονται και να μεγαλώνουν... Η γάτα η Καβάλα αποκοιμήθηκε κι αμέσως ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε πως έρχεται, λέει, καταιγίδα παράξενη, θαρρείς και μέσα στα μπουμπουνητά να ξεχώριζαν ανθρώπινες φωνές. Κι ήταν οι φωνές της Κοραλίας, μα και της Φανής, της Βέτας και της Ασπασίας, της Θέκλας και της Εριφύλης. Θεέ μου, πότε πια θα καταλαγιάσουν οι καταιγίδες της καρδιάς και της ψυχής...
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.