Το σημείο εκκίνησης για αυτό το Μανιφέστο είναι η σύνδεση μεταξύ δύο πτυχών του έργου του Μαρξ. Η πρώτη είναι ένα σχόλιο στο δοκίμιό του για το εβραϊκό ζήτημα, ότι η ασφάλεια είναι η ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Η δεύτερη είναι η καταργητική πολιτική που διέπει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ενισχύοντας τη ρητορική που βλέπει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο να διακηρύσσει ανοιχτά τον κομμουνισμό ως κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κατάργηση της οικογένειας και κατάργηση των εθνών, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγγέλλουν επίσης την κατάργηση των αστικών εννοιών της «ανεξαρτησίας», της «ατομικότητας», της «ελευθερίας» και άλλων κυρίαρχων εννοιών της ταξικής κοινωνίας.
Ως καταργητικό κείμενο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μιλάει άμεσα στην καρδιά της σύγχρονης ριζοσπαστικής πολιτικής, η οποία πλαισιώνεται και καθοδηγείται από την ιδέα της κατάργησης. Οι πιο εκλεπτυσμένες συνεισφορές σε αυτή την πολιτική επισημαίνουν σταθερά ότι το να υποστηρίζεις την κατάργηση της αστυνομίας, των φυλακών, της οικογένειας και άλλων τέτοιων θεσμών σημαίνει πως μιλάς για την κοινωνία που απαιτεί τέτοιους θεσμούς, ισχυρισμός που ουσιαστικά ενώνει την καταργητική πολιτική και τον κομμουνισμό· αυτό έχει αναλυτικά εξηγηθεί από συγγραφείς από την Angela Davies ως το Stefano Harney και το Fred Moten. Κι όμως, ο καταργητισμός έχει ένα αγκάθι. Το αγκάθι είναι η ασφάλεια. Ως εκ τούτου, για να χρησιμοποιήσουμε το πιο προφανές παράδειγμα, οι αγώνες για την κατάργηση της αστυνομίας που αντιμετώπισαν το ερώτημα για το πώς θα οργανωθεί η «ασφάλεια» αν η αστυνομία καταργηθεί, συχνά καταφεύγουν σε επιχειρήματα για τη δημιουργία νέων δομών ασφάλειας που έχουν ρίζες στην «κοινότητα», τη «δημοκρατία» ή το «λαό». Αυτό είναι πρόβλημα, καθώς αποτυγχάνει να κατανοήσει πώς η λογική της ασφάλειας ενισχύει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας. Αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το βαθμό στον οποίο η ασφάλεια είναι η ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Αποτυγχάνει να αντιληφθεί ότι αν ο κομμουνισμός και ο καταργητισμός είναι κάτι ενιαίο, τότε χρειαζόμαστε ένα επιχείρημα για την κατάργηση της ασφάλειας. Το Μανιφέστο αυτό προσφέρει ακριβώς ένα τέτοιο επιχείρημα.
Η ασφάλεια είναι η τερατώδης ιδέα ότι είμαστε μόνοι και εγκλωβισμένοι σε ανταγωνισμό για λιγοστούς πόρους, ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ότι πρέπει να προστατεύσουμε το νησί της ιδιωτικής μας ζωής από την απειλή των άλλων και ότι πρέπει να παραδοθούμε στην εξουσία για να το πετύχουμε. Η ασφάλεια υπόσχεται ότι το κράτος υπάρχει για να μας προστατεύει από ένα διαρκώς αυξανόμενο κατάλογο εσωτερικών και εξωτερικών απειλών: εγκληματίες, τρομοκράτες, αντάρτες, καρτέλ ναρκωτικών, μετανάστες, πρόσφυγες, παιδοβιαστές και πάει λέγοντας. Η ασφάλεια απαιτεί να κοιτάξουμε με θαυμασμό και να υποταχθούμε στο Λεβιάθαν αντί να κοιτάξουμε δίπλα μας, αλληλέγγυοι στα πλάσματα αυτού του πλανήτη, ανθρώπους και μη. Η ασφάλεια μας λέει ότι είμαστε εμπόδια στην ελευθερία μας αντί για πραγμάτωσή της. Αυτό το βιβλίο είναι επιχείρημα για την κατάργηση της ασφάλειας. Επομένως, είναι κομμουνιστικό ως το κόκαλο.
Το βιβλίο, λοιπόν, αναφέρεται στις καταργητικές τάσεις της εποχής μας. Ωστόσο, χτίζοντας πάνω σε μια μακροπρόθεσμη κριτική της ασφάλειας, που αναπτύχθηκε από μέλη της Συλλογικότητας, επιχειρούμε να τις αμφισβητήσουμε σε ένα Μανιφέστο ανοιχτής και κριτικής αλληλεγγύης. Παίρνοντας ως εφαλτήριο τις ιδέες του μακράν μεγαλύτερου καταργητικού κειμένου που γράφτηκε ποτέ, του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, που ξεπέρασε το ίδιο του το αίτημα, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, για ανελέητη κριτική του υπάρχοντος, υποστηρίζουμε μια ευρεία και πολεμική κριτική της ασφάλειας και επιδιώκουμε να μετατρέψουμε αυτή την κριτική σε τίποτα λιγότερο από ένα μανιφέστο για την κατάργηση της ασφάλειας.
Σε αυτό, επίσης, βρισκόμαστε σε ριζική απόσταση από την ακαδημαϊκή τάση που ακούει στο όνομα «κριτικές σπουδές ασφάλειας» [critical security studies]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κριτικές σπουδές ασφάλειας έχουν κάνει βαθιές τομές στον τρόπο που κατανοούμε την ασφάλεια, αλλά τα θεμέλιά τους στον κονστρουκτιβισμό και τον μετα-δομισμό τις απομακρύνουν από μια πραγματικά ριζοσπαστική αντιπαράθεση με την ασφάλεια ως ύψιστη έννοια της αστικής κοινωνίας. Αντίθετα, έχουμε περισσότερες επαναλήψεις του αιτήματος για νέες μορφές ασφάλειας. Αυτό έχει αντίστοιχα αντίκτυπο στο γενικότερο διάλογο για την ασφάλεια στην αριστερά, η οποία τείνει να επαναλαμβάνει τα βασικά σημεία που διατυπώνονται στο πλαίσιο των κριτικών σπουδών ασφάλειας ή να αναπαράγει κάποια βασικά φιλελεύθερα επιχειρήματα σχετικά με την οριοθέτηση της ασφάλειας στο όνομα της ελευθερίας. Το παρόν Μανιφέστο αποτελεί επομένως εμμέσως μια κριτική των κριτικών σπουδών ασφάλειας.
Συνεπώς, το βιβλίο προσφέρει:
• Μια μαρξιστική ανάλυση και κριτική της ασφάλειας.
• Μια κριτική στάση προς την καταργητική βιβλιογραφία και μια πρόκληση για τα καταργητικά κινήματα να παραιτηθούν από αιτήματα για εναλλακτικές μορφές ασφάλειας.
• Μια κριτική αναφορά στην αστυνόμευση σε σχέση με την ασφάλεια και το κεφάλαιο.
• Μια νέα πρόσληψη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
• Ένα κείμενο τόσο πολεμικό και προκλητικό όσο θα έπρεπε να είναι ένα μανιφέστο.