Περνούσαμε ανάμεσα στα σπαρτά. Μάρτης μήνας κι ήταν ξεπεταμένα. Τα κουκιά ανθισμένα, πολλοί θυμήθηκαν πως γίνονταν ωραία σαλάτα τα φύλλα με τον ανθό, μα δεν έσκυβαν να κόψουν [...] Πιάσαμε την κουβέντα. Μιλούσαμε για τον τόπο. Την ημεράδα του. Τόσο καιρό αποκλεισμένοι στ\' άγρια βουνά [...] Ήρθαν από το χωριό με τα χέρια γεμάτα καλούδια. Έγινε μοιρασιά [...] Πήραμε στα χέρια μας το μεράδι. Ψωμάκι, ελιές, σύκα από τη σοδειά του φτωχονοικοκύρη. Δεν τα παίρναμε. Μας τα δίνανε. Μαζί με την έννοια τους και την καρδιά τους. Λάβετε φάγετε! τα μυρίζαμε κι ανάδιναν σπιτίσια άχνη, μύριζαν ζεστό κατώι. Ευωδιάζανε λαό. Τα τρώγαμε αργά, ευλαβικά, τα απολαμβάναμε μικρές μπουκίτσες, ψωμάκι ζυμωτό, ελίτσες, γλυκά, ζαχαρωμένα σύκα. Μας μετάγγιζαν σπιτικιά θαλπωρή, νιώθαμε σίγουρα και ζεστά, σαν το παιδί στη κοιλιά που ρουφάει τη ζωή από το λώρο της μάνας, πιανόμασταν πάλι από τη ζώνη του λαού. Πώς μας πέρασε η ιδέα, πως όντας μακριά του, απομονωμένοι, αποτραβηγμένοι στην ερημιά, θα τον βοηθούσαμε να ξελευθερωθεί;
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.