Με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ):
83% των θανάτων πιστοποιήθηκε από γιατρό το 1956, 99% το 1982. Το 1956 μόλις 18% των θανάτων συνέβαινε στο νοσοκομείο και 78% στο σπίτι, αλλά 42% και 53%, αντίστοιχα, το 1982.
Το 1928 πάνω από τους μισούς άντρες πέθαιναν ανύπαντροι (54%), 33% παντρεμένοι, 9% χήροι. Το 1956: 25%, 56%, 17%. Και το 1982: 12%, 68%, 19%. Οι γυναίκες πέθαιναν το 1928: 49% ανύπαντρες, 26% παντρεμένες, 23% χήρες. Το 1956: 20%, 26%, 53%. Και το 1982: 10%, 28%, 60%. Προπολεμικά οι άνθρωποι πέθαιναν κυρίως άγαμοι: Ο ένας στους δύο δεν έφτανε σε ηλικία γάμου. Το 1982 μόλις ένας στους δέκα δεν έφτανε σε ηλικία γάμου. Μεταπολεμικά, οι άντρες πέθαιναν κυρίως παντρεμένοι, οι γυναίκες κυρίως χήρες.
Η μέση ηλικία θανάτου ήταν: Το 1928: των αντρών 34 έτη, των γυναικών 35. Το 1956: 57, 62. Το 1982: 69, 74. Εντυπωσιακός υπερδιπλασιασμός. Για 25 τουλάχιστον αιώνες παρέμενε σταθερά χαμηλή. Ένα νεογέννητο προσδοκούσε να ζήσει (προσδόκιμο επιβίωσης, αναμενόμενη διάρκεια ζωής) 31 έτη τον 5ο αιώνα προ Χριστού, 30 τον 3ο μετά Χριστόν, 34 το 1693, 37 το 1879, 46 το 1928, 54 το 1940, 65 το 1950, 69 το 1960, 72 το 1970, 74 το 1980. Πολύ χαμηλές προσδοκίες στην αρχαιότητα (30 έτη), επί χιλιετίες παραμονή στα ίδια σχεδόν επίπεδα (30-37), διπλασιασμός μέσα σε μόλις έναν αιώνα, που οδήγησε σε γιγάντωση των ανθρώπινων πληθυσμών της γης. Η μητρική θνησιμότητα από 42 θανάτους μητέρων ανά 100.000 τοκετούς το 1937 έπεσε σε 9 το 1956 και 1 το 1982. Η μέση ετήσια βρεφική θνησιμότητα από 101 θανάτους βρεφών ανά 1000 ζωντανά νεογέννητα τα έτη 1926-1938 (10,1% δεν γιόρταζαν γενέθλια προπολεμικά), στους 44 το 1957 (4,4%), και στους 15 το 1982 (1,5%).
Από λοιμώξεις πέθαινε ο ένας στους 5 προπολεμικά (1937), στους 19 το 1956, στους 111 το 1981. Αντίθετα, από νεοπλάσματα ο ένας στους 28 το 1937, στους 8 το 1956, στους 5 το 1981· και από καρδιαγγειακά ο ένας στους 12 το 1937, στους 4 το 1956, στους 2 το 1981. Η υποχώρηση των λοιμώξεων και επικράτηση των νοσημάτων φθοράς εξίσου εντυπωσιακή με τον υπερδιπλασιασμό της μέσης ηλικίας θανάτου. Η θνησιμότητα των λοιμώξεων, από 285 θανάτους ανά 100.000 το 1937, έπεσε σε 40 το 1956 και 8 το 1981. Αντίθετα των νεοπλασμάτων, από 54 το 1937, αυξήθηκε σε 94 το 1956 και 171 το 1981. Και των καρδιαγγειακών από 131 σε 186 και 393.
Συμπέρασμα: η Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα πέρασε στη χορεία των ανεπτυγμένων χωρών. [Άλλα πια προβλήματα θα έχει (σύντομα) να αντιμετωπίσει: την (υπερ)γήρανση του πληθυσμού και τη συνοδό της (υπερ)υπογεννητικότητα.]