1204, κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους· 1453, από τους Τούρκους. Μεταξύ αυτών των δύο σημαντικών χρονολογιών, ο τρίτος και τελευταίος τόμος του Βυζαντινού κόσμου αφηγείται τη δύση της ελληνικής αυτοκρατορίας αλλά και την ιστορία των γειτόνων της, Σέρβων και Βουλγάρων, καθώς και των Λατίνων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην επικράτειά της μετά τη Δ’ Σταυροφορία.
Ξετυλίγεται εδώ η ιστορία ενός κατακερματισμένου χώρου μέσα από όλα τα στοιχεία που τον συνθέτουν, συμπεριλαμβανομένου του τουρκικού. Βλέπουμε την άλλοτε μεγάλη δύναμη του 12ου αιώνα να συρρικνώνεται στα όρια ενός κράτους που χάνει πρώτα τα εδάφη της Μικράς Ασίας, έπειτα της Βόρειας Ελλάδας, για να καταλήξει, το 1373, υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Περιορισμένο στην Κωνσταντινούπολη και την Πελο¬πόννησο, η επιβίωσή του εξαρτάται από την καλή θέληση των Τούρκων και τα συμφέροντα της Γένοβας ή της Βενετίας μάλλον, παρά από τις σπάνιες σταυροφορίες που συχνά αποτύγχαναν. Η ένωση της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας στη Λυών (1274) και, στη συνέχεια, στη Φλωρεντία (1439), την οποία επιχείρησαν οι αυ¬τοκράτορες με την ελπίδα να σωθεί το Βυζάντιο, απορρίφθηκε από την πλειονότητα των Ορθοδόξων και απέβη μάταιη. Η εξουσία του Πατριάρχη επιβλήθηκε οριστικά σε αυτήν του αυτοκράτορα.
Η φτώχεια του κράτους, ωστόσο –που επιδεινώνεται από τη μαύρη πανώλη και την ύφεση του 14ου αιώνα, με τις επακόλουθες κοινωνικές συγκρούσεις–, έρχεται σε αντίθεση με την ευημερία ορισμένων τάξεων. Διότι, παραδόξως, το Βυζάντιο συμμετέχει στην οικονομική, καλλιτεχνική και πολιτιστική ανάπτυξη της Δύσης. Προπορεύεται, μάλιστα: οι τεχνικές του (μετάξι, γυαλί) μεταφέρονται εκεί, οι διανοούμενοί του επανανακαλύπτουν και μεταδίδουν στους ουμανιστές την αρχαία ελληνική κληρονομιά, και οι καλλιτέχνες του επηρεάζουν την ιταλική ζωγραφική του Trecento. Εντούτοις, το τραύμα της Δ’ Σταυροφορίας απέτρεψε οποιαδήποτε συγχώνευση. Η βυζαντινή ταυτότητα έχασε την οικουμενικότητά της και περιορίστηκε σε δύο χαρακτηριστικά: τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, που επέτρεψαν στην ελληνική γλώσσα να επιβιώσει.
Οι συγγραφείς του τόμου:
Michel Balard, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris I-Panthéon-Sorbonne
Ivan Božilov, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας
Marie-Hélène Congourdeau, ερευνήτρια στο CNRS
Sergei Karpov, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Lomonosov της Μόσχας
Ivana Jevtić, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Koç της Ισταμπούλ
Jacques Lefort, επίτιμος διευθυντής σπουδών στην EPHE, IV τμήμα
Ljubomir Maksimović, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών
Brigitte Mondrain, διευθύντρια σπουδών στην EPHE, IV τμήμα
Cécile Morrisson, ομότιμη διευθύντρια έρευνας στο CNRS
Jean-Michel Spieser, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Fribourg της Ελβετίας
Élisabeth Zachariadou (†), καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης