Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
30-09-2024 17:48
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Τέσσερις φίλες ετοιμάζονται μεσούσης της Δικτατορίας του 1967 να δώσουν εξετάσεις. Είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, προέρχονται από ποικίλα οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα, δέθηκαν όμως και απολαμβάνουν η μία την παρέα της άλλης. Αγόρια, μαθήματα, φλερτ και μαζί ο φόβος της δικτατορίας, η ανασφάλεια για το μέλλον, η έλλειψη ελευθερίας. Τι θα τις ενώσει, τι θα τις χωρίσει;

Η Άννα Δαμιανίδη έγραψε ένα τρυφερό και γεμάτο ειλικρίνεια μυθιστόρημα που με αφορμή τις σχέσεις μεταξύ τεσσάρων κοριτσιών ξεδιπλώνει όλη την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της δικτατορίας του 1967 και ταυτόχρονα περνάει διαχρονικά κοινωνικά μηνύματα γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων και τους οικογενειακούς δεσμούς. Η ιστορία ξεκινάει το καλοκαίρι λίγο πριν τελειώσουν την Έκτη Γυμνασίου και δώσουν εξετάσεις, οπότε αποφασίζουν να κάνουν ομαδική κοπάνα και πάνε για μπάνιο στα Λιμανάκια με τον Αντρέα, τον Νεοκλή, τον Νικηφόρο και τον Δαμιανό. Από κει και πέρα με ταυτόχρονη γραμμική αφήγηση αλλά και πρωθύστερα ξεδιπλώνονται οι ζωές τους, οι αλλαγές που βιώνουν στην ασταθή εποχή, τα όνειρα και τα σχέδιά τους, οι επιρροές από το οικογενειακό τους περιβάλλον, πώς θα πάνε στις εξετάσεις ενώ μαθαίνουμε πώς δέθηκαν, ποιες είναι, τι σκέφτονται, πώς ζουν. Οι τέσσερις φίλες που μεγαλώνουν στα Πατήσια, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, στο Κολωνάκι συναντιούνται σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο της Φιλοθέης, σε μια εποχή που θέλησε να γκρεμίσει ό,τι προϋπήρξε, με συνέπειες στην παιδεία (σκληρές εξετάσεις, έμφαση στην παπαγαλία), στην ελευθερία, στις δομές. Κάθε κεφάλαιο είναι και σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η ματιά της κάθε κοπέλας για τα όσα συμβαίνουν μεταξύ τους, γεγονότα, γκάφες, καρδιοχτύπια, εξελίξεις.

Η Αλίκη θέλει να ερωτευτεί, να ζήσει κάτι έντονο, σπουδαίο, θέλει να κάνει έρωτα όποτε νιώσει έτοιμη, δε συμβιβάζεται, δεν ενδίδει βιαστικά, με αποτέλεσμα η τρελοπαρέα της να την κοροϊδεύει τρυφερά, μιας και όλες έχουν ήδη απολαύσει το σεξ. Ζει με τη μητέρα της μια δύσκολη κατάσταση, αφού ο πατέρας έχει φύγει από το σπίτι για τους δικούς του λόγους και η μάνα της του ψήνει το ψάρι στα χείλη. Έμαθε να κυκλοφορεί αθόρυβα στα δωμάτια, «λάθε βιώσας», όπως λέει χαρακτηριστικά, όσο η μάνα της κατέστρωνε κάθε σατανικό σχέδιο που θα κατέστρεφε τη ζωή του πατέρα τους, φυσικά χωρίς να του δώσει διαζύγιο. Η Αλίκη μεγαλώνει σ’ ένα άκρως τοξικό περιβάλλον, όπου η μάνα τής επαναλαμβάνει συνέχεια και με άσχημο τρόπο να προσέχει να μην την πατήσει σαν εκείνη, να μη χαραμίσει τη ζωή της, ζηλεύει τις φίλες της και προσπαθεί να τις χωρίσει. Η ευαίσθητη κοπέλα έχει φτάσει σε σημείο να νιώθει καλύτερα όταν της πάει κόντρα και παραδέχεται πως έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση: «Τέτοιος φόβος να ζήσω. Στη ζούλα και από σπόντα κι ό,τι μάζευα» (σελ. 52).

Η Δάφνη είναι ο φυσικός ηγέτης της παρέας, είναι έξυπνη και άνετη, της αρέσει το πλέξιμο και η ραπτική, κάτι που όμως κάνει έξαλλο τον δικηγόρο πατέρα της γιατί τη θέλει επιστήμονα και όχι νοικοκυρούλα! Μετά την 21η Απριλίου, πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σοβαρέψαμε υπερβολικά, μάλλον οι γονείς κουράστηκαν και τ’ αδέρφια μου σοβάρεψαν -ή έτσι μου φαίνεται εμένα» (σελ. 97). Εξαίρετες και υποδειγματικά δοσμένες οι σχέσεις της με τους γονείς της, ο αγώνας που κάνει για να γίνει αποδεκτή από αυτούς και να σπουδάσει κάτι που εκείνοι θέλουν αλλά να πλησιάζει λίγο και τα δικά της όνειρα. Η συγγραφέας σκιαγραφεί αδρά ένα πλάσμα γεμάτο τύψεις και ενοχές από τη μια, επαναστατικότητα από την άλλη. Πώς κατάφεραν οι γονείς της να μείνουν μαζί παρά το κυνήγι που βίωσαν στον Εμφύλιο, τι πέρασαν από συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για να μείνουν μαζί αγαπημένοι, πόσες δυσκολίες τους βρήκαν τώρα με τη νέα τάξη πραγμάτων; Πόσο ανάγλυφα δίνεται η αποτύπωση της σταδιακής τους παρακμής λόγω της κατάστασης και του παρελθόντος τους: «Εκείνη η ελαφράδα που είχαμε, η εμπιστοσύνη στο μέλλον δεν ξαναγύρισαν» (σελ. 145).

Έχουμε όμως και τη Μαργαρίτα, μια κοπέλα που δεν της ξεφεύγει τίποτα, ειρωνική και σαρκαστική, κάτι που την κάνει πιο σημαντική στην παρέα τώρα στη Δικτατορία, «που οι ανάγκες σαρκασμού και ειρωνείας αυξήθηκαν κατακόρυφα». Ξέρει πολλά αφού έχει τη δική της μέθοδο να εκμαιεύει πληροφορίες και ειδήσεις αλλά δεν κουτσομπολεύει. Οι γονείς της την έστειλαν στο ιδιωτικό σχολείο στην Τετάρτη δημοτικού, αλλάζοντας για πάντα την καθημερινότητά της. «Η κουραστική πραγματικότητα του καινούργιου σχολείου» την εξουθενώνει, της λείπουν οι φιλενάδες της από τις οποίες σταδιακά απομακρύνθηκε, την απωθεί η υποχρεωτική αφθονία στο νέο σχολείο («Ένιωθα πολύ φτωχή εκεί μέσα αλλά και η μόνη λογική μέσα σ’ ένα περιβάλλον σπατάλης και υποκρισίας», σελ. 182), χάνει τις παρέες της αλλά ούτε δεν τολμά να παραπονεθεί: «Δεν ήμασταν παιδιά που είχαν δικαιώματα σε απόψεις η γενιά μας. Όχι απέναντι στους γονείς» (σελ. 181). Πόσο σκληρή η ακόλουθη διαπίστωση για τη μάνα και τον πατέρα: «Κι εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν ποτέ ότι πέρασα μερικά χρόνια μεγάλης αμηχανίας, για να μην πω δυστυχίας, μέχρι να προσαρμοστώ. Αν υποθέσουμε ότι προσαρμόστηκα ποτέ μου» (σελ. 181). Τα πράγματα γίνονται χειρότερα με τη μάνα να είναι υπερπροστατευτική απέναντι στον μικρότερο αδελφό! Κι όλα αυτά σε μια εποχή «που παίζουμε στα ζάρια το μέλλον μας»! Κι έτσι: «…θα είχα μεγάλη διάθεση να το αφήσω το κορμί να κάνει τα δικά του. Ο κόσμος αυτός είναι που δεν το επιτρέπει» (σελ. 353).

Τέλος, η πανέμορφη Λυδία είναι η πιο οργανωμένη και μελετημένη σεξουαλικά, η πιο άνετη οικονομικά αλλά, παρ’ όλο που ταιριάζει με τα πλουσιοκόριτσα του σχολείου, «κάτι την έφερνε κοντά μας». Παιδί χωρισμένων γονιών κι εκείνη, μεγαλώνει με την οικονόμο, αφού η μητέρα της την εγκατέλειψε στα έξι και ο πατέρας της κρατά μια αδιάφορη στάση απέναντί της: «Την είχε γράψει στο σχολείο μας από το νηπιαγωγείο και απλώς συνέχισε να τη γράφει κάθε χρόνο»! Κι όμως η Λυδία είναι πρόσχαρη και μες στην καλή χαρά, βιάζεται να παντρευτεί για να ξεφύγει από το σπίτι της, θέλει να την αγαπούν και να της το δείχνουν. Θα καταφέρει να περάσει στην Ιατρική Σχολή που τόσο θέλει; Έχει μια γοητευτική προσωπικότητα και συμπεριφέρεται λες και απαξιώνει τις καταβολές της και την οικονομική τους άνεση, θέλει την παρέα των κοριτσιών, τις οποίες έτσι κι αλλιώς έχει κερδίσει με την ειλικρίνεια και την αμεσότητά της, πόσο τραυματισμένη ψυχικά είναι όμως; Θα καταφέρει να αντιμετωπίσει και να επουλώσει τα τραύματά της;

Με γλώσσα δυνατή, ωμή, εκφραστική και με αφήγηση σχεδόν προφορική έρχονται στο φως μεγάλες αλήθειες για τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για τη μετωπική σύγκρουση μεταξύ των γενεών, για τη σεξουαλική απελευθέρωση σε μια ηλικία γεμάτη ορμές και αμφισβητήσεις, για τις συνέπειες στον ψυχισμό των παιδιών από τους λανθασμένους τρόπους ανατροφής και χειραγώγησης των γονιών και πολλά άλλα. Είμαστε σε μια εποχή όπου η παρθενιά ήταν αντικείμενο διενέξεων, με τις μαθήτριες να θέλουν να απαλλαγούν από αυτήν με το μικρότερο κόστος και τους καθηγητές και τους γονείς να τη θεωρούν πολύτιμη και να τονίζουν πως πρέπει να φυλάσσεται σαν κόρη οφθαλμού. «…κι όσο πέφτανε πάνω τους τα κύματα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τόσο σκύλιαζαν εκείνοι. Σκυλιά εκείνοι, λυσσασμένα σκυλιά εμείς» (σελ. 10). Μια περίοδος χωρίς γυμναστήρια, όπου «όλα τα σώματα είχαν ένα είδος τρυφεράδας που οφειλόταν στην άνθηση της νιότης, μέχρι να τη χάσουν μαζί της. Μεγαλώναμε όπως όπως, η τύχη σμίλευε τα σώματά μας, δεν μπορούσαμε να επέμβουμε και δεν ξέραμε καν ότι γινόταν» (σελ. 38), οπότε πρέπει να βρουν τρόπο να γιορτάσουν οι κοπέλες τα σώματά τους! Με χιούμορ και ειλικρίνεια ξεδιπλώνονται ανθρώπινες ιστορίες γεμάτες ειλικρίνεια, ρομαντισμό αλλά και δυσκολίες. Γεγονότα, φόβοι και έρωτες με παρέσυραν σ’ ένα κείμενο που κυλάει σα νεράκι, με πυκνά κεφάλαια όπου η κάθε κοπέλα μάς ταξιδεύει σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον αλλά πάντα έχει κάτι άλλο να στηλιτεύσει, να καταγράψει, να θυμηθεί, κάτι που θα συμπληρώσει το παζλ της παρέας, εξ ου και πουθενά δεν υπάρχει επανάληψη. Μπορεί να αποζητούν κατά βάση τα ίδια πράγματα, ερωτική απελευθέρωση, σχέδια και όνειρα για το μέλλον, φόβους για τη ζωή κλπ. αλλά η συγγραφέας με μαστοριά μας χαρίζει πολυποίκιλα περιστατικά.

Το »Δυο καλοκαίρια κι ένα φθινόπωρο», τα «Ψάθινα καπέλα» του 21ου αιώνα, είναι ένα μυθιστόρημα για τη γιορτή του έρωτα και της ανεμελιάς που λέγεται εφηβεία, για τη σχέση της γυναίκας με το σώμα της σε μια εποχή που της απαγόρευαν να έρχεται σε επαφή μαζί του και ταυτόχρονα για τη σχέση της μάνας με την κόρη σε μια κοινωνία που τις απαγόρευε να έρθουν σε κοντινή επαφή. Νέες κοπέλες ζουν περίκλειστες στον κόσμο του σχολείου και ξαφνικά με το τέλος του Γυμνασίου καλούνται να βγουν έξω, σε μια ζωή που δε γνωρίζουν και την οποία πρέπει να κατακτήσουν από την αρχή! Θα καταφέρουν να βρουν τον σωστό δρόμο; Θα ακολουθήσουν τα όνειρά τους ή θα υποταχτούν στις εντολές των γονιών τους; Τι κινδύνους ενέχει ο έρωτας χωρίς προφυλάξεις; Πόσο εύκολα μπορεί κάποιος από τη θεωρητική συζήτηση περί πολιτικής να γίνει μέλος επαναστατικού αγώνα; Τέσσερις φίλες, τέσσερις ιστορίες, μία πορεία προς την ενηλικίωση με απώλειες αλλά και επιτυχίες.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
1
Το έχουν
0
Το θέλουν
1
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
1
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα