ΑΝΤΡΕΪ
Ούτε καν στα όνειρά σου δεν υπήρξα ο γιός σου. Ως κι εκεί μου στερούσες τα φτερά και τη σκέπη σου. Εφτά χρονών εγώ και βιάστηκες να γίνεις σιωπή και απόσταση. Σ’ έχασα. Για να σε βρω ονειρεύτηκα ταινίες ισάριθμες με τα άγουρα χρόνια μου. Να φτιάξω έναν κόσμο σε νύχτες εφτά. Ότι πάντοτε νύχτα πλημμύριζε ο νους μου εικόνες, το σώμα μου όλο.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Την αλήθεια σου λες. Μα δεν είναι η αλήθεια. Η δική μου, μια άλλη. Της μητέρας σου τρίτη. Τον πατέρα σου, μάνα τον ήθελες, μητέρα θεά. Δεν μπορούσα. Δεν άντεχα. Δεν έπρεπε πες. Λογάριασα τότε πως το καλύτερο δώρο μου, η στέρηση. Το κενό. Η απουσία. Για να γίνεις ζωγράφος. Και κτίστης. Να με πλάσεις καθρέφτη σου. Να με σπάσεις. Να με σπας ολοένα. Καθρεφτάκια μυριάδες, να δείχνουν εσένα μοιρασμένον και έναν. Τσακισμένον μα ακέριο.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΤΑΞΕ η Λαρίσα Ταρκόφσκαγια στο Μαρτυρολόγιο του Αντρέι Ταρκόφσκι, χαρακτηρίζει τον σύζυγό της « κατεξοχήν Ρώσο καλλιτέχνη που, παρ’ όλα αυτά, ανήκει στον κόσμο ολόκληρο ». Σοφός λόγος. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης-στοχαστής έχασε βίαια την πατρίδα του ως τόπο, ως τρόπο όμως, ως πνευματικό τρόπο ανάγνωσης και βίωσης του κόσμου, δεν την έχασε ποτέ. Η ρωσοκεντρική οπτική του δεν ήταν απλώς μια κληρονομιά ούτε βέβαια μια σύμπτωση· ήταν απόρροια διανοητικής απόφασης και συναισθηματικής αφιέρωσης.
Για τον Ταρκόφσκι, ο ρωσικός τρόπος, κορυφαίο γνώρισμα του οποίου είναι ο θρησκευτικός και θεολογικός στοχασμός, αποκρυσταλλώθηκε ιδεωδώς στο έργο του Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Γι’ αυτό και ήδη στην πρώτη εγγραφή του Μαρτυρολογίου (30.4.1970 ) προσδιορίζει τη βαθύτερη επιθυμία του : «Για τον ίδιο τον Φιόντορ Μιχαήλοβιτς θα ’πρεπε να γυριστεί μια ταινία... για το χαρακτήρα του, τον Θεό του, τους δαίμονές του, τις δημιουργίες του. [...] Προς το παρόν πρέπει να διαβάσω όλα όσα έγραψε και όλα όσα γράφτηκαν γι’ αυτόν και επιπλέον όλους τους Ρώσους θρησκευτικούς φιλοσόφους. [...] Στον Ντοστογέφσκι μπορεί να περικλείονται όλα όσα θέλω να πραγματοποιήσω εγώ στις ταινίες μου».
Στις εφτά ταινίες του, αλλά και στον πεζό του λόγο, ο Ρώσος κινηματογραφιστής μελέτησε βαθιά τα ανθρώπινα –τον πόλεμο, τον έρωτα, την πίστη και την απελπισία, τη φαρμακερή νοσταλγία, τη συρρίκνωση της πνευματικότητας, τον κίνδυνο ενός γενικού αφανισμού, το νόημα της ύπαρξης– στοχαζόμενος τα θεία. Για τον Ταρκόφσκι, στη δική μου ακοή, το ερώτημα για το τί ο Θεός, τί ο άνθρωπος και τί το ανάμεσό τους συγκαταλέγεται στα τρέχοντα και τα απολύτως εγκόσμια. « Ο άνθρωπος », λέει, «“η κορωνίς της φύσεως”, έφτασε στη γη με σκοπό να μάθει γιατί γεννήθηκε ή γιατί τον έστειλαν εδώ. Και με τη βοήθεια του ανθρώπου γνωρίζει κι ο Δημιουργός τον εαυτό του. Αυτή η πορεία ονομάστηκε “εξέλιξη” και τη συνοδεύει πάντοτε η οδυνηρή διαδικασία της αυτογνωσίας ».
Ο Χριστός στα χιόνια, όπου το μερίδιο της φαντασίας είναι ισοδύναμο με το μερίδιο των εξακριβωμένων στοιχείων, δεν είναι μια εκλογοτεχνισμένη βιογραφία ή εργογραφία του Ταρκόφσκι. Είναι η βιογραφία της δικής μου ανάγνωσης ενός έργου που το οργάνωσε η αγωνία για τον άνθρωπο ως δυνατότητα : δυνατότητα ήθους, ποιότητας, προσφοράς, αυτοθυσίας, καλοσύνης.
Αλλά σαφής ο Θεός; Με τον τρόπο του σώματος μόνο, με τον τρόπο του τρόμου μας. Με τον τρόπο της γλώσσας μας, των γλωσσών που αναρίθμητες πλάσαμε, όχι. Μάταιες όλες τους. Του Θεού ο τραγουδιστής ο πλήρης και καίριος ένας σπουργίτης είναι, ένα κοτσύφι που χαράζει τη μέρα, ένα χορτάρι ανυπόληπτο, μια πικραλίδα δίχως φωνή μα λαλέουσα, της ερήμου η σκόνη που κι αυτή κρύβει πλάσματα μέσα της, του χιονιού η αγία λευκότητα.