Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
06-03-2023 08:30
Υπέρ Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Κώστας Λίχνος-Αδιέξοδοι Καιροί-Εκδόσεις Γράφημα
Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Ένα νέο, ιδιαίτερο βιβλίο ήρθε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις Γράφημα, που τα τελευταία χρόνια με εκπλήσσει συνεχώς από τα ποιοτικά βιβλία που εκδίδει. Με ευαισθησία και σεβασμό στον αναγνώστη, που κουράζεται πολλές φορές από τα χιλιάδες πανομοιότυπα βιβλία. Ηθικός αυτουργός πιστεύω και συνοδοιπόρος σ’ αυτά τα ξεχωριστά βιβλία, είναι ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης με Πρόεδρο, τον συγγραφέα Αντώνη Χαριστό. Ένας όμιλος, μια φιλολογική παρέα, που εργάζεται συλλογικά για να φέρουν έναν διαφορετικό αέρα στην ελληνική λογοτεχνία του σήμερα.
Ο συγγραφέας Κώστας Λίχνος, πολυγραφότατος και ο ίδιος με μια δυναμική πένα, που δε φοβάται να στηλιτεύσει την καθημερινότητα μέσα από τα διηγήματά του, έχει διακριθεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, με διηγήματα, δοκίμια, αλλά και μυθιστόρημα. Από τις εκδόσεις Γράφημα κυκλοφορεί το βιβλίο του «Αδιέξοδοι Καιροί», που περιλαμβάνει διηγήματα που έχουν βραβευτεί, αλλά και άλλα ανέκδοτα. Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, γεννήθηκεστον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας και αποφοίτησες «Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών». Είναι συνεργάτης των εκδόσεων «Γράφημα», Αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, και επικεφαλής του τμήματος Πεζογραφίας αυτού. Συντάκτης Πεζογραφίας, Δοκιμίων και Ποίησης στο «Λογοτεχνικό Δελτίο», έντυπη φιλολογική ύλη τριμηνιαίας κυκλοφορίας.
Έχει διακριθεί σε πολυάριθμους πανελλαδικούς και παγκόσμιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (στις κατηγορίες του δοκιμίου, του διηγήματος, του παραμυθιού, της νουβέλας και του μυθιστορήματος), ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και συμπεριλήφθηκαν σε ανθολογίες, από τους εκδοτικούς οίκους: «Σύγχρονη Εποχή», «Άπαρσις», «Κέφαλος», «Διάνοια» και «Γράφημα». Τον Αύγουστο του 2022 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γράφημα, και υπό την αιγίδα του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, η συλλογή διηγημάτων του «Αδιέξοδοι καιροί». Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, κυκλοφόρησε υπό την αιγίδα της ΚΕΔΗΞ και τις εκδόσεις Άπαρσις, το παραμύθι του: «Ανοσοήρωες εναντίον Μικροβλαβερούληδων» (το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Κοινωνικής προσφοράς στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό καλλιτεχνικής έκφρασης του ΕΔΔΥΠΠΥ). Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «www.Dialogos.gr», κέρδισε το Α’ βραβείο στην κατηγορία του μυθιστορήματος, στον 2ο Πανελλαδικό Διαγωνισμό Πεζογραφίας «Κέφαλος» και το «Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς», του απένειμε το Ειδικό Βραβείο Πεζογραφίας «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα.
Για τον Κώστα Λίχνο, η λογοτεχνία είναι πολιτική στάση ζωής, που θερμά το υποστηρίζω, γι’ αυτό άλλωστε τον παρακολουθώ από την αρχή της συγγραφικής του πορείας. Τα δεκαπέντε διηγήματα αυτού του βιβλίου, έχουν γραφεί από το 2017 μέχρι σήμερα. Τον πρόλογο του βιβλίου καθώς και τη φιλολογική επιμέλεια την ανέλαβε ο Αντώνης Χαριστός, ο οποίος γράφει μεταξύ άλλων: «Ο Κωνσταντίνος Λίχνος εξαναγκάζει τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή, με όχημα την ελπίδα για την απελευθέρωση του ατόμου απ’ τα δεσμά της υλικής δέσμευσης των όρων ζωής.». Ο συγγραφέας ακολουθεί την πρόταση του δομημένου ρεαλισμού, που ακολουθεί ο όμιλος. Δηλαδή, εισχωρεί στα κοινωνικά φαινόμενα, στην αιτία τους και εντοπίζει τους κοινωνικούς και ατομικούς παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μέσα στις δοσμένες συνθήκες που εκείνη αναπτύσσεται. Εξετάζει ολόπλευρα την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες υποστάσεις, από σκοπιά ιστορική, κοινωνιολογική, οικονομική, ψυχολογική, φιλοσοφική, απεικονίζοντας την ανθρώπινη δραστηριότητα, που μεταμορφώνει την κοινωνία, όχι μόνο εστιάζοντας στο περιβάλλον που καθορίζει τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά εμβαθύνοντας και στην ψυχολογική ιδιοτυπία των ανθρωπίνων χαρακτήρων, που ασκούν τη δική τους επίδραση επάνω στις εξελίξεις. (Σας μεταφέρω ακριβώς τη βασική αρχή του φιλολογικού ομίλου Θεσσαλονίκης).
Τι είναι τελικά οι Αδιέξοδοι καιροί; Καταλήγουν όλα τα διηγήματα σε αδιέξοδα ή είναι τυχαίος ο τίτλος; Και ποια ήταν η ανάγκη του δημιουργού να γράψει αυτά τα διηγήματα, που δεν δίνει λύσεις στις ιστορίες τους; Αυτό ακριβώς μου αρέσει στη γραφή του Λίχνου. Δεν δίνει μασημένη τροφή στον αναγνώστη αλλά του δείχνει το μονοπάτι να βρει μονάχος του, το πώς ήθελε να δράσει ο ήρωας ή οι ήρωές του. Άλλωστε έτσι πρέπει να είναι η λογοτεχνία. Να βάζει σε εγρήγορση τη σκέψη του κάθε αναγνώστη, να του μένει στη μνήμη και να μην ξεχαστεί. Οι πρωταγωνιστές του είναι απλοί άνθρωποι, εργάτες, αγρότες, νέοι, ηλικιωμένοι, του περιθωρίου, που ζουν δύσκολα σε επαγγελματικό, προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Παλεύουν με τον εαυτό τους για να βρουν το φως. Θα το βρουν ποτέ; Χρειάστηκε να τα διαβάσω δυο και τρεις φορές μερικά διηγήματα. Όχι ότι είναι δυσνόητα αλλά μου άρεσε η άρτια γλώσσα που ήθελα να απολαύσω. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί μας θυμίζει την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας, που έχουμε χάσει. Χρησιμοποιούμε ελάχιστες λέξεις στην καθημερινότητά μας και εισάγουμε συνεχώς ξένες. Για να δείξουμε τι; Ελάχιστες από αυτές που συγκράτησα : Κυματίζουσα κι αστραφτερή, σαν τσαλακωμένος καθρέφτης, απλώνεται η θάλασσα εμπρός του. Κι όσο την αγναντεύει, πετάνε σαν γλαροπούλια οι σκέψεις του. Επίσης, ήθελα να σημαδέψω ποια διηγήματα μου άρεσαν πιότερο για να επικεντρωθώ μόνο σ’ αυτά στην πρότασή μου. Δεν τα κατάφερα να ξεχωρίσω ποιο μου άρεσε περισσότερο. Το καθένα ιδιαίτερο, με πολλά μηνύματα. Ένιωσα πως βυθίστηκα στις γραμμές του, πως ακολούθησα τον συγγραφέα να με οδηγήσει στον δικό του χωροχρόνο και τον μοιράστηκε μαζί μου. Γιατί ο κάθε συγγραφέας θέλει να μοιραστεί τα αποστάγματα του με τον αναγνώστη.
Γράφει για το σήμερα, για την ανεργία, τις συνθήκες εργασίες, τις ηθικές αξίες, τους πρόσφυγες, την οικονομική κρίση αλλά και το χάσμα γενεών. Μας πηγαίνει πίσω, στη Μικρασιατική καταστροφή, και μετά, συμμετέχουμε νοερά στην απεργία του Λαυρίου. Θα δούμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται γιατί τα προβλήματα δεν λύθηκαν, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί, γιατί ο φόβος υπάρχει ακόμη. Θα φροντίσω, όσο μπορώ να σας δώσω συνοπτικά, ένα στίγμα από καθένα για να μην κουράσω.
Το πρώτο του διήγημα «Η συνέντευξη» είναι φορτισμένο συναισθηματικά γιατί μιλά και είναι αφιερωμένο στην εργάτρια, συνάδελφό του, που έχασε τη ζωή της σε ατύχημα στις 30 Ιουλίου 2019. Οι συνθήκες της δουλειάς είναι εξαντλητικές και ευτελείς. Ενώ είναι αγανακτισμένος με τον θάνατό της, φοβάται να κάνει απεργία γιατί θα χάσει τη δουλειά του. Ο συνδικαλιστής ο Κυριάκος τους ξεσηκώνει λέγοντάς τους πως «Όσο δεν φέρνουμε εμείς τον κόσμο στα μέτρα μας, θα συνεχίζει να μας πλάθει αυτός στα δικά του». Και φυσικά απολύεται. Το ατύχημα στο εργοστάσιο σκεπάστηκε. Πώς μπορείς να αγωνιστείς για το δίκιο όταν η απόλυση είναι προ των πυλών;
Στις «πορτοκαλιές», διηγείται τη συγκέντρωση του σογιού του άνεργου ήρωα, που ζει με οικογενειακό εισόδημα, στην Πιερία. Ακούει κουβέντες και συμβουλές από τους μεγαλύτερους που δεν δέχονται ο πτυχιούχος άνεργος ήρωας να μοιράζει φυλλάδια όπως ο γείτονας Κυριάκος. Ενώ παλιά τον προέτρεπαν να βάψει τα κάγκελα ή να κλαδέψει τις πορτοκαλιές, τώρα του λέγανε να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία για να μεγαλουργήσει. Σ’ αυτό το διήγημα ο ήρωας στοχοποιεί τις αδυναμίες του, στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, νιώθει ανεπαρκής ενώ ο Κυριάκος στρέφεται ενάντια στην κοινωνία, στοχεύοντας τη πιο θεμελιώδη αποτυχία της. Ο ένας δηλαδή κατακρίνει κουνά το δάχτυλο ενώ ο άλλος κάνει αυτοκριτική. Ο «Άξεινος Πόντος», μας πάει στη Μυτιλήνη. Ο ήρωας δεν μπορεί να αποφασίσει μέσα στη μοναξιά του τι να κάνει. Εδώ μας μιλά για τους πρόσφυγες που ξεβράζονται στο νησί. «Εξίσου δισυπόστατη μ’ εμένα, φαντάζει στα μάτια μου και η ακατάλυτη θάλασσα. Άλλοτε, νιώθω πως πλησιάζει για να ενωθεί μαζί μας καλάγαθα, μυρώνοντάς μας με το αλμυρό της αγέρι, κι άλλοτε, πως ζυγώνει απειλητικά για ν’ αφανίσει τους κόπους μας». Στο διήγημά του, η «ανάσταση», γέλασα. Είναι χιουμοριστικό, με την πρώτη ανάγνωση αν και μιλά για την «ανάσταση» του παπα-Ιερόθεου. Εδώ γνωρίζουμε μια θρησκόληπτη γυναίκα, την κυρία Όλγα, που πέφτει πάνω στον αφηγητή, τρέχοντας να δει το θαύμα. Και αναρωτιέται ο αφηγητής: Μήπως έγινε νεκροφάνεια; «Μήπως δεν είχε αγιάσει ο αναστημένος, τελικά; Μήπως, ανίκανος να αναπαυτεί, σηκώθηκε από τον τάφο για να εξαπολύσει κατάρες και ανάθεμα;»
Στη «Νέα Αγωγή», βλέπουμε τον ήρωα που μένει άνεργος, που ψάχνει τις αγγελίες για εργασία, απογοητεύεται και οι γονείς του ψάχνουν τις γνωριμίες τους για μια θέση στο Δημόσιο, για μια προαγωγή, για να γίνει στο τέλος, υπολογίσιμος και σεβαστός στην κοινωνία. «Στο κάτω-κάτω το κόστος για να πετύχει όσα πέτυχε, δεν ήταν δα και τόσο υψηλό. Μονάχα την ψήφο του έταξε, ως ανταπόδοση για την ευεργεσία που δέχτηκε και απώλεσε, το ιερό δικαίωμα του εκλέγειν» Στο διήγημα, «Ο Νόστος» ανεβαίνουμε μαζί του στο βουνό, κοντά στο χωριό του Ξενοφώντα, που γυρνά στο τόπο του μετά από σαράντα χρόνια μετανάστευσης στη Γερμανία, στο Μόναχο. Εκεί βρίσκει τον πρώτο του ξάδελφο, τον Ορέστη, και του μιλά για τα καλά και άσχημα της ξενιτιάς, αλλά και της επαρχίας με κανόνες της ζωής και της ΕΟΚ και τη γενική αποξένωση. «Ο καπτάν-Αντώνης», είναι ένας ναυτικός που δυσκολεύεται να κάνει δεσμούς με συγχωριανούς του όταν ξεμπάρκαρε. Βάζει όρο στον μοναδικό συντοπίτη, τον παντοπώλη τον Ανέστη, που τον πλησιάζει, να μην του μιλά για τη θάλασσα αλλά για τα στεριανά. Εδώ η μοναξιά, είναι πρωταγωνίστρια. Πολύ συγκινητικό, ιδιαίτερα για όσους έχουμε σχέση με τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Ο καπετάνιος, όπως όλοι οι ναυτικοί, είναι μοιρασμένοι, αιωρούνται ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, την ερωμένη, που τον διεκδικεί: «Δικός σου, δικός σου είμαι. Έλα και πάρε με! Δεν υπάρχει γλιτωμός από ’σένα». Δυο διηγήματα που μου άρεσαν πιο πολύ, γιατί μου αρέσει η ιστορική λογοτεχνία. Το ένα είναι: «Στον καφενέ»,: που διαδραματίζεται στις 22 Σεπτεμβρίου του 1922. Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες στον Πειραιά και στους γύρω δήμους. Στη παλιά Κοκκινιά ανταμώνουμε τον καφενέ του Ανέστη όπου βρίσκουμε τον Επαμεινώνδα, οπαδό της Δημοκρατικής Ένωσης, και τον Θωμά που συζητούν για τα γεγονότα αλλά και για τα δεινά που έφεραν οι πρόσφυγες. Ο Ανέστης στη συζήτηση εκνευρίζεται. Ο Γιώργης, μαζεμένος και δειλός αποχωρεί καθώς δεν θέλει μπλεξίματα. Ο Γιώργης ξέρει πως οι κουβέντες δεν οδηγούν πουθενά και ότι αυτός ο λαός είναι έρμαιο κληρονομικών απόψεων που καταστρέφουν τον τόπο. Ενώ «Στο καπηλειό», το δεύτερο ιστορικό διήγημα που μου άρεσε, ο συγγραφέας μας πηγαίνει επτά χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εδώ ο Κωνσταντής, ένας έντιμος χαμάλης, ο Κωνσταντής, γερό ποτήρι, ζητά από τον θείο του, τον Φίλιππα, απόστρατο αξιωματικό και μαγκούφη, δανεικά. Ο θείος του, αρνείται να του δώσει και επικαλείται ότι οι διεθνείς αγορές αρνούνται να δανείσουν στην Ελλάδα. Του δίνει συμβουλές ότι «πρέπει οι νέοι μας να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων». Εδώ γνωρίζουμε τα γεγονότα του Λαυρίου, το προσκλητήριο του ΚΚΕ στους δρόμους και τους χωροφύλακες που δέρνουν τον κόσμο. Στο καπηλειό γνωρίζει τον αγωνιστή Ηλία που πίνουν μαζί κρασί και τον προτρέπει να πηγαίνει σε πορείες. «Σε τόπο χρεωμένο ζούμε, μας έζωσε φτώχεια μεγάλη». Στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και στη παραλιακή ζώνη Ελευσίνας, όπου μας μεταφέρει ο συγγραφέας, βλέπουμε ξυλοδαρμούς των απεργών που στράφηκαν ενάντια στους χωροφύλακες, που οι δεύτεροι κυκλοφορούν στον φιλήσυχο κόσμο πως το σωματείο έχει γίνει παίγνιο στα κομμουνιστικά στοιχεία. Κι εδώ η ιστορία επαναλαμβάνεται. «Το καθεστώς σε θέλει μέθυσο, για να ζεις απομονωμένος, στην πλάνη και την παραζάλη»
Στο διήγημά του, «Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή», μου άρεσαν πολύ οι περιγραφές που χρησιμοποιεί, όπως «Λες και έγλειφε τις πλάκες των σπιτιών ακουγόταν το νερό, καθώς κατρακυλούσε στις στέγες, αλλά αντί αυτού να φτάσει στο έδαφος, κατέληγε στα βλέφαρά μου επάνω για να τα βαρύνει» ή «Και εγώ πρέπει κάποτε ν’ αποφασίσω πού θα εστιάσει ο φακός μου, και να επιλέξω αν θέλω η φωτογραφική μου μηχανή να μου αποκαλύπτει τον κόσμο ή να μου τον κρύβει» Αυτό το κλικ που επιλέγει τον κόσμο που θέλουμε εμείς ή επιθυμεί το ιδιότροπο μάτι του φακού. Στο επόμενο διήγημα, «Στη στάση», βλέπουμε τον ήρωα να βρίσκεται στη στάση και να συζητά με έναν μεγαλύτερο άντρα. Το χάσμα μεταξύ τους, στην ιδεολογία, τη γλώσσα και την ποίηση, οδηγεί σε μια συζήτηση χωρίς κοινό σημείο. Ομολογώ πως μου άρεσε και με προβλημάτισε. Με ταρακούνησε. «Δεν είναι άδικο να στοχοποιούμε τη νεολαία ως κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη λαϊκή μάζα; Οι νέοι δεν θα μπορούσαν παρά να πάσχουν από τις παθογένειες που διακατέχουν την ελληνική κοινωνία συνολικά.» Ίσως ήταν και η συγκυρία που το διάβασα τις ημέρες πένθους. Ναι, έχουμε την ευθύνη ως κοινωνία και όπως λέει ο αφηγητής, η ανάληψη ευθύνης είναι δείγμα ωριμότητας.
Στο δέκατο πέμπτο διήγημα, το Ονείρου μονόπρακτο,. Ο συγγραφέας σαν αφηγείται το όνειρό του συντροφιά με τη Σιωπή, το Έρεβος και την Απραξία. Το εκλαμβάνω ως αναγνώστρια ότι ο Κώστας Λίχνος, μαζεύει ως ρόγες αμπελιού, αυτές τις τρεις έννοιες, ότι είναι το απόσταγμα όλων αυτών των διηγημάτων. Τρεις έννοιες που ταλαιπωρούν τον σκεπτόμενο άνθρωπο και τον οδηγούν σε αδιέξοδα. Βρήκα πολύ έξυπνο τον διάλογο μεταξύ των τριών εννοιών.
Ναι, όλες οι ιστορίες γεννούν αδιέξοδα στον αναγνώστη που επιθυμεί να δει τη λογοτεχνία αλλιώς. Να υιοθετήσει την κριτική ματιά του συγγραφέα και να εμβαθύνει στους προβληματισμούς του. Μήπως ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, καταφέρουμε να βγούμε ως κοινωνία από το έρεβος και την απραξία. Το έχουμε ανάγκη. Καλοτάξιδο Κώστα Λίχνε και σ’ ευχαριστώ για το ταξίδι.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι