Η Ήπειρος, ένα από τα φτωχότερα μέρη της ευρωπαϊκής ηπείρου, γνώρισε κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας μεγάλη ανάπτυξη, τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτιστικό τομέα. Καταλύτης της εξέλιξης αυτής υπήρξε η παιδεία, που διαμόρφωσε το κατάλληλο πλαίσιο στο οποίο έδρασαν οι διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, ώστε να καταφέρουν να μεγαλουργήσουν. Σε χρόνους που όλη η χώρα στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό η Ήπειρος και ιδιαίτερα η περιοχή των Ιωαννίνων αποτέλεσαν τη φωτεινή εξαίρεση. Η ανάπτυξή τους ήταν πάρα πολύ μεγάλη, τόσο ώστε τα Ιωάννινα να καταστούν πληθυσμιακά η δεύτερη πόλη της σκλαβωμένης χώρας, μετά τη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα αποτέλεσαν το κέντρο στο οποίο διασταυρώνονταν οι δρόμοι του εμπορίου.
Στο πλαίσιο αυτό κάποια, ορεινά κατά κύριο λόγο, χωριά ανέπτυξαν μεγάλη εμπορική δραστηριότητα η οποία συνεπέφερε και την πνευματική αναγέννηση του τόπου. Οι δραστηριότητες ήταν ποικίλες. Από την εριουργία, την τυροκομία, την ασημουργία, την ξυλογλυπτική, τα χωριά αυτά βρήκαν τους οικονομικούς πόρους που χρειαζόταν για την ανάπτυξή τους και σε συνδυασμό με την καταπίεση της τουρκικής διοίκησης που κατά καιρούς γιγαντώνονταν, εξωθώντας τους αστούς κατοίκους στη μετοικεσία στις ορεινές περιοχές, αναπτύχθηκαν τόσο πολύ που έφτασαν να αποτελούν σπουδαία πληθυσμιακά, οικονομικά και πνευματικά κέντρα, όχι μόνο της Ηπείρου και του ελληνισμού, αλλά ολόκληρων των Βαλκανίων.
Στα χωριά αυτά η εκπαίδευση βρήκε «γόνιμο έδαφος» για να αναπτυχθεί, ενώ σπουδαίοι δάσκαλοι αφύπνιζαν το σκλαβωμένο ελληνισμό, δημιουργώντας το κατάλληλο πνευματικό και πολιτιστικό υπόβαθρο στο οποίο θα «καλλιεργούνταν» και η εθνική ανάταση και παλιγγενεσία. Η εκπαίδευση στα έτη αυτά υπήρξε το φυσικό αποκούμπι του ελληνισμού, το καταφύγιό του στη λαίλαπα του εκτουρκισμού που σάρωνε τη Βαλκανική.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η πορεία των χωριών αυτών, καθώς και ολόκληρης της Ηπείρου στο διάστημα της «ύστερης» τουρκοκρατίας, του διαστήματος δηλαδή από την επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι το 1912 – 1913 οπότε και απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό. Στο διάστημα αυτό η Ήπειρος αποτελεί «μήλο της Έριδας» για την Ελλάδα και την Τουρκία, με την τελευταία να προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία της, που κλονίζονταν με κάθε λογής τρόπο, με κυριότερο όλων την προσπάθεια εκτουρκισμού της περιοχής. Για το λόγο αυτό η Τουρκία στην περίοδο αυτή αύξησε την καταπίεσή της στο χριστιανικό πληθυσμό, επιτρέποντας στους Αλβανούς λήσταρχους να λυμαίνονται την περιοχή, μετέφερε εποίκους στην περιοχή και σταδιακά παραμέρισε την ελληνική γλώσσα από τα επίσημα έγγραφα καθιστώντας την τουρκική επίσημη γλώσσα, που άρχισε να εισχωρεί και στην εκπαίδευση. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα δεν απέστρεψε το βλέμμα της από την περιοχή, αλλά προσπάθησε να εμψυχώσει, να κατευθύνει και να στηρίξει τον σκλαβωμένο ελληνισμό της Ηπείρου, έστω και πολλές φορές ανορθόδοξα και ευκαιριακά, χωρίς ωστόσο να πάψει στιγμή να εποφθαλμιά και να προσδοκά την ένωση του με τον υπόλοιπο εθνικό κορμό.
Η εργασία μας εστιάζει σε ένα απ’ αυτά τα κεφαλοχώρια, το Συρράκο και εξετάζει τόσο ιστορικά στοιχεία, όσο και την εκπαιδευτική πορεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο χωριό, ως εφαλτήριο και απότοκος συνάμα της αναπτυξιακής πορείας του.
Η εργασία διατρέχει χρονολογικά την ιστορική διαδρομή του χωριού, εστιάζει σε ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του στο χρόνο και ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα που σχετίζονται με την κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και εκπαιδευτική εξέλιξή του.
Εξετάζονται ζητήματα όπως η τοποθεσία, η ίδρυση και η ονοματολογία του χωριού και η ιστορία του, η οποία ουσιαστικά ξεκινά με την παράδοση των Ιωαννίνων στους Τούρκους (1430). Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα πολλά και σπουδαία προνόμια που παραχωρήθηκαν στο χωριό και συντέλεσαν στην ανάπτυξή του, στην εριουργία και το εμπόριο που επέφεραν οικονομική άνθηση στο χωριό και στην επαναστατική δράση του χωριού κατά το 1821, όταν μαζί με το γειτονικό χωριό Καλαρρύτες επαναστάτησαν, ενάντια σε κάθε λογική, καθώς ο στρατός του Χουρσίτ Πασά έδρευε στα Ιωάννινα, την απέλπιδα μάχη, την προδοσία και την καταστροφή.
Η επιστροφή των κατοίκων στο χωριό σηματοδότησε εκατό περίπου χρόνια σκλαβιάς ακόμη, μέχρι που η Ήπειρος απελευθερώθηκε και το χωριό συνέχισε την ιστορική του πορεία ως τμήμα του ελληνικού κράτους πια.
Η αναφορά στην ιστορική πορεία του χωριού διατρέχει τα νεότερα χρόνια και φτάνει στα σύγχρονα, οπότε και το χωριό ερημώνεται.
Σε δεύτερο επίπεδο εξετάζεται η μη θεσμοθετημένη εκπαίδευση στο Συρράκο μέχρι το 1912 και την απελευθέρωση του χωριού, αλλά και η θεσμοθετημένη εκπαίδευση στα πλαίσια του ελληνικού κράτους. Για πληρέστερη κατανόηση εξετάζεται η εκπαιδευτική διαδικασία τόσο στα σχολεία του χωριού όσο και σ’ αυτά του Ελαιώνα Πρέβεζας όπου έλαβε τη βασική εκπαίδευση μεγάλο μέρος των μαθητών του χωριού, λόγω του νομαδικού βίου των κατοίκων ή άλλων λόγων όπως ήταν η αναγκαστική ερήμωση του χωριού στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Άλλα ζητήματα, ως συνοδά της εκπαιδευτικής διαδικασίας αφορούν στη σχολική περιουσία και τις προσόδους των σχολείων του χωριού και στο εκπαιδευτικό οικοτροφείο που ιδρύθηκε στο χωριό, ως υποστηρικτικό μέσο της εκπαιδευτικής λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων του χωριού. Εξετάζονται η ίδρυση και στέγασή του, οι κανονισμοί που ρύθμιζαν τη λειτουργία του μέχρι τη διακοπή λειτουργίας του, η οποία ουσιαστικά σηματοδότησε και το τέλος της εκπαίδευσης στο Συρράκο.
Η εργασία μας στηρίχτηκε σε ποικίλες πηγές, ανέκδοτες και δημοσιευμένες, των οποίων οι τίτλοι τους συναθροίζονται στη βιβλιογραφία. Ιδιαίτερη αξία στην προσπάθειά μας ωστόσο είχαν το δίτομο έργο Συρράκο: Πέτρα - Μνήμη - Φως, που εξέδωσε το Πνευματικό κέντρο της κοινότητας Συρράκου, την άνοιξη του 2004, τα Άπαντα του Κώστα Κρυστάλλη που επιμελήθηκε ο Γ. Βαλέτας, τα Τοπωνύμια του Συρράκου του Σπύρου Χ. Νταλαούτη και όλες οι βιβλιογραφικές αναφορές του Συρρακιώτη μελετητή Γεωργίου Μουστάκη, χωρίς να παραγνωρίζεται η αξία των υπολοίπων πηγών και η τεράστια συμβολή τους στην ανάπτυξη του θέματός μας.
Φυσικά, δεν ισχυριζόμαστε ότι καταγράψαμε κάθε παράμετρο που αφορά στην εκπαίδευση στο Συρράκο. Η πληρέστερη διερεύνηση των πηγών, κυρίως των σχολικών, καθώς και η διεξοδική μελέτη των κληροδοτημάτων του χωριού, θα επέφερε μια πληρέστερη εικόνα για την εκπαιδευτική διαδικασία στο χωριό και θα οδηγούσε πιθανά σε επίλυση προβληματισμών αναφορικά με τον τρόπο που αυτή εξελίχθηκε στο Συρράκο.
Από τα πολλά πρόσωπα που βοήθησαν στη συγγραφή της εργασίας, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Κώστα Μπίλλη για την πολύτιμη βοήθειά του στη βιβλιογραφία, την Κωνσταντίνα Τζουβάρα για την μεγάλη συμβολή της σε θέματα ηλεκτρονικής διαχείρισης της εργασίας και τη σύζυγό μου Λένα Δημάρη για τα εύστοχα σχόλιά της και την τεράστια υπομονή της. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους γονείς μου Δημήτρη και Κατερίνα και τους θείους μου Ηλία και Καλλιόπη Ζώνιου για τις διεξοδικές περιγραφές χώρων, προσώπων και καταστάσεων που αφορούσαν στο χωριό τους το Συρράκο.
Μάρτιος 2006
Βασίλης Δ. Ζώνιος