Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
27-08-2023 18:05
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Στη Σύρο των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα και των πρώτων του 20ού σχηματίζεται μια ισχυρή αστική τάξη κι αναπτύσσεται ο κλάδος της εμπορικής ναυτιλίας. Χοροί και βεγγέρες, πλούτη και προξενιά, κουτσομπολιά και ζουρ φιξ, καθολικοί και χριστιανοί, φτωχοί και πλούσιοι συγκροτούν το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα της Μεταξίας Κράλλη που είναι γεμάτο έρωτα, ευμάρεια, εκπλήξεις και ενδιαφέροντες χαρακτήρες.
Σύρα σάκρα λοιπόν, δηλαδή Σύρα η ιερή, μιας και οι καθολικοί πριν το 1821 αποτελούσαν το 95% του πληθυσμού ενώ το νησί φιλοξενούσε πέντε μοναστικά τάγματα και ήταν έδρα Επισκόπου. Μετά τη σφαγή της Χίου το 1822 ο τόπος δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες, οι οποίοι έχτισαν την Ερμούπολη και σταδιακά οδήγησαν το νησί σε μια σημαντική ακμή, η οποία κορυφώθηκε την περίοδο του μυθιστορήματος. Η Μεταξία Κράλλη έστησε με φροντίδα και προσοχή έναν έξοχο καμβά προσώπων και γεγονότων, σκηνών και περιστατικών, άνοιξε τα αρχοντικά της πόλης και τα χαμόσπιτα της Άνω Σύρου, τις καθολικές και τις ορθόδοξες εκκλησίες, περπάτησε από τα Ψαριανά ως τα Βαπόρια και ανέπτυξε μια πλούσια σε εξελίξεις πλοκή, γεμάτη μικρά και μεγάλα γεγονότα, με ολοκληρωμένους, πολυδιάστατους χαρακτήρες και μια ιστορία που ζωντάνεψε με πιστότητα και αληθοφάνεια τα ήθη και έθιμα, την καθημερινότητα και τη γλώσσα της εποχής και του τόπου. Δε μένει όμως μόνο στο νησί αφού η Αθήνα ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους πρώτους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ αρχίζει να ακμάζει και η ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου με το βαμβάκι να χαρακτηρίζεται ως «λευκός χρυσός».
Στις πάνω από 700 σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν πλούσιοι και φτωχοί, νταντάδες και δημοσιογράφοι, ξεπεσμένοι ευγενείς που θα κάνουν τα πάντα για να περισώσουν το όνομά τους, δανδήδες και καζανόβες, δεσποινίδες που επηρεάζονται από τα ρομάντσα, έμποροι και ναυτικοί, ναυλομεσίτες και τραπεζίτες, ψυχοκόρες και ράφτρες, κοσμογυρισμένοι άντρες χωρίς ανάγκη εργασίας, σουφραζέτες, όλοι τους όμως περιφέρονται γύρω από έναν βασικό κεντρικό άξονα και εμπλουτίζουν την αφήγηση χωρίς να περιττεύουν, μιας και οι ρόλοι τους κουμπώνουν σε απρόσμενα σημεία, απογειώνοντας τη δράση. Βασικές ηρωίδες είναι η Ιουλία Περσελή και η Καρμελίνα Ρόυσσενα, δυο άκρως διαφορετικές γυναίκες με εντελώς διαφορετικές καταβολές. Η Ιουλία είναι κόρη του Γιάννη Περσελή και της Τερέζας Σομμαρίπα, η οποία προέρχεται από ξεπεσμένη αρχοντική οικογένεια της Νάξου. Ο Περσελής ξεκίνησε ως καπετάνιος και μεταπήδησε στον εφοπλιστικό τομέα, σημειώνοντας αξιόλογη πορεία και αυξάνοντας την περιουσία της οικογένειάς του. Η Ιουλία είναι καταδεκτική, απλή, ανεξάρτητη και μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι όπου ο σύζυγος και πατέρας ναυτικός μπορεί να λείπει κάποτε μέχρι και δυο χρόνια. Από την άλλη, η Καρμελίνα είναι κόρη της χήρας πλύστρας Βιττορής που ζει στην Άνω Σύρα με άλλες πέντε κόρες, την παντρεμένη με τον Δομένικο εργάτρια Βιντσέντσα, την Αννέτα που έγινε καθολική καλόγρια στις Αδελφές του Ελέους, την Κοντσέπτα, τη Ζοζεφίνα και την Γκράτσια. Η Καρμελίνα ξέρει γράμματα κι όταν μεγαλώνει τη στέλνει η μάνα της ψυχοκόρη στους θείους της στην Ερμούπολη, Ιωσήφ και Ροζίνα, όπου γνωρίζει τον Νικόλα Σωρόπο κι ο έρωτάς της γι’ αυτόν θα τινάξει τα πάντα στον αέρα.
Δίπλα σε αυτές τις δύο γυναίκες ζουν ο εφοπλιστής Αμβρόσιος Πετρίτσης που θέλει την Ιουλία για γυναίκα του αλλά σκληραίνει μετά το κάζο που παθαίνει, γίνεται κυνικός και ωμός με όποια γυναίκα βάζει στο μάτι, κλείνοντας σπίτια και καταστρέφοντας τιμές και υπολήψεις, ο Παντελής Καλούδης, βαφτισιμιός του Γιάννη Περσελή, από φτωχή οικογένεια, που μπαίνει στα καράβια του νονού του και μεγαλώνουν με την Ιουλία σαν αδέλφια, αποκτώντας έτσι ισχυρά φιλικά αισθήματα ο ένας για τον άλλον, ο Στρατής Σωρόπος, καπετάνιος στο ένα από τα δύο καράβια του Γιάννη Περσελή, παντρεμένος με τη Μέλπω Πλουμή αλλά ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Ιουλία, αγωνίζεται να καταπνίξει τα αισθήματά του όσο σταδιακά η γυναίκα του γίνεται φίλη με το αντικείμενο του πόθου του, είναι δύσκολο όμως να καταφέρει να κρατήσει την απόσταση που χρειάζεται, ο Νικόλας Σωρόπος, ο καζανόβας της Ερμούπολης, αδελφός του Στρατή, με ένα σωρό τραγικωμικά περιστατικά στην πλάτη του που καταγράφονται όλα στο μυθιστόρημα, άστατος, καιροσκόπος, ώσπου γνωρίζει την Καρμελίνα και θα της αλλάξει για πάντα τη ζωή. Έχουμε όμως και γυναίκες, όπως την αγαπημένη μου Αριέττα Γιασεμολάδα, συμμαθήτρια της Ιουλίας, «σβησμένη περνούσε από παντού», η οποία μεγαλώνει με την αδελφή του πατέρα της, Βιργινία, πλήρως υποταγμένη στις επιθυμίες και στα σχέδια αυτής της γυναίκας, η οποία θεία κάνει ό,τι μπορεί για να συνεχίσει η ανιψιά της να μεγαλώνει στα πλούτη και στις ανέσεις, κι η Αριέττα θα βρει τον μάστορά της όταν ο Αμβρόσιος Πετρίτσης ρίχνει τη ματιά του πάνω της, την Αντουανέττα Ρουγγέρη εκ Τήνου, μια από τις κοπέλες της Σχολής των Ιωσηφίνων στην Αθήνα, η οποία αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα τάχαμου για να γλυτώσει από τη φτώχεια αλλά ουσιαστικά για να συναντάει τον μαραγκό Στανισλάο, μόνο που δεν είναι και πολύ φανατική με τη θρησκεία και περιμένει πώς και πώς να μαζέψει λεφτά ο αγαπημένος της και να παντρευτούν, την καταδεκτική παρά τα πλούτη της σύζυγο του γνωστού Λουδοβίκου Φιξ, την αξιοπρεπή Μέλπω και πολλές άλλες.
Το μυθιστόρημα ζωντανεύει με ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, λεπτομερή καταγραφή της αστικής και της φτωχής τάξης του νησιού στα τέλη του 19ου αιώνα, καλολογικά στοιχεία («Ο άνεμος που δυνάμωσε έλυσε την κορδέλα που συγκρατούσε τα μαλλιά της. Τεντώθηκαν αυτά πίσω από ον σβέρκο της κι οι χρυσές πινελιές μέσα τους λάμψανε σαν φρεσκογυαλισμένο μπακίρι», σελ. 45), ρεαλιστικούς διαλόγους και ντοπιολαλιά και ελάχιστα ιστορικά στοιχεία ως υπόβαθρο, τη Σύρο στο μεγαλύτερο σημείο της ακμής της. Ζούμε μια μαγευτική περιπλάνηση στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο μέσα από πολλά μικρά περιστατικά που παρεμβάλλονται στον κύριο κορμό της αφήγησης, όπου πρωταγωνιστές και δεύτεροι ρόλοι αλληλοεπιδρούν και ανακατεύονται ο ένας στη ζωή του άλλου και όλα αυτά με στοιχεία για την καθημερινότητα και των δύο τάξεων: ζουρ φιξ και βεγγέρες, προξενιά και σκάνδαλα, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, κουτσομπολιά και εμπόριο, κακεντρέχεια, συμφέροντα, ζήλιες, βιαστικές αποφάσεις, «περιουσία που αυγατίζεται από δυο γενιές για να φαγωθεί από την τρίτη και τελικά να ξεκοκαλιστεί από την επόμενη» κ. π. ά.
Νησάκια και Βαπόρια, Βροντάδο και Ανάσταση, Ερμούπολη και Άνω Σύρα, τα Χρούσσα και η Ντελαγκράτσια, το Δημαρχείο και η Λέσχη Ελλάς, το Πάνθεον και η πλατεία Μιαούλη δίνουν κάποια στιγμή τη θέση τους στα πεδία των μαχών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 (τα οποία τα ζούμε από τον πιο απρόσμενο γι’ αυτό ήρωα του βιβλίου, με αυθεντικότητα, ρεαλισμό και συγκίνηση), στην Ελληνογαλλική Σχολή του Αγίου Ιωσήφ στην οδό Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη), όπου τα μαθήματα, οι προσδοκίες, τα όνειρα, τα σχέδια, το πρόγραμμα και πολλά άλλα δίνονται με ζωντάνια («…τα φτωχοκόριτσα των νησιών αποτελούσαν την προσφορότερη δεξαμενή για υποψήφιες μοναχές», σελ. 277) καθώς και στην Αθήνα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, με την πλατεία Λουδοβίκου και του Ψυρρή, τη Βλασσαρού την εποχή που αναζητούνταν χρήματα για απαλλοτρίωση των οικιών ώστε να γίνουν οι ανασκαφές που μας χάρισαν την αρχαία αγορά όταν τελικά αυτό επετεύχθη χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1930, τις εφημερίδες «Σκριπ» και «Εμπρός», τα φιλολογικά σαλόνια του «Παρνασσού», τα Ευαγγελικά γεγονότα του 1901 με το πλούσιο παρασκήνιο και τις τραγικές εξελίξεις, την καθημερινότητα της πάμπλουτης οικογένειας του Λουδοβίκου Φιξ στο Ηράκλειο Αττικής (τότε Αράκλι) και πώς συνδέονται με τους υπόλοιπους Έλληνες βαυαρικής καταγωγής που έμειναν μετά την έξωση του Όθωνα, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχτισαν το Ηράκλειο Αττικής (Πίτλιγγερ, Κάρολος Μπαρτ και Γουλιέλμος Μπεκ κ. ά.) και που είχαν συγγένειες και άλλες επαφές με τους επίσης καθολικούς Συριανούς κ. π. ά.
Στη «Σύρα Σάκρα» δεν έχουμε όμως μόνο ένα ιστορικό φόντο, όπως τον ατυχή πόλεμο του 1897 με την αντίστοιχη επίταξη που αλλάζει για πάντα τις ζωές των ηρώων του μυθιστορήματος, δεν έχουμε μόνο απλές αφηγήσεις και ανατροπές, έχουμε και μια κοινωνία με προξενιά, προίκες, αποδοχές και απορρίψεις, όπου μέσα σε όλα αυτά φουντώνει ο έρωτας, καταπατώντας κανόνες και στεγανά, φέρνοντας τα πάνω κάτω, έχουμε γυναίκες που δέχονται τη μοίρα τους αλλά και που πατάνε πόδι στην πατριαρχία και στην ανδροκρατία, έχουμε στερεότυπα που κράτησαν μέχρι σήμερα («Η τρυφερότητα ήταν δουλειά των μανάδων, οι πατεράδες αγαπούσαν με αυστηρότητα», σελ. 656), έχουμε τη δύναμη της συγχώρησης, έχουμε πολλά θέματα που ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου δίνοντας άφθονη τροφή για σκέψη πάνω σε ζητήματα που παραμένουν ως και σήμερα επίκαιρα, στοιχεία που κάνουν το μυθιστόρημα μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία. «Σύρα Σάκρα», γραφή μπουόνα!
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι