Η νέα έκδοση της Αμπελογραφίας έρχεται 15 και πλέον χρόνια από τη συγγραφή των πρώτων κειμένων, εμπλουτισμένη και ανανεωμένη, όπως επιβάλλεται για ένα σύγχρονο πανεπιστημιακό σύγγραμμα, αλλά και για ένα αξιόπιστο εργαλείο στην άσκηση της παραγωγικής αμπελουργίας. Στην υλοποίηση των βασικών αυτών κατευθύνσεων ενσωματώνει τα νεότερα δεδομένα της αμπελογραφικής, αμπελουργικής και οινολογικής έρευνας τόσο στο επίπεδο της Γενικής Αμπελογραφίας με την εφαρμογή του νέου Κώδικα Αμπελογραφικής Περιγραφής του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου (ΚΑΠ/OIV, 2009-2017), όσο και στο πλαίσιο της Ειδικής Αμπελογραφίας με την προσθήκη 24 νέων ελληνικών και ξένων ποικιλιών αμπέλου. Συνολικά στον παρόντα τόμο παρουσιάζονται 92 παραγωγικές ποικιλίες αμπέλου (63 ελληνικές και 29 ξένες) και 14 ανθεκτικά στη ριζόβια μορφή της φυλλοξήρας υποκείμενα αμπέλου. Μεταξύ των ελληνικών περιλαμβάνονται ποικιλίες (Μούχταρο, Μαυρόστυφο, Σκοπελίτικο, Σταυρωτό κ.ά.) που έτυχαν της ιδιαίτερης προσοχής των Ελλήνων οινοποιών εξαιτίας των πολύ καλών παραγωγικών και γλευκογραφικών χαρακτήρων, αν και παρέμεναν για πολλά χρόνια «ξεχασμένες» και με ερωτηματικά ως προς την ταυτότητα τους.
Στον παρόντα τόμο, για την αποφυγή περαιτέρω συγχύσεων ως προς την ονοματολογία των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου, διατηρήθηκαν μεν τα ονόματα όπως περιλαμβάνονται στον Εθνικό κατάλογο, αλλά με την παράθεση και όλων των νέων δεδομένων που προέκυψαν από μεγάλο αριθμό συναφών ερευνητικών εργασιών σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο, με αντικείμενο την ταυτοποίηση και διάκριση των ελληνικών ποικιλιών, με τη μέθοδο της αμπελογραφικής περιγραφής, τους βιοχημικούς (ενζυμικοί πολυμορφισμοί που ανιχνεύονται ηλεκτροφορητικά) και τους μοριακούς δείκτες (RAPDs, AFLP, SSR). Με το συνδυασμό των μεθόδων αυτών δίνεται απάντηση στα προβλήματα που οφείλονται στη γενετική ποικιλομορφία του είδους vinifera, όπως εκφράζεται με τον μεγάλο αριθμό ποικιλιών, βιότυπων/κλώνων, παραλλαγών και μεταλλάξεων αλλά και στο πλήθος των συνωνύμων και ομωνύμων για σημαντικές ελληνικές ποικιλίες. Άλλωστε, η διατήρηση μετά από συγκριτική αμπελογραφική μελέτη όλων των (αληθών) συνωνύμων των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου είναι επιβεβλημένη, γιατί αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της αμπελουργικής μας παράδοσης και λαογραφίας, αλλά και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γλωσσοπλαστικής ικανότητας των Ελλήνων αμπελουργών.
Στην πρώτη ενότητα της Γενικής Αμπελογραφίας παρουσιάζεται η μεθοδολογία της αμπελογραφικής περιγραφής, που αποτελεί το βασικό εργαλείο της επιστήμης της Αμπελογραφίας, για τη διάκριση και ταξινόμηση των ειδών και των ποικιλιών αμπέλου. Οι πρωτότυπες φωτογραφίες με φωτογραφική μηχανή και με ψηφιακό μικροσκόπιο, δίδουν παραστατικά και με ακρίβεια τις διαφορές (μορφολογικές, ανατομικές) των επί μέρους αμπελογραφικών χαρακτήρων των βασικών οργάνων του πρέμνου και βοηθούν αποτελεσματικά στην απόκτηση «αμπελογραφικής μνήμης».
Στην δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται η πλήρης αμπελογραφική περιγραφή, τα κριτήρια επιλογής και οι καλλιεργητικές ιδιότητες των υποκειμένων αμπέλου που χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση παραγωγικών αμπελώνων στη μεταφυλλοξηρική αμπελουργία, με όλα τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο των αλληλεπιδράσεων εμβολίου και υποκειμένου, που εν πολλοίς εξασφαλίζουν την αρμονική παραγωγική συμβίωση και προφανώς την παραγωγή αμπελουργικών προϊόντων ποιότητας.
Η Τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τις ποικιλίες (ελληνικές και ξένες) που καλλιεργούνται στον ελληνικό αμπελώνα για την παραγωγή οίνων, επιτραπέζιων σταφυλών και σταφίδων. Για κάθε μία ποικιλία δίδεται α) πλήρης αμπελογραφική περιγραφή, με την κλασσική μεθοδολογία και συμπληρωματικά σύμφωνα με τον επικαιροποιημένο Κώδικα Αμπελογραφικής Περιγραφής του OIV, β) δεδομένα της συγκριτικής και πειραματικής αμπελογραφίας για την εντός και της μεταξύ συγγενών ποικιλιών γενετικής ποικιλομορφίας, γ) δεδομένα από την εφαρμογή των βιοχημικών και μοριακών μεθόδων στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες αμπελουργικές χώρες, σχετικά με την προέλευση, τη γενεαλογία και την ταυτότητα των ειδών και ποικιλιών αμέλου δ) νέες (για την πλειονότητα των ποικιλιών), πρωτότυπες ψηφιακές φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης, της νεαρής βλάστησης, του ανεπτυγμένου (ώριμου) φύλλου και της σταφυλής του μεσοτυπικού δείγματος της ποικιλίας, ε) ενδεικτικά τα κύρια φαινολογικά στάδια (ημερομηνία έναρξης και πλήρους εκβλάστησης, άνθησης και ωρίμανσης), και στ) οι φυσιολογικές, παραγωγικές και καλλιεργητικές ιδιότητες (προσαρμογή σε εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα σε συνδυασμό με τα κατάλληλα υποκείμενα, τα ενδεικνυόμενα συστήματα μόρφωσης των πρέμνων, του χειμωνιάτικου κλαδέματος καρποφορίας και των χλωρών κλαδεμάτων, η συμπεριφορά απέναντι σε παθογόνα και εχθρούς αμπέλου) καθώς και αναλυτικά στοιχεία των ιδιοτήτων και των τεχνολογικών χαρακτήρων των σταφυλών και του γλεύκους.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι σε πολύ λίγες περιπτώσεις παρατηρούνται διαφορές στην αμπελογραφική περιγραφή των ποικιλιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο, σε σχέση με προηγούμενες αμπελογραφικές μελέτες, έρευνες και συγγράμματα, οι οποίες οφείλονται είτε στα νέα κριτήρια που εισάγονται από τον ΚΑΠ του OIV, ή στην επιλογή και περιγραφή διαφορετικών βιότυπων/κλώνων.
Δεν είναι άσκοπο, επίσης, να επισημανθεί για μια ακόμη φορά ο καθοριστικός ρόλος που παίζει στη διάκριση και ταυτοποίηση των ποικιλιών αμπέλου, η επιλογή και η επισήμανση με σύγχρονες μεθόδους του προς περιγραφή μεσοτυπικού δείγματος των πολυκλωνικών ποικιλιών, ανεξαρτήτως του χώρου (αμπελογραφική συλλογή ή παραγωγικός αμπελώνας) που πραγματοποιείται η αμπελογραφική περιγραφή. Σημαντικό ποσοστό της υπάρχουσας σύγχυσης στην ταυτότητα και την ονοματολογία των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου, ιδιαίτερα των «ξεχασμένων», οφείλεται σε συναφή θέματα μεθοδολογίας.
Τέλος, ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε στην αναζήτηση του αρχικού κέντρου καλλιέργειας (περιοχή προέλευσης) και στην ετυμολόγηση των ονομάτων /συνωνύμων/ ομωνύμων των ποικιλιών, που πέρα από το ιστορικό/λογοτεχνικό/ λαογραφικό ενδιαφέρον, αποτέλεσαν πηγή χρήσιμων πληροφοριών που αναφέρονται στην ταυτότητα, τους ποιοτικούς χαρακτήρες, τις καλλιεργητικές ιδιότητες και την προσαρμοστικότητα τους κατά τη μακραίωνη καλλιέργειά τους στον ελληνικό αμπελώνα.
Θερμά ευχαριστώ τους παλαιούς και νέους συναδέλφους και συνεργάτες του Εργαστηρίου Αμπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τους συναδέλφους γεωπόνους, τους φίλους αμπελουργούς και οινοποιούς, τους μεταπτυχιακούς φοιτητές, τον εκδότη και τους συνεργάτες του, για την πολύτιμη βοήθειά τους στην ολοκλήρωση και έκδοση της Αμπελογραφίας.
Μανόλης Ν. Σταυρακάκης
Ομότιμος καθηγητής ΓΠΑ