Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
02-02-2022 16:43
Υπέρ Ενδιαφέρον, Τεκμηριωμένο
Κατά
Πότε υψώθηκε το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα; Πότε και πώς ξεσηκώθηκε η ναυτική δύναμη των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών; Πώς κατάφερε ένας ρακένδυτος υποταγμένος λαός να επιτεθεί σ’ έναν δυνάστη που για μισό αιώνα τον είχε σκλάβο του; Πώς επιτεύχθηκαν οι πρώτες νίκες κατά των Τούρκων αφού δεν υπήρχε τακτικός στρατός; Πώς κατελήφθη η Τριπολιτσά, το κέντρο της τουρκικής διοίκησης στην Πελοπόννησο; Γιατί απέτυχε η εξέγερση στη Μακεδονία; Ποιος ο ρόλος της Εκκλησίας στα γεγονότα; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται στο δεύτερο μυθιστόρημα της νέας τριλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου.
Το βιβλίο εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γύρω από τα οποία στήνεται ένα αριστοτεχνικό ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο που αντικατοπτρίζει τα σημαντικότερα γεγονότα του 1821 και στολίζεται μ’ έναν άφθαστο λυρισμό. Στο Εξόδιο, με το οποίο ξεκινάει το μυθιστόρημα, ένας επιζών της Εξόδου του Μεσολογγίου έχει καταφύγει στην Τεργέστη και περιμένει με λαχτάρα να μάθει νεότερα της συζύγου και του παιδιού του που τους έχασε εκείνη τη φρικιαστική νύχτα. Με το τέλος του βιβλίου έχω μάλλον καταλήξει στο ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άντρας και ανυπομονώ να ξεκινήσω το τρίτο και τελευταίο μέρος για να δω κατά πόσο επιβεβαιώνομαι. Οι χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο συνεχίζουν να βιώνουν ασύλληπτες περιπέτειες και να ατσαλώνουν τον χαρακτήρα τους με τις σκληρές εξελίξεις που τους επηρεάζουν. Η Δέσπω αναζητά τον πατέρα της που ξέρει πως είναι αιχμάλωτος του Αλή πασά αλλά κανείς δεν έχει ακούσει τι απέγινε εδώ και καιρό. Έχει συγκροτήσει έναν σκληρό κι ανυπόταχτο χαρακτήρα, νιώθει προδομένη από τα ψέματα των δικών της ανθρώπων και ούσα μεγαλωμένη στο ανυπότακτο Σούλι αναδεικνύεται λεύτερη κι όχι ραγιάδισσα: «…χούι και γνώρισμα σουλιώτικο η περηφάνια ζυμωμένη αξεδιάλυτα με το γινάτι» (σελ. 101).
Ο Νικόλας, παγιδευμένος στη Ζάκυνθο από Εγγλέζους στρατιώτες που έριξε στο κατόπι του ένας κόντες, έχει καταλάβει πως «αρχόντοι κι αφεντάδες, αριστοκράτες και κόντηδες» δε διαφέρουν από αγάδες και μπέηδες και δεν έχουν κοινά να ενωθούν με τον Αγώνα. Μόνη του σωτηρία ένα συμμαχικό πλοίο που θα τον μεταφέρει στη Χαλκιδική. Ο «Αχιλλέας» του καπετάν Αλεξανδρή, κατ’ εντολή της Φιλικής Εταιρείας, πλέει στο Αιγαίο πέλαγος με συγκεκριμένη αποστολή κι έτσι η δράση μεταφέρεται και στη θάλασσα, για να γνωρίσουμε την ιεραρχία των ναυτικών, τους κινδύνους των ναυμαχιών και των ρεσάλτων, να νιώσουμε την αρμύρα της θάλασσας και την αψάδα της μάχης από πρώτο χέρι. Ο Νικόλας αντρώθηκε με την αρμύρα και τα ρεσάλτα, χωρίς να πάψει να σκέφτεται στιγμή την οικογένειά του, που δεν κατόρθωσε να αναζητήσει, παρ’ όλο που τους το υποσχέθηκε. Τι να απέγιναν η μάνα και οι αδελφές του; Στην Τριπολιτσά, η Επανάσταση ξεσπάει κι η μοίρα της Γκιουμούς αλλάζει άρδην, μιας και ο Κερίμ μπέης παίρνει κάποιες μοιραίες αποφάσεις για την πόλη του. Ταυτόχρονα, η μία πόλη της Πελοποννήσου πέφτει μετά την άλλη στα χέρια των Ελλήνων κι έτσι η Τριπολιτσά γίνεται το καταφύγιο των κατατρεγμένων Τούρκων ενώ η πολιορκία σφίγγει γύρω της. Το μυθιστόρημα καταγράφει καταλεπτώς τις δυσκολίες που έρχονταν η μία πίσω από την άλλη ως την απόλυτη πείνα, φτώχεια και εξαθλίωση και την επιδημία του τύφου. Τελικά η Τριπολιτσά πέφτει και για τρεις μέρες οι Έλληνες πέρναγαν από λεπίδι άντρες και γυναικόπαιδα και λεηλατούσαν. «Μια φρικωδία» που δεν έχει δικαιολογία αλλά εξηγείται, μιας και ήταν ο τόπος που είχαν κλέψει οι Τούρκοι από τους παππούδες τους και επιπλέον από κει ξεκίναγε κάθε δεινό στον Μοριά εναντίον τους. Η Αργυρώ, σκλάβα του Κερίμ μπέη που με το ζόρι την αλλαξοπίστησε, βιώνει μια σειρά από ανατριχιαστικά γεγονότα που θα την οδηγήσουν είτε στη λύτρωση του θανάτου είτε στην απελευθέρωσή της.
Τα ανωτέρω είναι απλώς η αρχή των συναρπαστικών ιστοριών που συγκροτούν το μυθιστόρημα και μια καλογραμμένη εξιστόρηση της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από ανθρώπους «απλούς», γενναίους, δυνατούς, που βλέπουν τις ζωές τους ν’ αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και να έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές και προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Πολλά από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα των πρώτων χρόνων, όπως ο ξεσηκωμός, οι ανδραγαθίες του Μάρκου Μπότσαρη, οι εντολές της Φιλικής Εταιρείας, το ξέσπασμα στον Μοριά κ. ά. ξεδιπλώνονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου χωρίς να κουράζουν και χωρίς να μπερδεύουν. Δυστυχώς, από τους πρώτους μήνες της ομοψυχίας και της σύμπνοιας με τις μεγάλες και σημαντικές νίκες σύντομα φτάνουμε στις πρώτες εμφύλιες διαμάχες που θα καταγραφούν στο επόμενο και τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας. Εξίσου τεκμηριωμένα και ακριβοδίκαια δίνεται ο ρόλος των μοναστηριών του Άθω και γιατί οι ηγούμενοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν στην αγορά όπλων και πυρομαχικών: «Εμείς δεν έχουμε απολύτως τίποτα. Ό,τι έχουμε ανήκει στην Παναγία. Με ποιο δικαίωμα θα ξεπουλήσουμε το βιός της» (σελ. 125). Η αδιαφορία τους και η έλλειψη συμμετοχής με οποιονδήποτε τρόπο έρχεται σε αντίθεση με πολλά από τα υπόλοιπα ελληνικά μοναστήρια που και τιμαλφή αξιοποίησαν και μοναχούς έριξαν στη μάχη. Ο ναυτικός αγώνας, ένα επίσης σημαντικό κομμάτι της εποποιίας του 1821, φωτίζεται μέσα από τις περιπέτειες του Νικόλα («…τα ελληνικά πλοία θύμιζαν γατάκια που γυρόφερναν τσομπανόσκυλο νιαουρίζοντας», σελ. 172): πώς μπήκαν οι Σπέτσες και στη συνέχεια η Ύδρα και τα Ψαρά στον αγώνα, πώς και γιατί βοήθησε αρκετά ο λιγότερος αριθμητικά μα πιστός στο κοινό όραμα στόλος κ. ά. Τα περιβόητα πυρπολικά ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν οι ναυτικοί, «μισοί θεοί» κατά τον Μακρυγιάννη, για να βουλιάξουν τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα τουρκικά πλοία κι οι πρώτες απόπειρες ανατίναξης δίνονται με το γνωστό και αγαπημένο μου γλαφυρό ύφος αφήγησης.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, με προεξάρχουσα φυσιογνωμία τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τα ανδραγαθήματά του, τον αγώνα του για ισομέρεια και διπλωματικότητα, την αμεσότητά του προς τον λαό, μας συστήνονται και άλλα πρόσωπα, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Νεόφυτος Βάμβας, με πιο συγκινητική και αντιπροσωπευτική της τύχης των αγωνιστών στο ελεύθερο αργότερα ελληνικό κράτος τη Δόμνα Βιζβίζη, σύζυγο του πλοιοκτήτη και καπετάνιου Χατζηαντώνη Βιζβίζη, η οποία, μαζί με τον άντρα της, διέθεσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για τον Αγώνα αλλά πέθανε πάμφτωχη, μιας και ούτε σύνταξη δεν μπορούσε να της εξασφαλίσει το ελληνικό κράτος («αχρημασία», λένε). Διαχρονικές αλήθειες και λέξεις που εγείρουν συγκίνηση και θάμβος ακόμη και σήμερα υπάρχουν διάχυτες στο βιβλίο: «Να σκύβεις κει όπου θες κι όχι κει όπου σε προστάζουν, να γονατίζεις από συγκίνηση κι όχι από ανάγκη, αυτό δεν είναι τάχα η λευτεριά» (σελ. 251); Ο ακόλουθος διάλογος είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστικός: «-Μα καλό είναι να πηγαίνουν και τα γράμματα μαζί με τα άρματα. Ειδαλλιώς, γιατί να τα σηκώσουμε; -Για τη λευτεριά… -Και τι καλό θα δούμε απ’ τη λευτεριά αν δεν ξέρουμε να την κάνουμε ζάφτι όταν την κερδίσουμε; Σε άξια χέρια πρέπει να πέσει η λευτεριά για να καρπίσει, για να φέρει ειρήνη, προκοπή κι ευημερία στους ανθρώπους που πάλεψαν να την κατακτήσουν. Αλλιώτικα μπορεί κι επικίνδυνη να γίνει» (σελ. 276).
Το Πάσχα του 1821 μία ήταν η ευχή: «-Χριστός Ανέστη! -Η Ελλάς ανέστη!», την ίδια ώρα που για τους Τούρκους όλο αυτό ήταν ένα χαϊνί ζορμπαλίκι και για την Ευρώπη απλώς μια επαναστατική ενέργεια σαν αυτή των Καρμπονάρων της Ιταλίας, όχι ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Κι όμως: «… ο στρατός του Εικοσιένα, πεινασμένος, βρόμικος, ξυπόλητος, είχε προσκέφαλο την πέτρα και σκεπή τον ουρανό. Μα στάθηκε ο πιο φημισμένος κι ένδοξος της πατρίδας μας καθώς της χάρισε τη λευτεριά της ύστερα από αιώνες σκλαβιάς» (σελ. 558). Κι αυτός ο στρατός είχε απέναντί του όχι μόνο τον Τούρκο αλλά και τους κοτζαμπάσηδες και την πολιτική αρχομανία που τους κατείχε. Πολιτικάντικες κλίκες ομοεθνών και ομοθρήσκων που δολοφόνησαν, εκβίασαν, φυλάκισαν, και στις Σημειώσεις ο συγγραφέας, παρ’ όλο που παρασύρεται από την πίκρα και την αδικία για τα σκοτεινά γεγονότα της Επανάστασης, δεν παύει να είναι ακριβοδίκαιος και τεκμηριωμένος, ακόμη και να απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο προς τον αναγνώστη για να τον βοηθήσει να εξοικειωθεί με το γενικότερο κλίμα για να κατανοήσει περισσότερο τα γεγονότα. Η γραφή του Θοδωρή Παπαθεοδώρου είναι υπέροχη, ιδιαίτερη, γεμάτη ιδιωματισμούς και πλούσιο λεξιλόγιο που ζωντανεύουν τα γεγονότα, γραμμένη σε κάποια σημεία μ’ ένα γλυκά ιδιόμορφο ποιητικής μορφής συντακτικό, λαμπρυμένη από καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές. «Αργοσερνόταν ολημερίς ο ήλιος, σκαλωμένος θαρρείς στα βουνά της Λέσβου στην αρχή κι ύστερα ανεβασμένος στον ουρανό να ραχατεύει τραβώντας για τη δύση χωρίς ν’ αποφασίζει να πάρει τη βουτιά του στο νερό και να τελέψει τη μέρα» (σελ. 188). Και πόσο συγκινητικό αυτό: «…κάθε πρωί μ’ ευγνωμοσύνη άνοιγε δυο μεγάλα δώρα, τα μάτια του που είχαν κοντέψει να κλείσουν διά παντός» (σελ. 160). Η φύση, τ’ απάτητα βουνά, τα αχάρακτα μονοπάτια, τα οροπέδια και τα δάση, τα ποτάμια και οι γκρεμοί καταγράφονται εξίσου καλά με τις μεγάλες πόλεις, τους δρόμους τους, τον ετερόκλητο πληθυσμό τους, τα μαγαζιά.
Οι «Άγιες Ψυχές» είναι ένα μυθιστόρημα βουτηγμένο στον ηρωισμό και το αίμα, που από τις γυναίκες του πρώτου μυθιστορήματος μας μεταφέρει μπροστά στους άντρες του Αγώνα και στις πρώτες σελίδες εποποιίας και προδοσίας που ακολούθησαν το ύψωμα του λαβάρου. Οι τρεις βασικοί ήρωες, η Αργυρώ, ο Νικόλας και η Δέσπω, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες πια, ζουν από κοντά τα πιο σημαντικά γεγονότα, με τον έρωτα να εμφιλοχωρεί κάπου κάπου και την αγωνία να χτυπάει κόκκινο είτε για την έκβαση των μαχών και των εκστρατειών (ακόμη και για όσους ξέρουν από Ιστορία), είτε για την ευόδωση των προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών των χαρακτήρων. Παρ’ όλα τα τεκμηριωμένα στοιχεία, τα ντοκουμέντα, τους στρατηγικούς και διπλωματικούς χειρισμούς, τα αίτια και αιτιατά των εξελίξεων, δεν κουράστηκα ούτε στιγμή, αντίθετα, ήθελα να μην τελειώσει η ανάγνωση, ρουφούσα άπληστα την ακριβοδίκαιη παρουσίαση ανθρώπων και γεγονότων και μάθαινα με αξιέπαινο τρόπο για γνωστές και άγνωστες σελίδες που κανένα σχολικό βιβλίο δε θα παρουσιάσει ποτέ.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι