Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
28-06-2021 18:01
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Τεκμηριωμένο
Κατά
Ο Λευτέρης Μαντζίκας γεννήθηκε το 1917 στη Λιγοψά Ιωαννίνων και έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Κατάφερε να βγάλει το γυμνάσιο στην Αθήνα, καθώς και την τριετή Εμπορική Ιδιωτική Σχολή «Φοίνιξ». Με πατέρα και θείο αρτοποιούς είχε καθημερινή επαφή με εμπόρους σιτηρών και αλεύρων, οπότε, σε συνδυασμό με το διορατικό του πνεύμα και τις γνώσεις του από τη Σχολή, ξεκίνησε το 1945 την επιχειρηματική του δραστηριότητα. «Ρεκόρ», «Θρίαμβος» και το 1953 ήρθε η ΜΙΣΚΟ, με πολλές καινοτομίες για την αγορά των ζυμαρικών και με τον πασίγνωστο καλόγερο για λογότυπο. Το 1992 η ιταλική Barilla SpA την εξαγόρασε και τελικά ο Λευτέρης Μαντζίκας, σημαντικός πλέον εθνικός ευεργέτης της Ηπείρου και θεμελιωτής της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος μεταξύ άλλων σωματείων, πέθανε πλήρης ημερών το 2008.
Ο Κώστας Κρομμύδας έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή και τον χαρακτήρα αυτού του σημαντικού ανθρώπου, μόνο που δεν πρόκειται για μια απλή μυθιστορηματική βιογραφία αλλά για ένα κείμενο που βρίθει ανθρωπιάς, φιλαλληλίας, δοτικότητας και αγάπης. Έχει γίνει σκληρή δουλειά από τον συγγραφέα για να επιλέξει και να αναπτύξει με τέχνη τις σημαντικότερες στιγμές του Λευτέρη Μαντζίκα, μέσα από τις οποίες ξεπηδάνε αξέχαστες σκηνές με συναισθήματα που βγαίνουν αυθόρμητα κατά την ανάγνωση και γεμίζουν όποιον αφεθεί να ταξιδέψει με αυτό το κείμενο, κάτι που μόνο τα πραγματικά καλά μυθιστορήματα το κάνουν. Επιπλέον, μέρος της πλοκής είναι προϊόν μυθοπλασίας και δεν ακολουθούνται πιστά τα πραγματικά γεγονότα κι αυτό αφήνει άπλετο χώρο στον συγγραφέα να δημιουργήσει ένα πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο. Καταγράφονται οι σταθμοί στη ζωή του ευεργέτη και τα βήματα που τον οδήγησαν στον χώρο των ζυμαρικών και της βιομηχανίας στα οποία διέπρεψε (φυσικά ποτέ δεν αναγράφεται στην πορεία του μυθιστορήματος η επωνυμία της εταιρείας)! Τα γεγονότα είναι ολοζώντανα και παραστατικά, τα κεφάλαια φωτίζουν συγκεκριμένα σημεία της ζωής του ευεργέτη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες που ίσως να κούραζαν τη ροή της αφήγησης κι έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε καλά την προσωπικότητα του Λευτέρη Μαντζίκα έστω και κατά βάση μυθιστορηματικά. Η νοοτροπία του, ο τρόπος σκέψης του, η στάση ζωής, το επιχειρηματικό του μυαλό δίνονται σωστά και αποκρυσταλλωμένα.
Η ιστορία ξεκινάει το 1917 με τον θάνατο της μητέρας του Λευτέρη από την ισπανική γρίπη οπότε και αποτυπώνεται η στάση των χωριανών και της οικογένειας της εποχής όταν εισβάλλει στο σπίτι μια μυστηριώδης ασθένεια καθώς και ο θάνατος. Τα ήθη και έθιμα, η νοοτροπία, η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων καταγράφονται ρεαλιστικά και όσο γίνεται πιο πιστά στην πραγματικότητα. Οι σκηνές στην απομονωμένη πόλη των Ιωαννίνων θυμίζουν τις καταστάσεις της καραντίνας που ζούμε αυτόν τον καιρό. Ακόμη και παρακάτω, τα σκηνικά με τα προξενιά φέρνουν κλαυσίγελο αν αναλογιστεί κανείς τις αναποδιές της τύχης αλλά και το γεγονός πως διακυβεύονται ζωές και συναισθήματα. Συνεχίζουμε στο 1929 και στην πρώτη γνωριμία με την Αθήνα, οπότε ξεκινάει και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον ίδιο τον Λευτέρη, που πλέον κουράστηκε να μεγαλώνει με τις γιαγιάδες του όσο ο πατέρας του φεύγει σε δουλειές και του λείπει η ανεμελιά της ηλικίας του, αφού συνέχεια έπρεπε να δουλεύει για κάτι. Έτσι το σκάει μέσω Πρέβεζας, όπου οι σκηνές στην αγορά με τις τιμές και τα παζάρια τον ενθουσιάζουν ενώ στην Αθήνα η απλότητα της καθημερινής ζωής των φτωχών ανθρώπων τον συγκινεί. Η εμπειρία του από τον φούρνο χαράχτηκε μέσα του: «-Να μια εξαιρετική δουλειά, σκέφτηκα. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψωμί» (σελ. 44).
Αρκετά ενδιαφέροντα κεφάλαια αργότερα, φτάνουμε στο 1933 ξανά στην Αθήνα, όπου το πρωί ο Λευτέρης Μαντζίκας δουλεύει στο παντοπωλείο του κυρίου Ανδρόνικου και το βράδυ πηγαίνει στη σχολή. Θέλει οικονομική ανεξαρτησία, δε φορτώνεται στην αδελφή του πατέρα του που τον προσέχει και σαν καταναλωτής λατρεύει τα μακαρόνια, τα οποία επιπλέον γίνονται περιζήτητα, μιας και το αφεντικό προμηθευόταν από την καλύτερη ποικιλία! Το παντοπωλείο με τις μυρωδιές του και τα είδη του, με τους πελάτες που φοράνε πάντα τα καλά τους όταν έρχονται να ψωνίσουν και το «σέρβις» είναι το καλύτερο σχολείο για τον Λευτέρη. «Έμποροι, πελάτες, μεσάζοντες, λωποδύτες κα ένα σωρό άλλοι έκαναν παρέλαση κάθε μέρα από το μαγαζί…» (σελ. 55). Κέρδη και ζημίες, έξυπνα αποδοτικά τρικ, επενδύσεις γεμίζουν το μυαλό του, με την εντιμότητα να έχει πάντα τον πρώτο ρόλο. «Κοίταζα τους περαστικούς και αναρωτιόμουν με τι τρόπο θα κατάφερνα να στήσω μια δουλειά που να μπορώ να κάνω πελάτες τους περισσότερους από αυτούς. Τι θα μπορούσα να τους προσφέρω ώστε να το ζητούν συνεχώς» (σελ. 78);
Από κει και πέρα το μυθιστόρημα γεμίζει ιστορίες, γεγονότα, περιστατικά, εξελίξεις, ανατροπές που συγκροτούν τη ζωή και τη νοοτροπία του Λευτέρη Μαντζίκα. Οι ήρωες του βιβλίου, αληθινοί και φανταστικοί χαρακτήρες, συναναστρέφονται τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, σμιλεύουν την ανθρωπιά του, γιγαντώνουν τη φήμη του, τον αγαπούν και τον νοιάζονται ή τον προδίδουν. Ο πατέρας, η κυρίαρχη φιγούρα για ένα παιδί, είναι τρομακτικός αλλά και σεβαστικός, συζητάει με τον γιο του, τον τιμωρεί για τις αταξίες του αλλά δεν τον απομακρύνει από τα όνειρά του, κάτι σπάνιο για την εποχή. Συζητάνε μαζί με ειλικρίνεια και χωρίς στεγανά: «-Τη μάνα σου την αγάπησα πιο πολύ τη μέρα που σε γέννησε, Λευτέρη, γιατί κατάλαβα τον πόνο της να σε βγάλει στον κόσμο» (σελ. 99). Επίσης, τι όμορφη και πόσο τρυφερή είναι η ιστορία γνωριμίας με τη Μαρίνα Ντίσκου και πόσο προδιαγεγραμμένα λες από τη μοίρα εξελίχτηκε αυτή ως τον γάμο τους και την κοινή πορεία που μόνο ο θάνατος χώρισε. Ακόμη και η Ήπειρος, με το κλαρίνο, το ντέφι, τα αργά χορευτικά βήματα μα πάνω απ’ όλα τους ανθρώπους της είναι εκεί. «Όσο τον άκουγα να παίζει, έβλεπα τον κύκλο της ζωής να περνά μπροστά από τα μάτια μου… Οι χαρές, ο πόνος, ο θρήνος, το ξεφάντωμα. Να νιώθεις πως μαζί με τη μελωδία ταξιδεύεις στις πιο μακρινές σου ρίζες… Εκείνες που σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα» (σελ. 218), παραδέχεται ο Λευτέρης Μαντζίκας. Άλλο αξέχαστο περιστατικό είναι και η επίσκεψη στα Μετέωρα, όπου γεννήθηκε η φιγούρα του πραγματικού Ακάκιου που ενέπνευσε το σλόγκαν-σταθμό της βιομηχανίας ΜΙΣΚΟ (η αυθεντική ιστορία είναι εξίσου ενδιαφέρουσα για όποιον θέλει να ψάξει περαιτέρω).
Κατοχή και Εμφύλιος, Δικτατορία και εισβολή στην Κύπρο, Τσερνόμπιλ, όλα έπαιξαν τον ρόλο τους στην πορεία της ζωής του σημαντικού επιχειρηματία. Κι όσο πλησίαζα στο τέλος, με τις απεργίες του 1989, την πώληση της εταιρείας το 1991-1992 μετά από 47 χρόνια επιτυχημένης πορείας, με τις αποφάσεις που στήριξαν οι συνεργάτες της εταιρείας, με το ένστικτό τους που έλεγε να φύγουν τώρα, πριν γιγαντώσει ο ανταγωνισμός, τόσο μεγάλωνε ο κόμπος που ένιωθα, η συγκίνηση που με κυρίευε για τον κύκλο μιας μεγάλης πορείας που αναπόφευκτα έκλεινε. Στο μυθιστόρημα έχουμε ενδιαφέρουσες εναλλαγές: λιτός ρομαντισμός που πηγάζει από τη σχέση με τη Μαρίνα (πόση τρυφερότητα αναβλύζει από τα γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των 178 ημερών του ελληνοϊταλικού πολέμου), αισιοδοξία για τα πρώτα επιχειρηματικά βήματα, φόβος και αγωνία για τον πόλεμο και τις μάχες στο μέτωπο («Η Ήπειρός μας κρατάει γερά. Να το πεις σε όλους», σελ. 115), τρυφερότητα και γλύκα από τις οικογενειακές στιγμές. Κι ο μέγας Ηπειρώτης να είναι πάντα προσγειωμένος, ταπεινός, χωρίς όμως τον φόβο της ρευστότητας των καταστάσεων να τον κυριεύει στις αποφάσεις του, με σύνεση και μέτρο, παρορμητική τόλμη, ένστικτο επιβίωσης και δημιουργικότητα.
Το »Ακάκιε» είναι ένα δυνατό, τρυφερό και γλυκόπικρο μυθιστόρημα για τον επιχειρηματία και το έργο του, για τον άντρα και την οικογένεια που δημιούργησε, μα πάνω απ’ όλα για την ηθική ανταπόδοση όταν έχεις αγάπη, δοτικότητα, ανθρωπιά, σεβασμό, εντιμότητα να σε κατευθύνουν. Το βιβλίο συνοδεύει επιλεγμένο φωτογραφικό υλικό, βιβλιογραφία κι ένα χρονολόγιο της ζωής του Λευτέρη Μαντζίκα.
Ακολουθούν φράσεις ζωής που δείχνουν το μέγεθος και την αξία της προσωπικότητας που ζωντάνεψε με αγάπη και σεβασμό ο Κώστας Κρομμύδας.
«Ένα καρβέλι ψωμί αχνιστό από τον φούρνο είχε αποκτήσει πλέον άλλη αξία, ειδικά για εκείνους που το είχαν στερηθεί» (σελ. 178).
«Το μόνο που μπορεί να πάρει κανείς μαζί του φεύγοντας από τούτο τον κόσμο είναι ένα καλό κοστούμι» (σελ. 335).
«Γιατί δημιουργώντας δεν καθορίζεις μόνο το δικό σου πεπρωμένο, αλλά και των ανθρώπων που στέκονται στο πλάι σου» (σελ. 231-232).
«…τι χαρά μας έδινε ένα φαγητό που ήταν φτιαγμένο απλώς με αλεύρι και νερό» (σελ. 189).
«-Είναι εύκολο να γίνεις πλούσιος παίρνοντας, αλλά δεν θα γίνεις ποτέ πιο φτωχός δίνοντας», είπε ο ηγούμενος της μονής στα Μετέωρα κι αυτό επηρέασε βαθιά τον επιχειρηματία (σελ. 251).
Και τέλος για τις ίσες αποστάσεις που ακολουθούσε στη δημόσια ζωή και για την αποφυγή του να αναμιχθεί με την πολιτική:
«…δεν ήθελα να ενταχθώ σε καμία από τις δύο πλευρές και να έχω απέναντί μου την άλλη. Δεν άντεχα παραπάνω διχασμό και εκμετάλλευση» (σελ. 183).
«Ήταν ίσως η μόνη φορά στη ζωή μου που επέλεξα τη σιωπή. Όχι γιατί φοβόμουν αλλά γιατί κανείς δεν άκουγε τι έλεγες αν δεν ταυτιζόσουν με τα δικά του πιστεύω» (σελ. 194-195).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι