Η κόρη του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, με τον ιδιαίτερο συγγραφικό και ποιητικό λόγο της, αποτυπώνει στο χαρτί αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα που κουβαλάει από τα παιδικά της χρόνια μεγαλώνοντας δίπλα στον «δέσμιο άγριων λύκων» Μίκη Θεοδωράκη. Βιώνει τις στρατιωτικές εφόδους στο σπίτι, τις εκτοπίσεις, τις φυλακίσεις και με το αθώο παιδικό της βλέμμα παρακολουθεί πάντα από εκεί, χαμηλά, τις θεόρατες φιγούρες του πατέρα της και των αμέτρητων φρουρών του, συμμετέχοντας κι η ίδια σ’ έναν αέναο «Χορό αρχαίας τραγωδίας».
Κάποια στιγμή, τον Αύγουστο, σε πήρανε – ήταν 21 Αυγούστου. Ζήσαμε όλοι μαζί μία απίστευτη ιστορία. (Χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες για να περιγράψω όλες τις στιγμές, γιατί θα ήθελα να τις περιγράψω δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο!) Από τη στιγμή που ήρθαν και σου είπε, ενώ ήσουνα μαζί μας στον κήπο φορώντας το σορτς σου, τα σανδάλια σου κι ένα μπλουζάκι, ο χωροφύλακας, περιτριγυρισμένος από πολλούς άλλους χωροφυλάκους, πως πρέπει να σε πάρουν επιτόπου!
Η μαμά έτρεξε φουριόζα να φτιάξει μια βαλίτσα κι εμείς μείναμε κοντά σου, κολλήσαμε πάνω σου και τα
δυο, τραβούσαμε μαζί σου σαν ένας μικρούλης Χορός αρχαίας τραγωδίας…
Κάποια στιγμή μάς απομάκρυναν οι χωροφυλάκοι, αλλά μας άφησαν να παραμείνουμε εκεί κοντά, έως ότου σε βάλουνε μέσα στο αυτοκίνητο. Θυμάμαι, υπήρχε πολλή ανθρώπινη κίνηση γύρω μας˙ ήμασταν μέσα σε μια μόνιμη κίνηση.
Βοή, βουή, βουητό, βούισμα στ’ αυτιά μου. Όλες οι ομιλίες τους βοή, βουή, βουητό, βούισμα, δεν θυμάμαι σαφείς ομιλίες, μόνο βοή, βουή, βουητό, βούισμα… Αλλά τα μάτια μου θυμούνται τα πάντα!
Εκθαμβωτική ανάμνηση!
Πάλι ο Χορός μας πήγαινε μια από δω μια από κει, έως ότου ο Ήρωας τοποθετήθηκε στην τελευταία θέση του, της τελευταίας του Σκηνής: Σ’ έβγαλαν από την είσοδο του κήπου έξω στον δρόμο. Οι μαστόροι ολόγυρα, ολόγυρα κι οι χωροφύλακες. Κι ο Στέλιος.
Ξαφνικά, πριν μπεις εσύ, ορμάει η Μαντουβάλα μέσα στο αυτοκίνητο. Πάει και σφηνώνει στο πίσω τζάμι, απλώνεται, στριμώχνεται. Μουγκρίζει δείχνοντας απειλητικά, με γουρλωμένα κι άγρια μάτια, τα τεράστια κοφτερά δόντια της! Πώς να την αρπάξουν οι έρμοι χωροφυλάκοι; Πλάκα είχε. Παλικάρι η Μαντουβάλα! Αγωνίστρια! Είχε καταλάβει πως θα σ’ έπαιρναν. Νομίζω ότι περισσότερο ένιωθε πως βρισκόσουνα σε κίνδυνο˙ γι’ αυτό προσπαθούσε να αποτρέψει το φευγιό σου. Δύναμη το σκυλί! Κατάφεραν και την τράβηξαν.
Μπήκες μέσα στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησαν αμέσως.
Η Μαντουβάλα έτρεχε ξοπίσω σας με μεγάλη ορμή. Την είδα να στρίβει τρέχοντας μέσα στη διαβολεμένη
σκόνη που σήκωνε το αυτοκίνητο που σε πήρε, και χάθηκε μαζί σας μετά. Μάθαμε πως σας ακολούθησε πολύ μακριά, έως ένα απίστευτο σημείο. Κάποτε, αργότερα, επέστρεψε και μας βρήκε όλους ορφανεμένους…
Και μια βασική λεπτομέρεια: Ο Στέλιος είχε δέσει έγκαιρα τον Λούπο που ήταν ένας πραγματικός λύκος!
Θα τους ξέσκιζε!