Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
01-07-2023 11:22
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά
Φυλακές Ναυπλίου, 1872. Ένας άντρας περιμένει την εκτέλεση της θανατικής του ποινής και τις τελευταίες του μέρες του βάζουν στο κελί έναν συγκρατούμενο. Ανάμεσά τους θα καλλιεργηθεί μια ιδιαίτερη φιλία και μέσα από τις αναπολήσεις των ζωών τους αναβιώνουν τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 και του κινήματος του φιλελληνισμού. Μόνο που η μοίρα δεν έχει πει την τελευταία της λέξη και κάτι θα μπει σύντομα ανάμεσά τους.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Φαίδωνα Κυριακού είναι ένα άκρως ατμοσφαιρικό και προσεκτικά τεκμηριωμένο κείμενο, μεστό, ολοκληρωμένο, άρτιο, γεμάτο χιλιάδες ενδιαφέρουσες ιδέες, πολλά νοήματα, σημαντικά ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας από την εύρεση της Αφροδίτης της Μήλου το 1820 ως τη Σφαγή στο Δήλεσι το 1870 και με άψογη πλοκή, γεμάτη πρωθύστερα, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ανατροπές και μετρημένα καλολογικά στοιχεία. Δύο άντρες ζουν τις τελευταίες τους μέρες πριν την καρατόμησή τους στην γκιλοτίνα, αφηγούνται ο ένας στον άλλον το παρελθόν τους, μοιράζονται λύπες και χαρές, προσδοκίες και προδοσίες. Πότε ο ένας και πότε ο άλλος, άνθρωποι που ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικό μορφωτικό, οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο, ξεδιπλώνουν όσα τους σημάδεψαν και όσα τους κατατρύχουν μέχρι τώρα. Ο 70άρης Πάρις Πρεβώ ξεκίνησε από τη Μήλο («Κι αυτός ήταν όλος κι όλος ο τόπος μου, λίγα σπίτια, μυρωδιά ψαριού και θάλασσα», σελ. 49), ορφανός, μεγάλωσε με τον ψαρά θείο του, οπότε μαθαίνουμε για τους γονείς του, πώς γνωρίστηκαν κλπ. «Η ιστορία μου δεν ξεκίνησε πολύ μακριά από δω, σαν τον σολομό, λίγο πριν το τέλος, είχα γυρίσει στον τόπο που γεννήθηκα» (σελ. 11), λέει χαρακτηριστικά. Ο Γάλλος πατέρας του δεν ήξερε «ρωμαίικα», «πώς αγαπήθηκαν με τη μητέρα του χωρίς να έχουνε μια γλώσσα να μιλήσουν»; Είμαστε σε μια εποχή που οι περιηγητές, παρασυρμένοι από το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, επισκέπτονται την Ελλάδα και διαπιστώνουν πως δεν υπάρχουν κοινά σημεία με αυτό που πίστευαν πως ήταν οι αρχαίοι Έλληνες. Περπατούν σ’ έναν τόπο γεμάτο αγράμματους χωρικούς, αφού η τουρκοκρατία έχει ρημάξει βιος, γράμματα, συμπεριφορές, οπότε «το κλασικό παρελθόν βρισκόταν οριστικά στο παρελθόν» (σελ. 40). Δυστυχώς «Την ώρα που οι Γάλλοι συγκινούνταν απ’ την αρχαία Ελλάδα, στη σύγχρονη Ελλάδα ο κόσμος δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτή» (σελ. 66).
Η μόρφωση του Πάρι, οι οικογενειακές του καταβολές και η ανακάλυψη της Αφροδίτης τον φέρνουν με απροσδόκητο τρόπο στο Παρίσι των αρχών του 19ου αιώνα. Συναρπαστικές και τεκμηριωμένες οι περιγραφές της πόλης, όπου τον παρακολουθούμε στην καθημερινότητά του, τι δουλειά κάνει, πώς τα βγάζει πέρα, τι περιπέτειες ζει, ποια ερωτεύεται κλπ. Με άφθαστη τέχνη στήνεται μπροστά στα μάτια μας μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, όπου ο Σηκουάνας είναι το σημαντικό και μοναδικό εμπορικό μονοπάτι που την τροφοδοτεί με όσα χρειάζεται για να ζήσει. Αστοί και ναυτικοί, λογιοσύνη και μεροκάματο, πλακόστρωτοι δρόμοι και πάρκα, οι πλούσιες οικογένειες στα ισόγεια κι οι πιο φτωχές «στ’ αναθεματισμένα ρετιρέ», πάνω απ’ όλα αυτά όμως κυριαρχεί ο αέρας ελευθερίας που σε κάνει να περπατάς πιο ξένοιαστος ακόμη κι αν δεν έχεις εύκολη ζωή. Ναι, η πρωτεύουσα της Γαλλίας είναι η πόλη των ευκαιριών, όπου «…ενώ πολλοί κατάφερναν να κερδίσουν τα προς το ζην, άλλοι τόσοι αποτύγχαναν» (σελ. 184). Γνωρίζουμε για την ιστορία ίδρυσης του Μουσείου του Λούβρου, για τους όρους της συνθήκης του Τολεντίνο που επέφερε εδαφικές κτήσεις στη Γαλλία και ιταλικά αριστουργήματα τέχνης στο Μουσείο, για τη Γαλλική Επανάσταση μα κυρίως για την περίοδο της Τρομοκρατίας που την ακολούθησε, για τον Ναπολέοντα, για τον Ευγένιο Ντελακρουά που έκανε αίσθηση στο Salon de Paris (την ετήσια έκθεση της Γαλλικής Σχολής Καλών Τεχνών) του 1824 με το έργο του «Η σφαγή της Χίου» («…ένα κουβάρι εξαθλίωσης και τρόμου…η απελπισία έχει ποτίσει τον καμβά κι αναδύεται πέρα κι απ’ αυτόν…», σελ. 142), που υπήρξε το πρώτο βήμα προς την αφύπνιση του κόσμου και προς το κίνημα του φιλελληνισμού (παρόλο που μου έκανε εντύπωση η δεύτερη σκέψη ότι ίσως ο Γάλλος καλλιτέχνης απλώς ικανοποιούσε τη δίψα του για μελαγχολική δόξα, όπως ακριβώς απαιτεί το κίνημα του ρομαντισμού στο οποίο υπαγόταν). Πώς αναπτύχθηκε λοιπόν ο φιλελληνισμός, ποιοι και πώς βοήθησαν, γιατί ένιωσαν οι Γάλλοι κοινούς δεσμούς με αυτόν τον αγώνα, τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη και πολλά άλλα ερωτήματα στήνουν έναν μελετημένο ιστορικό καμβά στο πλαίσιο του οποίου διαδραματίζονται μικρά και μεγάλα γεγονότα του βίου του Πάρι και των ανθρώπων που γνωρίζει και αναπτύσσει δεσμούς μαζί τους. Δεν επαναπαύεται ούτε κρύβεται όμως όταν η πατρίδα του ξεσηκώνεται, αντιθέτως, πρωτοστατεί στις συγκεντρώσεις χρημάτων και αφυπνίζει συνειδήσεις: «Εκεί που ήμουνα δεν είχα ρίζες κι εκεί που ήταν οι ρίζες μου είχε ανάψει φωτιά» (σελ. 130). Την Επανάσταση του 1821 και τις εξελίξεις της τις μαθαίνει από τις εφημερίδες, το μυαλό του και η καρδιά του είναι στην πατρίδα του, αναρωτιέται τι απέγιναν οι δικοί του άνθρωποι, αν συμμετείχαν στον Αγώνα με τα σκάφη τους και ταυτόχρονα με υπέροχο τρόπο περνάνε υποδόρια η πάλη για την ιδεολογία και η ένταση της δύναμης που δίνουν στον άνθρωπο οι ιδέες και το πνεύμα. Κι όλα αυτά είναι μόνο η αρχή μιας πολυκύμαντης ζωής!
Παράλληλα με τον Πάρι γνωρίζουμε και τον Λιανό, που ορφάνεψε στη σφαγή της Χίου, πώς γλύτωσε όμως και πώς κατέληξε στην Ελλάδα και ακόμη χειρότερα στη φυλακή του Παλαμηδιού; Συγκλονιστικές, απάνθρωπες και σκληρές οι περιγραφές της σφαγής στο νησί κι από τότε εξίσου αδυσώπητη είναι και η καθημερινότητα για ένα νεαρό παιδί που πουλήθηκε σκλάβος στην Κωνσταντινούπολη και προσπάθησε να έρθει στην ξεσηκωμένη Ελλάδα κατά τη χειρότερη ίσως περίοδο της Επανάστασης, αυτήν του πρώτου εμφυλίου. Ανθρωποκυνηγητό, κακουχίες, αίμα, πείνα, αγώνας και πολλά άλλα ατσαλώνουν σώμα και ψυχή κι έτσι το κείμενο μας ταξιδεύει πότε στο παρελθόν του Πάρι και πότε στο τώρα, όπου περιμένουμε από μέρα σε μέρα την εκτέλεσή των δύο αντρών. Ο Λιανός έζησε μια εξίσου πλούσια και έντονη ζωή, δεν πρέπει όμως να γράψω περισσότερα γιατί κάποια στιγμή οι ζωές των δύο αντρών τέμνονται αναπάντεχα! Δύο παράλληλες ιστορίες λοιπόν γεμάτες ανατροπές, η μια με τύχη και θέληση και η άλλη με κακουχίες, αναποδιές και σκλαβιά, ξεδιπλώνονται κατά την καθημερινή ζωή της Ελλάδας πριν και μετά την επανάσταση κι όσο απολαμβάνουμε τις καλογραμμένες σκηνές και παρακολουθούμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις δεν παύουμε να αναρωτιόμαστε πώς κατέληξαν αυτοί οι δύο άντρες στη φυλακή.
Σταδιακά γνωρίζουμε και το περιβάλλον μέσα στον οποίο κινούνται οι αφηγητές εν όψει της θανατικής τους εκτέλεσης, με το κείμενο να σχηματίζει ένα αργό μα απολαυστικό fade in από τον περιβάλλοντα χώρο στις προσωπικότητες του Λιανού και του Πάρι. Είμαστε στα τείχη του Παλαμηδίου, σε τόπο υγρό, στενό, γεμάτο ακαθαρσίες και βρωμιές, με το φαγητό να είναι λιγοστό και να μην τρώγεται, με τους φυλακισμένους να έχουν ξεκάθαρες κάστες και να τους χαρακτηρίζει μια θάλασσα από ρούχα: τσαρούχια και φουστανέλες, μαντίλες, φράγκικα ρούχα, σερβέτες, πουκαμίσες και παντελόνια, βράκες και γιλέκα, ντουλαμάδες και κάπες, φλοκάτες και καπέλα. «Κάθε τόπος είχε να επιδείξει κι από έναν τουλάχιστον βαρυποινίτη, άξιο πρεσβευτή, να βρίσκεται σ’ ετούτο το ασφυκτικό κάτεργο φορώντας τα παραδοσιακά του» (σελ. 21). Η αυλή και τα κελιά, το μπουντρούμι και το φυλάκιο είναι τα μέρη του απάνθρωπου αυτού σκηνικού, όπου βαρυποινίτες με σκισμένα χέρια, οι πιο βρώμικοι απ’ όλους, με σιδερένιες μπάλες στα πόδια, βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από τους επιζωήτες (ισοβίτες) και τους πρόσκαιρους ή τους απλώς καταδικασμένους σε ειρκτή. Κι όμως μέσα σε αυτό το περιβάλλον και χάρη στις κουβέντες τους ο Λιανός αρχίζει να ξανασκαλίζει ξύλα και να φτιάχνει αγαλματάκια ενώ ο Πάρις αναπολεί τη ζωή του, ξαναθυμάται τα γεγονότα που τον άλλαξαν και αγωνίζεται να βρει τη γαλήνη που έχασε μετά από μια σειρά τραγικών γεγονότων που τον οδήγησαν στον χαμό και στην απελπισία. «Μεγαλείο είναι ο άνθρωπος, πλούσιο κι αιώνιο. Ένα λιτό μεγαλείο με καθαρές γραμμές» (σελ. 264), μόνο που «…το μυαλό είναι επίμονο μαραφέτι και δεν το κάνεις εύκολα ζάφτι» (σελ. 46).
«Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου» είναι ένα μυθιστόρημα κατ’ ουσίαν ιστορικό, κατά βάση όμως αφιερωμένο στην τέχνη που εξεγείρει, στην τέχνη που ξεσηκώνει, στην τέχνη που προκαλεί: «…η τέχνη είναι αυτό που μας θυμίζει την ουσία μας, γι’ αυτό τη χρειαζόμαστε στα δύσκολα…» (σελ. 263). Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα που γέννησαν μια καινούργια Ελλάδα και εκείνα που έδειξαν στην παρισινή κοινωνία τη σκληρή μεριά του προσώπου της επίπλαστης δημοκρατίας που κατάφερε με τη Γαλλική Επανάσταση, με άψογα σκιαγραφήματα, ενδιαφέρουσες ανατροπές και φρέσκια γραφή πλάθεται μια ιστορία γεμάτη ιδέες και νοήματα γύρω από τη φυλάκιση του ανθρώπου (είτε αυτή είναι πραγματική, όπως στο Παλαμήδι είτε φαντασιακή, όπως σε μια ψυχή που αποζητάει λύτρωση και δεν τη βρίσκει), την αξία της «μπέσας» και της φιλίας, τη δύναμη της συγχώρεσης και της ειλικρίνειας, τον φόβο του θανάτου που είτε σε κάνει τολμηρό είτε σε ρίχνει ψυχολογικά και πολλά άλλα. Άρτιος σχεδιασμός πλοκής, πληθώρα διαχρονικών μηνυμάτων, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και μια ανατριχιαστική τελευταία λέξη είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός βιβλίου που με μάγεψε και με κράτησε ως το τέλος με κομμένη ανάσα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι