Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
21-09-2021 20:49
Υπέρ Ενδιαφέρον, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο
Κατά
Η Σοφία Πετρίδη, που η ζωή της είναι τελματωμένη και κατ’ εκείνη αποτυχημένη, παιδί κλασικής μεσοαστικής οικογένειας, βλέπει ένα προφητικό όνειρο που της δείχνει κάποιους αριθμούς. Μήπως είναι τα νούμερα του Τζόκερ; Σπεύδει λοιπόν και καταθέτει το δελτίο της. Θα κερδίσει; Θα αλλάξει η ζωή της; Θα καταφέρει να φύγει από το ασήμαντο σήμερα και ν’ αγκαλιάσει ένα λαμπερό αύριο; Μήπως όμως δεν είναι αυτό το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει για να είναι ευτυχισμένη;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ρομαντικό, βαθιά κοινωνικό, chick-lit και χιουμοριστικό ταυτόχρονα, με κάθε γνώρισμα να εμφανίζεται ακόμη και στην ίδια παράγραφο! Εκεί δηλαδή που θεωρείς τη Σοφία ρηχή ή απελπισμένη, έρχεται μια «σοβαρή» κίνηση ή σκέψη κι εκεί που πας να την αγκαλιάσεις πετάγεται μια ξεκαρδιστική ατάκα. Κι εκεί που λες, άλλη μια κοπέλα με αδιέξοδα και χωρίς σύντροφο, ωραία περνάμε, για πες, με υποδειγματικό τρόπο επιστρέφουμε στο 1949 και στη ζωή μιας γυναίκας που ζει στα μπουλούκια και μεγαλώνει ένα παιδί. Εξίσου έξυπνος είναι στην αρχή του δεύτερου μέρους ο διαχωρισμός των κεφαλαίων στα νούμερα του Τζόκερ που καταθέτει η Σοφία, ώστε να γνωρίσουμε μέσα από αυτά το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της και να κατανοήσουμε λίγο περισσότερο τη νοοτροπία της και τον χαρακτήρα της! Εναλλαγές από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη γραφή, οικεία περιστατικά από τις δικές μου παιδικές αναμνήσεις εφόσον η Σοφία μεγάλωσε στην Κυψέλη της δεκαετίας του 1980, ειλικρίνεια, αμεσότητα και ζωντάνια είναι μερικά από τα θετικά γνωρίσματα ενός βιβλίου που δεν ήθελα να τελειώσει!
Η Σοφία είναι 38 ετών και προσπαθεί να κρατηθεί από την αισιοδοξία για να μην πέσει σε κατάθλιψη. Αγαπημένο της μότο: «…στο τέλος όλα θα πάνε καλά και αν όχι, τότε δεν είναι το τέλος…» (σελ. 17). Παρ’ όλ’ αυτά δεν παύει να νιώθει πως ο χρόνος κυλάει σα νερό και πως φεύγει η ζωή της μέσα από τα χέρια της. Εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία σε θέση κάτι σαν «παιδί για τις φωτοτυπίες», οι σχέσεις της έχουν όλες αποτύχει, με την καλύτερή της φίλη και συνάδελφο δοκιμάζουν κάθε είδους ενδιαφέροντα και προτάσεις για εξόδους όπου ίσως βρουν τον επόμενο σύντροφο, μόνο που πια έχουν μπει και οι απαιτήσεις στο πρόγραμμα της Σοφίας, ακριβώς γιατί δε βλέπει φως στον ορίζοντα. Από τη μια ζει στην όχθη του «τι σκατά κάνεις μετά το γραφείο» κι από την άλλη νιώθει πως οι οικογενειακές υποχρεώσεις ενός γάμου με παιδιά ίσως είναι κάτι που το θέλει πολύ, μόνο που οι άντρες της ηλικίας της δύσκολα ξεφεύγουν από τον κλοιό: «μπίρες με κολλητούς, πηδάμε ό,τι κάτσει, επιστρέφουμε στο φαΐ της μαμάς». Παρ’ όλ’ αυτά, βλέποντας τις μανάδες να συζητούν όλα αυτά τα χιλιοειπωμένα, αντιπαθεί την γκρίνια τους: «,,,η νοοτροπία τους αυτή θυμίζει πολύ τα ρούχα που απλώνεις στο μπαλκόνι ενώ ξέρεις πως θα βρέξει. Δηλαδή ξέρεις και παρ’ όλ’ αυτά απλώνεις. Δηλαδή απλώνεις για να έχεις κάτι να τρέχεις να προλάβεις σαν τρελή μετά. Δηλαδή για να έχεις κάτι να σε κυνηγάει μέσα στις ώρες σου…» (σελ. 33).
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση της Σοφίας με την ηλικιωμένη γειτόνισσά της γύρω από τους τυχερούς αριθμούς και τις πιθανότητες επιτυχίας που βασίζονται στα νούμερα από τις αναμνήσεις μας. Μέσα σε τρεις σελίδες δόθηκαν στρωτές και όμορφες εξηγήσεις (έστω και υποκειμενικές) για το σύμπαν, την πίστη, την έμπνευση, τις μηχανικές κινήσεις των ανθρώπων που παίζουν συστηματικά Τζόκερ χωρίς ουσιαστική έμπνευση και πολλά άλλα. Συγκινητικές είναι οι αναμνήσεις της Σοφίας από το πατρικό της στην οδό Κεφαλληνίας στην Κυψέλη, όπου γνωρίζονταν οικογενειακώς με τους γείτονες, τους οποίους έδεναν μια κοινή ρουτίνα («…και μετά να σερβίρει το ίδιο φαγητό στα ίδια πιάτα την ίδια πάντα ώρα», σελ. 92) και ίδιες φιλοδοξίες. Ήταν τόσο οικείοι στ’ αυτιά μου οι μονόλογοι της μάνας που είναι παγιδευμένη στην κουζίνα χωρίς διακοπές, χωρίς ελευθερία οικονομικών κινήσεων, οι αναμνήσεις του παιδιού από τα κυριακάτικα τραπέζια, η αγωνία του πατέρα πάνω από τους λογαριασμούς του σπιτιού, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να δακρύσω: «Ξεκινούσε να σφουγγαρίζει τοποθετώντας στο σπίτι τα νοητά φράγματα Μην πατήσετε στο διάδρομο, Μην μπείτε στο μπάνιο…Έτσι, ήταν όλοι όμηροι της τελευταίας τους θέσης, της θέσης Μόλις σφουγγάρισα!, λες και ήθελε να κάνει σαφές και στον πιο βραδύνου το πόσο εγκλωβισμένη ένιωθε η ίδια στα εβδομήντα εκείνα τετραγωνικά του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου στον αριθμό 26 της οδού Κεφαλληνίας» (σελ. 92). Και η χαριστική βολή: «…ξέρει πια πολύ καλά πως οι γονείς της, που έκαναν αιματηρές οικονομίες στα πάντα για να στερηθούν τα περισσότερα, σπατάλησαν τελικά τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια τους αλόγιστα, προσπαθώντας τελικά να αντέξουν ο ένας τον άλλον» (σελ. 94-95). Μόνο στις γιορτές οι αγκαλιές «έβγαιναν από τη ναφθαλίνη»!
Η Σοφία και η αδελφή της, Ελένη, δε μεγάλωσαν σε τοξικό περιβάλλον αλλά σε αυτά τα συνηθισμένα, καθημερινά μεσοαστικά της δεκαετίας του 1980 κυρίως, με αποτέλεσμα η μία να απεύχεται ουσιαστικά τη δημιουργία μιας οικογένειας και η άλλη να παντρευτεί όπως όπως για να φύγει μακριά. Η Ελένη μάλιστα έμεινε έγκυος τον τελευταίο χρόνο του σχολείου κι αποφάσισαν με τον Θανάση να το κρατήσουν. Μέσα από αυτό το «ανενήλικο» ζευγάρι ξεπηδούν όλες οι ελπίδες και τα όνειρα δυο αθώων ψυχών που ετοιμάζονται να πολεμήσουν το σύστημα με τριαντάφυλλα και χάδια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν πως μάχονται με καρφιά κι αγκάθια. Η συγγραφέας αναμιγνύει ιδανικά την παιδικότητα της ηλικίας τους και την αποφασιστικότητα της ψυχής τους για να χωρέσουν «έναν ωκεανό παιδικού έρωτα σε δυο κρεβάτια δανεικά και μετά έχει ο Θεός» (σελ. 112). Η δε ημέρα του γάμου τους είναι γραμμένη με συγγραφική λεπτοβελονιά: «Έτσι που γελάνε δυνατά στο παρά πέντε του γάμου τους και στο και πέντε μιας εφηβείας που χάθηκε πρόωρα πάνω στην τρέλα μιας στιγμής» (σελ. 122).
Η Σοφία είναι από τα παιδιά μιας οικογένειας που, αν αποτύχουν, αναζητούν: «Την ανάγκη να νοθεύσει τις παιδικές της προσδοκίες ώστε αυτές να πάψουν να βαραίνουν κ άλλο στις αποσκευές της. Ώστε να πάψουν να στοιχειώνουν το μέλλον της» (σελ. 104). Το σχολείο της, το 39ο Γυμνάσιο Αθηνών στην Κυψέλη, οι εφηβικές της αναμνήσεις, τα καρδιοχτύπια, οι καθηγητές που σε πιάνουν αδιάβαστο ζωντανεύουν εξίσου παραστατικά κι ήταν σα να έφερνε στο σήμερα δικές μου αναμνήσεις και στιγμιότυπα, όχι λόγω της Κυψέλης όπου μεγάλωσα όπως προανέφερα αλλά λόγω της «γλυκιάς κοινοτοπίας» που όλοι αναμασούμε όταν βολτάρει ο νους στα σχολικά μας χρόνια, απλά λίγοι συγγραφείς καταφέρνουν να το αναπαραστήσουν τόσο σωστά και ρεαλιστικά. Έτσι καταγράφονται και τα όνειρα των γονιών που τα φορτώνουν στα παιδιά τους τάχα μου «για το καλό τους»: «Δύο πράγματα κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Τα οικογενειακά κειμήλια και τα απωθημένα. Φτάνουν στα χέρια σου και δεν ξέρεις τις περισσότερες φορές τι ακριβώς να τα κάνεις» (σελ. 151). Έτσι ασφυκτικά μεταφέρονται τα σχέδια των γονιών για μια σχολή στη Σοφία που ακολουθεί τα δικά της σχέδια, καταρρακώνοντάς τους (κυρίως τον πατέρα). Κι όλα αυτά δοσμένα με μετρημένη λογοτεχνικότητα και περιορισμένες μεταφορές και παρομοιώσεις: «Αυτός ο ήλιος μέχρι να δύσει σήμερα θα έχει μαζέψει σε κουβάδες τον ιδρώτα όλου του κόσμου» (σελ. 161). Και αργότερα: «Αμέσως μετά άφησε την τελευταία του πνοή να βγει από το σώμα του όπως ένα παιδάκι αφήνει προσεκτικά το μπαλόνι του να πάει ψηλά στον ουρανό» (σελ. 207).
Και το τρίτο μέρος… Αχ, αυτό το τρίτο μέρος… όπου παράλληλα με τη μεγάλη ανατροπή γνωρίζουμε και τους «κομπάρσους» της ιστορίας, ακόμη και τη γιαγιά Σοφία ανάμεσα στα μπουλούκια που γυρίζουν την Ελλάδα του 1949 και την Αθήνα που παραμένει ένα μεγάλο χωριό πρόθυμο για κουτσομπολιό, κάνοντας τον βίο της αβίωτο ώσπου να μεγαλώσει την κόρη της, που όμως τελικά είναι όλοι τους απαραίτητοι για τον ιστό της πλοκής. Ο απολογισμός μιας μάνας: «Θα ήθελε να είχε μπορέσει να του δώσει όλο το θάρρος του κόσμου αλλά δεν τα κατάφερε. Στάθηκε δίπλα του και τον τύλιξε μέσα στις φτερούγες της για να τον προστατέψει από τα πάντα αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον αφήσει εκτεθειμένο στις αδυναμίες του» (σελ. 201). Ο καθωσπρεπισμός της αριστοκρατικής κοινωνίας: «Εκείνες όμως είχαν μάθει να μη θέλουν να επιλέξουν. Τις είχαν μάθει οι μανάδες τους έτσι. Τις είχαν μεγαλώσει μέσα στις φυλακές που μεγάλωσαν και οι ίδιες. Τους είχαν αφαιρέσει όσα δικαιώματα είχαν στερηθεί κάποτε κι εκείνες. Σαν να ανυπομονούσαν να τις εκδικηθούν με τη δική τους τιμωρία» (σελ. 219). Και πολλές άλλες αναφορές μεταμορφώνουν το κείμενο, το οδηγούν σε εντελώς αναπάντεχα μονοπάτια, σε σημείο που και να έχει γίνει η κλήρωση δε με ένοιαζε, γιατί ήθελα να δω πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα και πώς θα αλλάξουν οι ζωές των χαρακτήρων με ή χωρίς επιτυχία στο Τζόκερ. Παραδέχομαι, χωρίς ίχνος έπαρσης, πως μάντεψα από νωρίς τη μεγάλη ανατροπή κι ευτυχώς, γιατί έτσι μπόρεσα να απολαύσω λέξη προς λέξη όλο τον ιστό που έστησε η συγγραφέας γύρω από τις ηρωίδες (κυρίως), να παρατηρήσω με ποιες λέξεις και με ποια σειρά φέρνει τον αναγνώστη στη μεγάλη αποκάλυψη και πόσο εύστοχα και υποδειγματικά ανατρέπει τα ως τότε κείμενα και δεδομένα της πλοκής.
Δυστυχώς όλα αυτά τα θετικότατα χαρακτηριστικά γνωρίσματα άρχισαν σιγά σιγά να υποχωρούν μπροστά σ’ ένα εκτενές σουρεαλιστικό σκηνικό που ουσιαστικά ολοκλήρωνε την καταγραφή του ψυχισμού συγκεκριμένων χαρακτήρων, αφήνοντας ανοιχτές κάποιες επιμέρους υπο-πλοκές που θα ήθελα να μάθω τι συνέβη και σ’ αυτές, όπως επίσης θα προτιμούσα λιγότερη σε έκταση την ανωτέρω σκηνή λίγες σελίδες πριν το τέλος ενός ονείρου που φέρνει στο προσκήνιο μια ψυχή διψασμένη να μιλήσει. Ήταν τόσο ενδιαφέροντα όλα τα περιστατικά, τόσο ζωντανοί και απαραίτητοι στο σύνολο της ιστορίας όλοι οι χαρακτήρες που θεώρησα εκκρεμές, για να μην πω ημιτελές, το μυθιστόρημα, αφού έμειναν κάποιοι απ’ έξω και δεν είδα πώς συνέχισαν τις ζωές τους, αν οι ανατροπές και οι εκπλήξεις τούς άλλαξαν ή τους άφησαν ανεπηρέαστους.
«Το Τζόκερ» είναι ένα μυθιστόρημα με την ατμόσφαιρα της Φωτεινής Ναούμ, το βλέμμα της Αλκυόνης Παπαδάκη και τις αναμνήσεις του Γιάννη Ξανθούλη. Είναι αφιερωμένο στις συμπτώσεις, στις πρωτοβουλίες, στα χαμένα όνειρα, στις προσδοκίες που διαψεύδονται μέσα από ποικίλες αλληλεπιδράσεις μοίρας και οικογένειας, όχι αυτής που σχηματίζεται από τα κοινωνικά πρέπει: «…οικογένεια είναι όποιος μπορεί, όποιος θέλει μέσα από την ψυχή του, όποιος πάλεψε για να μη μείνει από λάστιχο η μεγαλύτερή σου λαχτάρα… οικογένεια δεν είναι πάντα το αίμα σου…» (σελ. 377).» Κι αν σου κάτσει», όπως λέει η σχετική διαφήμιση του τυχερού παιχνιδιού, απλά δε σε νοιάζει, γιατί το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί την κλήρωση ως αφετηρία για πρωτότυπες αλληλεπιδράσεις και βαθιά κοινωνικά μηνύματα, η γραφή αναδίδει φρεσκάδα, η πλοκή έχει έναν άψογο χειρισμό, τα γεγονότα έρχονται στην επιφάνεια με έξυπνο τρόπο και ο καμβάς πάνω στον οποίο δρουν οι ήρωες του βιβλίου είναι ευρηματικός και αληθοφανής.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι