Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
20-08-2023 22:42
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο
Κατά
Ένα παιδί εξαφανίζεται από ένα χωριό κοντά στα σύνορα κι αυτό θα είναι η αρχή μιας σειράς αποκαλύψεων για τα όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών. Είναι νεκρό ή ζωντανό; Το απήγαγαν, το σκότωσαν ή το έφαγαν οι λύκοι; Φταίει ο πατέρας που το πήρε για κυνήγι; Φταίει η όρεξη του μικρού για σκανταλιές; Πώς δέχτηκαν τα νέα οι επίσημες αρχές και οι υπόλοιποι κάτοικοι; Τι συμβαίνει στην απέναντι μεριά των συνόρων και τι ετοιμάζεται ως μέτρο αντεκδίκησης για κάτι που έγινε πιο παλιά;
Ο Βαγγέλης Μπέκας σε αυτό το συγκλονιστικό και άκρως ανατρεπτικό μυθιστόρημα φωτογραφίζει με άφθαστο ρεαλισμό την αδελφική, τη μητρική, την ερωτική αγάπη και ως ποιο σημείο μπορεί να φτάσει κάποιος για να καλύψει αυτόν για τον οποίο νοιάζεται, τις ενδοοικογενειακές συνέπειες από την εξαφάνιση ενός παιδιού, τη σκοτεινή πλευρά όσων έκαναν περιουσία με απάτες και εγκλήματα αλλά ένα χωριό πίνει νερό στ’ όνομά τους και τη σκληρή, σκοτεινή νύχτα που έχει τους δικούς της κανόνες. Πρόκειται για μια καλοσχεδιασμένη ιστορία με ενδιαφέροντες και ολοκληρωμένους χαρακτήρες γεμάτη ερωτήματα που απαντώνται μόνο όταν πρέπει και με αγωνία που κορυφώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, όχι μόνο για την τύχη του παιδιού αλλά και για το τέλος των ηρώων που μπλέκουν εκόντες άκοντες σ’ ένα γαϊτανάκι εξελίξεων που δείχνουν παράλληλες ή άσχετες μεταξύ τους, δένονται όμως κάποια στιγμή με αξιοθαύμαστο τρόπο, οδηγώντας το μυθιστόρημα σ’ ένα δυνατό, αν και ίσως λίγο βιαστικό και με εκκρεμότητες, φινάλε.
Ο Νίκος Ντούσκας πηγαίνει με τον επτάχρονο γιο του, Γιώργο, για κυνήγι παρά το κακό προαίσθημα που έχουν κι αυτός κι η γυναίκα του, Μάγδα, ότι κάτι θα συμβεί. Παρ’ όλο που δε συμπαθεί τα όπλα, το υπόσχεται στο παιδί του να ψάξουν για θήραμα: «Γιατί έτσι κάνουν οι άντρες στα μέρη μας, γιατί έτσι πρέπει. Κι αν κάνεις ένα βήμα πίσω, θα κάνεις πολλά» (σελ. 26), τι μυστικά όμως κρύβει από τη γυναίκα του και σε τι κίνδυνο θα τον βάλουν αυτά; Έχει σχέση το παρελθόν του με την εξαφάνιση του παιδιού; «Άσπρο εγώ, μαύρο η Μάγδα. Κι ο μικρός μεγαλώνει κάπου στο γκρι» (σελ. 54), έτσι περιγράφονται οι σχέσεις του ζευγαριού. Ο συγγραφέας έχει φτιάξει σωστά τα ψυχογραφήματα των γονιών που χάνουν το παιδί τους και τους συμπαραστέκεται, καταγράφοντας τη στάση τους μεταξύ τους από κει και πέρα, πώς αντιδρούν (το σοκ που υπέστησαν δικαιολογεί κάποιες πράξεις που ίσως φανούν ανεδαφικές), πόσο συχνά καταφεύγουν στο δωμάτιο του παιδιού τους για τις τελευταίες αναμνήσεις μαζί του, πώς αναθυμούνται τα τελευταία γεγονότα, πόσο μετανιώνουν που έκαναν ό,τι έκαναν αλλά είναι αργά να γυρίσει ο χρόνο πίσω, πώς προσπαθούν να στηρίξουν ο ένας τον άλλον κλπ. «Εμείς ξοφλήσαμε. Αν δεν είναι τα παιδιά το μέλλον, τότε τι» (σελ. 305); Ο Νίκος, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φέρνει στο φως νέα στοιχεία εις βάρος του ενώ ταυτόχρονα απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο που τον παρακολουθεί: «Κι αφού στα πω και ξαλαφρώσω, σκέψου καλά και μετά κάνε ό,τι θέλεις» (σελ. 13). Λέξεις-κλειδιά ξεπετάγονται σποραδικά και προσδιορίζουν τον χώρο και τον χρόνο αλλά το παζλ ολοκληρώνεται αργά.
Έχουμε επίσης τον αδερφό του Νίκου, Δημήτρη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε αλλά παρέμεινε εκεί ως τώρα, εκμεταλλευόμενος την εμφάνισή του για να γοητεύει τις γυναίκες. Ξεκίνησε ως μπάρμαν στα Λαδάδικα κι έφτασε να έχει δικό του μαγαζί, σύντομα όμως βρέθηκε να χρωστάει σε τοκογλύφους κι έρχεται για να ζητήσει βοήθεια από τον ξάδερφό του και πρόεδρο του χωριού. Πίσω του αφήνει τη γυναίκα του, Άρτεμη, η οποία έχει κι εκείνη τη δική της ιστορία να αφηγηθεί, μιας και απειλητικά γράμματα και απρόσμενες επισκέψεις από αυτούς που κυνηγούν τον άντρα της την πανικοβάλλουν και η συνέχεια θα είναι εντελώς απρόβλεπτη. Γνωρίζουμε και τον πρόεδρο της κοινότητας των 400 κατοίκων του Αϊ-Γιώργη που έχει αποκτήσει σημαντική περιουσία, στάνες, χωράφια κλπ. χάρη στις βρώμικες δουλειές που έχει ανοίξει και τις πολύτιμες γνωριμίες του. Ο αδερφός του, ο τρελο-Πάνος, είναι λειψός στο μυαλό και φαφούτης αλλά έχει χρυσή καρδιά. Από την άλλη μεριά των συνόρων, στο κοντινό μουσουλμανικό χωριό, ζουν ο Ισμαήλ Μπετσάι και ο Ερίμ, οι οποίοι παρακολουθούν το σπίτι μιας νέας και όμορφης κοπέλας που ζει μόνη. Τι έχει συμβεί μεταξύ του Ερίμ και της Σιμπέλ; Ποιος είναι ο μουλάς που έρχεται στην περιοχή, τι αποζητάει και γιατί δεν τον καλοδέχεται ο πατέρας του Ισμαήλ, που αγωνίζεται να πείσει τον γιο του να μείνει μακριά του; Όλοι αυτοί αλλά και δευτερεύοντες ήρωες, ο καθένας παρ’ όλ’ αυτά με σημαντικό ρόλο στην ιστορία, όλοι τους δυνάμει ύποπτοι, γειτνιάζουν πολύ κοντά στα σύνορα.
Δυνατές, έξυπνες ιστορίες που συνδέονται διαδοχικά μέσα από κεφάλαια που μας πηγαίνουν πότε στη ζωή του ενός και πότε στου άλλου, με τον αφηγηματικό αόριστο να εναλλάσσεται συχνά με τον ενεστώτα διαρκείας ακόμη και στο ίδιο κεφάλαιο, κάτι που δίνει ένταση και γρήγορο ρυθμό και με την τριτοπρόσωπη αφήγηση «των Άλλων» να δίνει τη θέση της στην πρωτοπρόσωπη του Νίκου. Η λυρικότητα της γραφής είναι αξιοπρόσεκτη, μιας και στήνει το κατάλληλο φόντο για την εξέλιξη της ιστορίας. Ομίχλη, βροχή και καταιγίδες, κρύο, συγκροτούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και η γραφή αφήνει χώρο στη φύση να δείξει την παντοδυναμία της. Σημειωτέον ότι κάποια στιγμή το χωριό απομονώνεται λόγω πτώσης της γέφυρας και όλες οι επικοινωνίες και το ρεύμα κόβονται λόγω της καταιγίδας, οπότε ο κλοιός σφίγγει ακόμη περισσότερο! Κάποιες σκηνές ίσως έπρεπε να παραλειφθούν, κάποιες εξελίξεις ίσως χρειάζονταν μεγαλύτερη προσοχή στον χειρισμό, αυτό όμως που με στενοχώρησε αφάνταστα γιατί είχα παρασυρθεί από τη δίνη των γεγονότων και από την αληθοφάνεια των χαρακτήρων ήταν η τελευταία πράξη του Νίκου που ξεσκέπασε ένα καλά κρυμμένο μυστικό, στο οποίο όμως προσκολλήθηκε κι έτσι ένιωσα πως δεν άξιζε όλο αυτό στη Μάγδα, στη σύζυγό του. Γιατί έκανε αυτήν την επιλογή και γιατί δε μάθαμε πώς αντέδρασε η γυναίκα αυτή; Από ένα σημείο λοιπόν και μάλιστα ένιωσα πως όλη αυτή η υπέροχη πλοκή τυλίχτηκε βιαστικά σ’ ένα ανισοβαρές τέλος που από τη μια ανακούφισε κι από την άλλη με προβλημάτισε γιατί αφαίρεσε κομάτι της συνολικής μαγείας.
«Ο γιος μας» είναι ένα μυθιστόρημα για τη διαρκή πάλη ανάμεσα στα λάθη που καραδοκούν και στην ιδιοσυγκρασία κάποιου που τα επαναλαμβάνει ή τα αποφεύγει, με τις αντίστοιχες φυσικά συνέπειες ανάμεσα σ’ εκείνον και τους γύρω του. Διαρκή δίπολα αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον, μιας και ταπεινοί, προσγειωμένοι πρωταγωνιστές από τη μια (συνήθως οι γονείς), ευχαριστημένοι με αυτό το λίγο που τους δίνει το χωράφι, το ζώο, ο Θεός ο ίδιος διαρκώς τσακώνονται και διαφωνούν με τα παιδιά που μεγάλωσαν με νουθεσίες και σκληρή ζωή αλλά με την πρώτη ανάσα καλοπέρασης έχουν πάρει αέρα τα μυαλά τους. Κάποιοι προσγειώθηκαν, κάποιοι παλεύουν με ανεμόμυλους φυτοζωώντας κι άλλοι παίρνουν τον στραβό δρόμο. Για όλους όμως θα έρθει η κάθαρση και η λύση, όλοι θα βιώσουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Και το παιδί τελικά θα βρεθεί ή όχι; Τι συνέβη τη νύχτα που εξαφανίστηκε; «..ένα τίποτα είμαστε οι άνθρωποι. Ένα τίποτα. Και το ξεχνάμε. Μέχρι να συμβεί το κακό» (σελ. 67).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι