Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
27-06-2020 12:26
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο
Κατά
Η Έμμα Ραζή είναι διάσημη γυμνάστρια με χιλιάδες followers στο Instagram αλλά στην προσωπική της ζωή είναι θύμα καθημερινής κακοποίησης από τον σύντροφό της. Όταν ένα λάθος ρίξει τη δημοτικότητά της, είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να κερδίσει ξανά τους ακόλουθούς της. Είναι, όμως; Η Φανή Πέτρου έχει μια εκπομπή στο youtube μέσω της οποίας δίνει συμβουλές για μωρά και παιδιά. Είναι η ιδανική μητέρα, η καλύτερη φίλη, ένα πρότυπο, μόνο που η έφηβη κόρη της ακολουθεί δικά της, σκιερά μονοπάτια. Η Χριστίνα Πέτρου γνωρίζει έναν άντρα μέσω facebook που είναι ιδανικός: την ακούει, τη συμβουλεύει, τη σέβεται, δεν γκρινιάζει, τη θέλει γι’ αυτό που είναι. Θα συναντηθούν; Θα γίνει το όνειρό της πραγματικότητα; Ή μήπως όλο αυτό δεν είναι παρά ένας καλοστημένος εφιάλτης;
Η Χριστίνα Βαρδάκη επιστρέφει με άλλο ένα ηχηρό λογοτεχνικό χαστούκι, χαρίζοντας αγωνία, ένταση, φόβο και τύψεις στους αναγνώστες της. Μπαίνει στα σπίτια μας και αφαιρεί με νυστέρι την ταπετσαρία των ψεμάτων που συγκροτούν τον καθωσπρεπισμό των οικογενειών που ζουν δίπλα μας, που συναντάμε στον δρόμο, που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Τρεις γυναίκες που οι πορείες τους διασταυρώνονται στη ζωή, τρεις κραυγές αγωνίας που μπαίνουν άθελά τους σε μονόδρομους χωρίς έξοδο πρωταγωνιστούν σ’ ένα ρεαλιστικό κείμενο με κοφτούς καθημερινούς διαλόγους, ταχύτητα και εκπλήξεις. Κινηματογραφική γραφή, άφθαστος ρεαλισμός, απανωτές εναλλαγές σε κρίσιμα σημεία είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που με έδεσαν με το μυθιστόρημα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα αν πρώτα δεν το τελείωνα. Εφηβεία και διαδίκτυο, ψυχολογική και σωματική κακοποίηση, πάθος και ανάγκη για δημοσιότητα, μοναξιά και πολλά άλλα θέματα καταγράφονται στο μυθιστόρημα με τέτοιο τρόπο που η πλοκή κλιμακώνεται σταδιακά και η αγωνία περνάει απ’ όλα τα χρώματα πριν καταλήξει στο κόκκινο του κινδύνου! Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο αποδομείται όλη αυτή η ψεύτικη κουλτούρα που έχουν καλλιεργήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ η τιμωρία έρχεται με έναν τρόπο που θα μπορούσε να συμβεί (και δυστυχώς ήδη συμβαίνει) στα παιδιά μας και σε μας τους ίδιους.
Η συγγραφέας μπαίνει για τα καλά στο πετσί της κακοποιημένης γυναίκας και καταγράφει με ένταση και αληθοφάνεια κάθε πόντο του τρόμου, της οδύνης και της μοναξιάς που βιώνουν αυτά τα πλάσματα. «Δε μας ήθελε εμάς η αγάπη. Απ’ όλη τη θάλασσα, μόνο το κύμα φύλαξε για μας, κι ένα μάτσο βράχια. Όχι… ποτέ δε μας ήθελε η αγάπη» (σελ. 388). Τύψεις κι ενοχές, αβάσταχτη σιωπή, νευρικές κινήσεις, τα χέρια στο κεφάλι με κάθε απότομο νεύμα (είναι χάδι ή χτύπημα; ) που κάποια στιγμή ρίχνουν τον πορσελάνινο εαυτό της Έμμας στο κενό και τα κομμάτια ξανακολλάνε σε μια προσωπικότητα δυναμική, απαιτητική, παρορμητική και γι’ αυτό επικίνδυνη. «Όλες μου οι σχέσεις είχαν την αγωνία μιας ακατανόητης ενοχής» (σελ. 33), λοιδωρεί τον εαυτό της, «Τα όσα υπέφερα δε με δυνάμωσαν, τα όσα υπέφερα με έστρεψαν εναντίον μου» (σελ. 59). Είναι η πιο πολυδιάστατη προσωπικότητα του μυθιστορήματος που κινείται όμως με μια κοινή αφετηρία: την ψεύτικη εικόνα (η ίδια θύμα κακοποίησης αλλά είναι χαμογελαστή και λαμπερή, τα προϊόντα της υπόσχονται απώλεια βάρους αλλά έχουν παρενέργειες). Δεν είναι αδίστακτη, νιώθει τύψεις, σύμφωνα όμως με τον σύντροφό της: «Ζούμε στη χώρα με την πιο βραχυπρόθεσμη μνήμη» (σελ. 103). Αυτός είναι και ο άνθρωπος που εκμεταλλεύεται την εικόνα της για να βγάλουν λεφτά, παρατηρεί την κοινή γνώμη, σχεδιάζει το επόμενα βήμα που θα φέρει likes, χορηγούς, φήμη, λεφτά! Η Έμμα δεν έχει πραγματικούς φίλους, ενδιαφέροντα, κύκλο γνωριμιών, μόνο το Instagram: «Ήταν όμορφες οι φίλες μου, τέλεια δομημένες με φωτεινά pixels. Τοποθετημένες πάντα σωστά, σε χαρούμενη πόζα. Βαλμένες σε ωραία χρωματικά φόντα και θαυματουργά φίλτρα» (σελ. 194). Μόνη της παρηγοριά κι ελπίδα το κουτάβι Άλμπι, με τον οποίο δεν παύει στιγμή να παραλληλίζεται. Και στο τέλος: «Όλα αυτά που ονομάζουμε αποφάσεις με το μικροσκοπικό μυαλουδάκι μας, σ’ αυτήν την τεράστια τσιχλόφουσκα που ονομάζουμε ζωή, δεν είναι αποφάσεις. Επιλογές είναι. Η απόφαση έχει άλλο βάρος» (σελ. 379).
Η Φανή Πέτρου, μια απλή ταμίας σε σουπερμάρκετ, είναι youtuber και μητέρα 4χρονων διδύμων και της έφηβης Χριστίνας. Τα μωρά απομυζούν την ενέργειά της και η κόρη της δεν τη βοηθάει, κλεισμένη στον εαυτό της και στο facebook. «Η χρήση του διαδικτύου τα ξυπνάει μια ώρα αρχύτερα. Μεγαλώνουν γρηγορότερα, πονηρεύονται σε μικρότερη ηλικία. Χάνουν υπερβολικά νωρίς την αθωότητα και την παιδική τους αφέλεια» (σελ. 27). Γκρίνια, φαγωμάρα και θυμός, πόσος θυμός εκατέρωθεν! Πόσες φορές έχει αναλογιστεί αυτήν τη σχέση με την κόρη της, ποια τα λάθη της, ποιος ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης; «Να τη δω μόνο για μια στιγμή πίσω από τα λόγια που ανταλλάσσουμε, πίσω από τους ρόλους που μας έβαλαν να παίξουμε. Θέλω να τη δω χωρίς το φίλτρο της αγάπης, χωρίς το πρίσμα της επιθυμίας μου να αντικρίζω εκείνο που θέλω εγώ. Θέλω να μπορέσω να τη δω αρετουσάριστη, αμόλυντη από τα κουρασμένα μου συμπεράσματα» (σελ. 42). H ρουτίνα της νοικοκυράς και μαμάς την οδηγεί σε σιωπηλές κραυγές: «Εκβίασα το χρόνο, καταλαβαίνεις; Τον τράβηξα από τα μαλλιά, τον ξεχείλωσα! Ακούει κανείς; Καταλαβαίνει κανείς;… Τρία παιδιά, τρία παιδιά κι ένας σύζυγος κι όμως… δεν απαντά κανείς» (σελ. 55). Αυτήν τη γυναίκα ήθελα να τη δείρω, την ίδια στιγμή που ήθελα και να την αγκαλιάσω. Επιτυχημένη συμβουλάτωρ άλλων μαμάδων και η ίδια να μην κάνει τα σωστά βήματα για να προσεγγίσει την κόρη της. Όχι από αδιαφορία ή βαρεμάρα αλλά από κούραση. Κι αυτό της το συγχωρώ. Η ζωή της είναι η κλασική μιας γυναίκας-πολυμηχάνημα που όνειρό της είναι κάποια στιγμή να βγει από την πρίζα. «Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να δημιουργούμε ρουτίνες. Οικεία πρόσωπα, επαναλαμβανόμενες εικόνες και μονότονα μοτίβα δημιουργούν μέσα μας τη ζεστασιά μιας φωλιάς, μιας οικείας μήτρας» (σελ. 164). Πόσο δίκιο όμως να της δώσει κάποιος όταν ο χρόνος πιέζει και η εφηβεία είναι μια χύτρα που θα σκάσει στα μούτρα σου αν δεν προσέχεις τη φωτιά που σιγοκαίει; Ο δε σύζυγος ωσεί απών, με δικαιολογία την κούραση της δουλειάς και δυστυχώς το ακόμη κλασικότερο πρότυπο άντρα-πατέρα που όλα τα περιμένει από τη σύζυγο. «Μάλλον θα ήμουν πολύ βιαστική και απασχολημένη για να το παρατηρήσω τότε και ίσως στην πορεία να το συνήθισα πριν καν το αντιληφθώ» (σελ. 136). Δεν έχει χρόνο (ή δε βρίσκει) για να συζητήσουν, να ανοιχτούν, να έρθουν σε επαφή, προτιμά να τη στείλει σε ψυχολόγο (φυσικά πανάκριβο). Πόσες φορές δάκρυσα όταν η αφηγηματική ροή έφερνε τις σκηνές τους σε παραλληλισμό κι όταν η μαμά έδινε πετυχημένες συμβουλές η κόρη έστελνε γυμνές φωτογραφίες στο ίνδαλμά της ή δεχόταν εκφοβισμό από συμμαθητές, πράγματα για τα οποία δε μίλησε ποτέ σε κανέναν. Και τότε…
Η έφηβη Χριστίνα Πέτρου μιλάει στο facebook μ’ έναν τύπο που φέρεται με κατανόηση, υπομονή και φυσικά έντονο ερωτισμό, ακριβώς αυτό δηλαδή που θέλει να γνωρίσει και να ζήσει τη ζωή της μαζί του. Φυσικά κάνει όλα τα αναμενόμενα λάθη μιας τέτοιας επικοινωνίας! «Είναι δύσκολο να είσαι κορίτσι. Είναι δύσκολο να είσαι δεκαπέντε. Θες να καταλάβεις, μα είσαι μπερδεμένη. Θες να παίξεις, μα είσαι μεγάλη γι’ αυτό. Θες να νιώσεις, μα είσαι μικρή. Δε χωράς πουθενά» (σελ. 61). Θυμός από το πρωί ως το βράδυ, σταδιακή αδιαφορία για τα μαθήματα, κλασικές κοπάνες, φιλίες που τινάζονται στον αέρα, μυστικά… Οι σκέψεις της είναι ανατριχιαστικά ωμές, όσο κι αν τις ντύνει η συγγραφέας με λυρισμό: «Θέλω να χωθώ εκεί μέσα, να μπορέσω να κρυφτώ απ’ όλους. Να γίνω μια μικροσκοπική παράγραφος, δυο προτάσεις που δε θα θελήσει να διαβάσει ποτέ κανείς» (σελ. 211). Δε γίνεται να μη δακρύσεις όταν διαβάζεις τα αισθήματά της πριν και μετά από ένα σημείο-καμπή, πόσο εύκολα αποχαιρετά την καθαυτή ζωή τώρα που αναγκάζεται να βιώνει κάτι που δε θέλει, με πόση πρόωρη ωριμότητα αποχαιρετά κάθε παιδική ασφάλεια. Τα λόγια της πονάνε και δείχνουν τη σύνεση ενός μεγαλύτερου ηλικιακά ανθρώπου, όχι την (όσο γίνεται) ανέμελη ρουτίνα της εφηβικής της καθημερινότητας. «Ο εαυτός μου αδειάζει, ξεφουσκώνει σαν τη ροζ τσιχλόφουσκα που κάποτε, θυμάμαι, αγαπούσα» (σελ. 274).
Αυτές οι γυναίκες ζωντανεύουν μέσα από τις δικές τους πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που αρχικά μπερδεύουν, σύντομα όμως τα πρόσωπα παίρνει το καθένα τη θέση του κι ο αναγνώστης βυθίζεται στον κολλώδη και αρωματικό κόσμο της τσιχλόφουσκας. Οι ζωές τέμνονται με ευρηματικούς τρόπους και δημιουργούν μια εικόνα γεμάτη μωβ και άλλα σκούρα χρώματα. Κάθε εκτενές κεφάλαιο ανοίγει με δύο διαφορετικές τοποθεσίες πριν προχωρήσει στην καθαυτή αφήγηση, τις φυλακές Ελεώνα και το Αστυνομικό Μέγαρο, όπου διαδραματίζονται εξίσου τραγικές σκηνές σε μελλοντικό των γεγονότων χρόνο, μόνο που καταγράφονται ελλειπτικά και με υπονοούμενα, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αναρωτιέται ποιος από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι στη θέση των συνομιλητών και τι μπορεί να συνέβη για να φτάσουμε ως εδώ. Δεν είναι δηλαδή μόνο η κλιμακούμενη ένταση της πλοκής αλλά και το μυστήριο που περιβάλλει τα αρχικά κομμάτια του παζλ κι έτσι κανείς δεν μπορεί να διαβάσει την «Τσιχλόφουσκα» καθιστός.
Η συγγραφέας φωνάζει, τονίζει πως ο εχθρός είναι μέσα μας, όχι γύρω μας: «Είναι απίστευτο το πόσο εύκολο είναι να καταλάβεις τους ανθρώπους όταν δεν τους γνωρίζεις. Όταν για σένα είναι απλώς ξένοι. Ένα βλέμμα, μια έκφραση, δυο σφιγμένοι ώμοι. Οι ξένοι μιλάνε…ναι, μιλάνε. Οι δικοί μας άνθρωποι, όμως; Πόσο δύσκολο είναι τελικά να καταλάβεις τους δικούς σου ανθρώπους; Οι πολλές συζητήσεις μάλλον μας μπερδεύουν. Μάθαμε να ακούμε τα στόματα και όχι τις ψυχές… Φταίει και η αγάπη. Η αγάπη θολώνει την κρίση μας. Η αγάπη συγχωρεί, η αγάπη αθωώνει. Η αγάπη λαθεύει» (σελ. 42). Πρέπει να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στη ρουτίνα, την έλλειψη χρόνου, την αδιαφορία και τη βαρεμάρα και να κοιτάξουμε πλάι μας, τον άντρα, τα παιδιά, την ίδια μας τη ζωή. Όλοι πέφτουν σε παγίδες, πρέπει όμως να είμαστε σε διαρκή συναγερμό για να προσέχουμε να τις αποφύγουμε ή να μην τραυματιστούμε σοβαρά αν πέσουμε μέσα. Γιατί ο εχθρός καραδοκεί και αν σκάσει η πρώτη ραγάδα τίποτα δε θα είναι το ίδιο.
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι μια πραγματική αποκάλυψη που δείχνει το ταλέντο της συγγραφέως να ψάχνει για ιδιαίτερες ιστορίες και ταυτόχρονα να τις ζωντανεύει με πρωτοτυπία και φρεσκάδα. Ό,τι μου έκανε εντύπωση κατά την ανάγνωση ως προς την ασυμβατότητα κάποιων πράξεων από κάποιους χαρακτήρες διευκρινίζεται στις τελευταίες σελίδες με τρόπο που κυριολεκτικά με άφησε άφωνο. Τα τελευταία κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους με ένα ηχηρό μπαμ, η οπτική γωνία παίρνει τη σωστή της θέση, η ιστορία ολοκληρώνεται κι έμεινα να κοιτάζω την τελευταία τελεία με ορθάνοιχτα μάτια. Η «Τσιχλόφουσκα» θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί θα σκάσει όχι επιτηδευμένα και εκβεβιασμένα αλλά απολύτως λογικά και ρεαλιστικά, φτιάχνοντας τη γυναίκα του σήμερα από πολλά διαφορετικά υλικά που δυστυχώς όλα τους έχουν κοφτερές άκρες και τη ματώνουν και δείχνοντας με ευρηματικό τρόπο και στιβαρή γραφή πόσο ψεύτικα είναι όλα όσα θαυμάζουμε από μακριά και τα προσκυνάμε με τα likes και τις αγκαλίτσες μας.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι