Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
01-09-2019 11:16
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Σε μια βίλα βόρεια της Νέας Υόρκης η αστυνομία ανακαλύπτει έξι πτώματα, άγρια δολοφονημένα και βασανισμένα με τέτοιο τρόπο που θύμιζαν αναπαραστάσεις πειραμάτων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Την υπόθεση αναλαμβάνει το FBI και στέλνει την ψυχολόγο Σόφι Γουάιλτ να συνεργαστεί μ’ έναν υπερήλικα φυλακισμένο και πρώην Ναζί. Ποιοι έχουν διαπράξει τα εγκλήματα και γιατί; Ποια είναι η μυστηριώδης κυρία Γκόλαρ και γιατί συγκεντρώνει γύρω της μια ετερόκλητη παρέα; Εν τω μεταξύ, πίσω στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, στη Γερμανία, γιατί οι Ναζί επέτρεψαν σ’ έναν Εβραίο να πραγματοποιεί δικά τους πειράματα; Ποιος είναι ο ρόλος που θα παίξουν στην ιστορία οι δίδυμες Ραχήλ και Χελένα; Τι περιείχε η κασετίνα που εμπιστεύτηκε στη Ραχήλ ο Γιόζεφ Μένγκελε και τι απέγινε στη σημερινή εποχή; Τι οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού και πόσο ένοχοι είναι πρωταγωνιστές και παρατηρητές;
Η Θάλεια Κουνούνη επέστρεψε στη λογοτεχνική κονίστρα μ’ ένα συγκλονιστικό, λυτρωτικό, συγκινητικό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα που καταργεί κάθε είδους αφηγηματικές τεχνικές και χαράζει το δικό του, ιδιαίτερο και ξεχωριστό μονοπάτι. Με πρωτότυπες μεθόδους αφήγησης, μ’ ένα διαρκές πηγαινέλα στον χρόνο και στον τόπο, με μια σειρά δηλαδή από ασταμάτητα πρωθύστερα, με ξεχωριστούς χαρακτήρες που άλλον ρόλο έπαιζαν στο παρελθόν κι αλλιώς εμφανίζονται στο τώρα, με ανατριχιαστικές και ωμές περιγραφές καταστάσεων, γεγονότων και περιστατικών, με δωρικές και κοφτές προτάσεις που δίνουν έμφαση στο συναίσθημα και την ένταση, κόβοντας την ανάσα, ξεδιπλώνεται ένα κείμενο-κόλαφος για τις απάνθρωπες δολοφονίες που η Ιστορία ονόμασε Ολοκαύτωμα και ταυτόχρονα για τον ρόλο που παίζει η βουβή αποδοχή ή και αδιαφορία από τον γύρω κόσμο για γεγονότα τέτοιου είδους. Ο ρατσισμός και η τυφλή βία δεν εξερράγησαν στον πόλεμο και σιώπησαν, αντίθετα, υφίστανται ακόμη και στην εποχή μας, με παρόμοιες συνθήκες που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία ακριβώς για να μη ζήσουμε ανάλογα γεγονότα.
Η Χελένα είναι η μία από τις δύο δίδυμες κόρες του γιατρού Θίοντορ Κράους και της ψυχολόγου Άιλι Πέλβαχτ που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην πανέμορφη Δρέσδη. Η ιστορία της είναι η μόνη που δίνεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κάτι που αφήνει χώρο στη συγγραφέα μέσα από αυτόν τον χαρακτήρα να πει πάρα πολλά πράγματα και χιλιάδες αλήθειες που με συγκλόνισαν και δε σταμάτησαν να μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Η Χελένα είναι το κορίτσι που γεννήθηκε με όνειρα κι ελπίδες, που ρουφούσε κάθε στιγμή της ανέμελης ζωής της σε υπέροχα μέρη όπως η Δρέσδη και το Βερολίνο, είναι όμως και η Γερμανίδα που το Ολοκαύτωμα και γενικότερα ο πόλεμος που προκάλεσε η γενέτειρά της σημάδεψαν ανεξίτηλα την ψυχή της, οι στάχτες γέννησαν μέσα της «κάτι», που πάλευε να συγκρατήσει κάθε ίχνος θυμού και να το μετατρέψει σε ήρεμη εξιστόρηση.
Το κορίτσι αυτό είναι ακριβώς ο ενδιάμεσος που χρειάζεται για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο σκέψης και δράσης που προκάλεσε τόσες χιλιάδες θύματα και ταυτόχρονα να επεξηγήσει αμερόληπτα και όσο γίνεται αντικειμενικά πώς, πόσο και πού επηρέασε αυτή η τρύπα της Ιστορίας το μετά του καθενός από όσους επέζησαν. «Στην αρχή δε μιλούσαν πολλοί. Το σοκ ήταν μεγάλο. Το σοκ της επιστροφής σ’ αυτό που… Που; Πώς άραγε να το ονομάσουμε; Φυσιολογική καθημερινότητα; Προηγούμενη ζωή; Πώς επιστρέφεις σ’ αυτά που είχες συνηθίσει όταν έχεις βιώσει το αδιανόητο;… Και η αμφιβολία στα μάτια των άλλων εκεί. Να νοθεύει την κρίση τους περισσότερο» (σελ. 29). Η κραυγή της Χελένα είναι η κραυγή όλων των θυμάτων του πολέμου: «Ο Θεός μάς ξέχασε αλλά με τι να τον αντικαταστήσουμε; Με τι; Με ποια ελπίδα, με ποιο όνειρο, με ποια δύναμη» (σελ. 130);
Η αδερφή της, Ραχήλ, έχει όλα τα συμπτώματα ενός αυτιστικού παιδιού, κάτι που όμως τότε δεν αναγνωριζόταν, απλώς θεωρούνταν μεγαλοφυΐα πνευματικά και δυσπροσάρμοστη κοινωνικά. Όταν όμως έρχονται οι Ναζί στην εξουσία κι όταν ξεσπάει ο πόλεμος, τον οποίο χιλιάδες επιστήμονες εκμεταλλεύτηκαν κάνοντας «πειράματα» πάνω σε διδύμους, νάνους, σχιζοφρενείς κι ό,τι άλλο αδύναμο γέννησε ένα ανθρώπινο σώμα, αυτό το παιδί, που μπορούσε να απομνημονεύσει χιλιάδες σελίδες, που απέφευγε τον κόσμο και κλεινόταν σε δικό της χώρο, αυτή η καρδούλα που δε δεχόταν το άγγιγμα, τελικά συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Μπίρκεναου, όμως γιατί δεν πειραματίστηκαν πάνω της και στη Χελένα; Τι ζητούσε απ’ αυτήν ο Μένγκελε; Τι διείδε που τον συγκράτησε από το να τη διαμελίσει στο όνομα της ιατρικής προόδου;
Η μητέρα των κοριτσιών, η ψυχολόγος Άιλι Πέλβαχτ, αγάπησε βαθιά την επιστήμη της, δεν έπαψε να μελετά, να ερευνά και να παρακολουθεί, ώστε να διαμορφώσει τη δική της προσέγγιση σε μια εποχή όπου υπήρχαν ανταγωνιστικές σχολές, κάτι που βοηθούσε στον επαναπροσδιορισμό των ιδεών (η ψυχανάλυση του Φρόιντ, ο Καρλ Γιουνγκ που αρνούνταν να αποδεχτεί τη σεξουαλική αιτιολογία των νευρώσεων και καθιέρωσε την αναλυτική ψυχολογία, ο Τζον Γουάτσον και ο συμπεριφορισμός του για κατανόηση της ανθρώπινης δράσης). Η καριέρα της στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Βερολίνου απογειώθηκε όταν το 1928 η Γερμανία είχε γίνει το κέντρο της ψυχολογικής έρευνας, κάτι που όμως παρήκμασε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οπότε και όλα συγχωνεύτηκαν σε μια ενιαία σχολή σκέψης, αυτήν που αντιπροσώπευε το ναζιστικό κόμμα. Η αδελφή της, Φιόνα, έχει μια εξίσου συγκλονιστική ιστορία που δέθηκε απροσδόκητα με όσες υφαίνει στο μυθιστόρημά της η συγγραφέας, βοηθώντας τον έρωτα να τρυπώσει σε αυτές τις μαύρες, σκοτεινές σελίδες της απανθρωπιάς και της φρίκης.
Ας έρθουμε στο σήμερα, όπου ο καθηγητής Ιστορίας Πολ Κόπερτ, που ακολουθεί μια πρωτότυπη διδασκαλία στις διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο, έχει εντρυφήσει στην ιστορία του ναζισμού κι έχει διαπιστώσει πως ο κόσμος έχει προχωρήσει και το έχει αφήσει πίσω του. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες έγερσης κινημάτων για να μάθουμε από το παρελθόν μας, συλλαμβάνει ένα σχέδιο, να αφυπνίσει και να ενημερώσει τον κόσμο για το έγινε, τι γίνεται και πού είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα καταλήξουμε. Και θα το κάνει ακριβώς όπως ο Χίτλερ, που είπε όταν απέτυχε το πραξικόπημα του 1923: «Δεν είναι αυτός ο τρόπος». Προπαγάνδα και μεθοδικότητα είχε ως όπλα ο Χίτλερ για να κυριαρχήσει και να υλοποιήσει τα σχέδιά του, τη μεθοδικότητα αυτήν θ’ ακολουθήσει και ο Πολ και με τη βοήθεια της κυρίας Γκόλαρ θα συγκεντρώσει γύρω του μια ετερόκλητη αρχικά παρέα που όμως στην πορεία θ’ αποδειχθεί κάτι παραπάνω από τυχαία επιλογή. Στον αντίποδα της βίας και της παράνοιας που αναγκάζεται να ακολουθήσει ο καθηγητής, έχουμε την Κλόε Φρόουστεν και τον Τζον Γουίτμαν, ένα ντουέτο στενά δεμένο με φιλία όμως στην πορεία πολλά πράγματα θ’ αλλάξουν μεταξύ τους, ειδικά από τη στιγμή που το σχέδιο που έχουν αναλάβει να εκτελέσουν θ’ αρχίσει να εφαρμόζεται.
Τα κομμάτια του παζλ ενώνονται όταν η ψυχολόγος Σόφι Γουάιλτ καλείται να εξιχνιάσει έξι δολοφονίες, αντίστοιχες με έξι φριχτά ναζιστικά πειράματα του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου. Αποστέλλεται σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στην Αριζόνα για να συνεργαστεί μ’ έναν υπερήλικα πρώην ναζί, τον Φρίντριχ Φίαρ και να βρει τον δολοφόνο αλλά και τι κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις τραγωδίες. Αυτή η συνάντηση θ’ αλλάξει για πάντα τη ζωή της και θα δώσει μια αναπάντεχη ανατροπή στο μυθιστόρημα, οδηγώντας έτσι σ’ ένα εξαιρετικά δουλεμένο και λυτρωτικό φινάλε.
Ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα ίσως μπερδέψει αρχικά τον αναγνώστη, παρ’ όλο που τα ονόματα των πρωταγωνιστών ως τίτλοι κεφαλαίων τον προετοιμάζουν για το σημείο από το οποίο θα συνεχιστεί η ιστορία. Τα διαρκή πισωγυρίσματα, που ευτυχώς αποφεύγουν τις ενδείξεις χρόνου και τόπου (σε ελάχιστα σημεία αναφέρονται αυτές ως επικεφαλίδες) και οι εναλλαγές ταυτοτήτων, ρόλων και θέσεων των πρωταγωνιστών μέσα στους δαιδάλους της ιστορίας και της Ιστορίας, παρ’ όλο που είναι συναρπαστικά και καλούν τον αναγνώστη σ’ ένα αέναο κυνήγι για να καταλάβει και να διαπιστώσει πώς εξελίχθηκαν οι ιστορίες και οι νοοτροπίες των ηρώων, χρειάζονται λίγη παραπάνω συγκέντρωση ώσπου να γίνουν αναπόσπαστο κτήμα του. Η αφήγηση παρ’ όλ’ αυτά είναι απλή και καθοδηγεί από μόνη της τα βήματα που θα κάνουμε μαζί με τους χαρακτήρες, η γραφή είναι συναρπαστική, με την προαναφερόμενη ένταση που δημιουργούν οι ελλειπτικές προτάσεις κι όταν αρχίζουν να φεύγουν τα πρώτα σύννεφα απορίας η ιστορία καθαυτή συνεπαίρνει και απογειώνει! Μου άρεσε επίσης που πολλά γεγονότα δεν περιγράφονταν τη στιγμή που γίνονταν αλλά τα μαθαίναμε μέσα από μελλοντικές εξελίξεις, απότοκες αυτών.
Η έρευνα της συγγραφέως τη βοήθησε να στήσει με αφάνταστα ρεαλιστικό τρόπο την καθημερινότητα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, την αδυναμία των ανθρώπων να πιστέψουν πως σώθηκαν όταν μπήκαν στα μπλοκ τους οι Σύμμαχοι και χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες που απεικονίζουν έξοχα την ιεραρχία, την τοπογραφία και τις συνθήκες «ζωής» στο Μπίρκεναου. Ο τρόπος εξόντωσης, τα απάνθρωπα πειράματα (Χριστέ μου, πέταγαν στον τοίχο τους σχιζοφρενείς για να έρθει το μυαλό στα συγκαλά του), ο τρόπος διαλογής των Εβραίων, τα κρεματόρια, η άνετη και πολυτελής ζωή των οικογενειών των αξιωματικών σε «βίλες» δίπλα ή και μέσα στο στρατόπεδο, κάτι που μου γέννησε νέα ηθικά διλήμματα και φυσικά οργή και τόσα άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα με ανατρίχιασαν και με συγκλόνισαν.
Η Θάλεια Κουνούνη σπαράζει για τα θύματα και τον παράλογο θάνατό τους από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου. Μητέρα, γυναίκα, μα πάνω απ’ όλα άνθρωπος, η συγγραφέας χρησιμοποιεί ποικίλα παραδείγματα και πλήθος εκφράσεων για να ταρακουνήσει τον αναγνώστη και να κατανοήσουν μαζί το αδικοχυμένο αίμα. Κι όχι μόνο αυτό αλλά θέλει να πάψει να υπάρχει σήμερα «αβγό του φιδιού» που ίσως να ξανασπρώξει κάποτε την ανθρωπότητα σε τέτοιες μεσαιωνικές και απάνθρωπες στιγμές. Μέσω της Χελένα το λέει ξεκάθαρα: «Μόνο που οι εικόνες στις οποίες αναφέρομαι δε θα ανήκουν μόνο στο δικό μου τότε. Δυστυχώς, η στάση σας ευθύνεται για τη σκληρή επανάληψη, μόνο που αυτή τη φορά έχει σάρκα και οστά… Το δικό μου τότε και το δικό σας σήμερα. Πόσο κρίμα.. Αυτά τα δύο δε θα έπρεπε να συναντηθούν ποτέ» (σελ. 33).
Με καίριες παρατηρήσεις, κατανοούμε πως το αντικείμενο του μυθιστορήματος δεν είναι η στηλίτευση μόνο του παρελθόντος ούτε η διερεύνηση των αιτιών που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού και στη φρίκη του πολέμου (όσο συναρπαστικά και υπέροχα κι αν δίνονται) αλλά και η έμφαση στο γεγονός πως πάντα θα υπάρχει ένα εκκολαπτόμενο αβγό που δε χρειάζεται παρά λίγη θερμότητα για να σκάσει. Είναι ξεκάθαρο: δεν πρέπει ποτέ και επ’ ουδενί να ξεχάσουμε τις εκατόμβες των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, οφείλουμε να τις διατηρήσουμε στο μυαλό μας ακέραιες και να τις τιμήσουμε εις το διηνεκές, βάζοντάς τες ως απτό παράδειγμα αποφυγής μιας ανόδου νέου κινήματος ναζισμού: «Γιατί μπορεί τα θεμέλια για να χτιστεί η Ιστορία να τα βάζουν οι υπαίτιοι του κακού αλλά οι παρατηρητές του είναι αυτοί που την πλάθουν και τη σχηματίζουν» (σελ. 34). Κι όλα αυτά δεν ξεκινάνε από ασήμαντες ή υποκειμενικές αφορμές αλλά από μία ρίζα, τον ρατσισμό, τότε κατά των «κατώτερων» σωματικά ανθρώπων και των Εβραίων, σήμερα κατά των προσφύγων και των μεταναστών κυρίως, χωρίς όμως ν’ αγνοούνται άλλες αφορμές. Και πάλι η συγγραφέας είναι δρυμεία: «Το να διακρίνουμε τη διαφορά στις ικανότητες του δυνατού από τον αδύναμο δεν είναι ρατσισμός. Ρατσισμός είναι όταν η δύναμη είτε στερεί είτε αγνοεί είτε καταχράται την ευκαιρία να αποκτήσει η αδυναμία δικαίωμα στη δύναμη» (σελ. 208).
Αυθόρμητα και προκλητικά ξεπετάγονται κατά την ανάγνωση λέξεις και φράσεις που αν συνταιριαστούν σωστά δίνουν άφθονη και ποικίλη τροφή για σκέψη, όπως για παράδειγμα αν οι ναζιστές και ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν από την αρχή τόσο απάνθρωποι και βίαιοι ή αν τους χειροτέρεψε «η απάθεια των παρατηρητών τους»! Ακόμη πιο συναρπαστικά δίνεται μια σκέψη της συγγραφέως ως προς τα αίτια εμφάνισης και κυριαρχίας ενός ακραίου εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος: η οικονομική εξαθλίωση πυροδοτεί ένα είδος τρομοκρατίας, στην οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος μια επιτυχής προπαγάνδα όταν σου παρουσιάζουν τον φταίχτη της κατάντιας σου, οπότε όταν ο συνδυασμός οικονομικής εξαθλίωσης και προπαγάνδας υποδαυλίζεται από παραστρατιωτικές μονάδες γίνεται ακαταμάχητος, ανίκητος και αδίστακτος (σελ. 328)! Στην άνετη τεχνολογικά εποχή μας, πώς αντιδρούμε στον πόνο των άλλων; Βοηθάμε και ανακουφίζουμε ή κλείνουμε τα μάτια μας; Κι αν τα κλείνουμε, το κάνουμε από αδιαφορία ή λόγω αντοχής στον πόνο; Μήπως τελικά η εύκολη και άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες αυτού του είδους σταδιακά μας κάνει αυτό ακριβώς, ανθεκτικούς και βολεμένους στην εγωιστική αδιαφορία μας (σελ. 333); Χιλιάδες αφορμές για σκέψεις και δημιουργικές συζητήσεις δίνει αυτό το μυθιστόρημα, κάτι που δεν αφήνει τον αναγνώστη σε ησυχία και πάντα τον βάζει σε δίλημμα: ν’ αφεθεί στη ροή των εξελίξεων της πλοκής ή να σταματήσει όπου χρειάζεται για να σκεφτεί λίγο παραπάνω και να καταλάβει πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται με τη δική μας βοήθεια κι όχι (μόνο) από ιστορικά γεγονότα που πλάθουν οι πολιτικοί;
Βρήκα έξυπνη την κίνηση της συγγραφέως να παρουσιάσει αρκετά ιστορικά γεγονότα, τα αίτια και τα αιτιατά, τους μηχανισμούς αυτών μέσα από γόνιμες και αντικρουόμενες συζητήσεις μεταξύ των φοιτητών του Πολ Κόπερτ, οπότε όλες οι απόψεις παρατίθενται με συναρπαστικό μυθιστορηματικό τρόπο κι όχι στείρα εν είδει δοκιμίου. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις λοιπόν φωτίζεται και το κοινωνικό, ιστορικό, οικονομικό πλαίσιο γύρω από το οποίο διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, με αρκετά σημαντικές αποκαλύψεις για τους λόγους ανάρρησης του Χίτλερ στην εξουσία, για την παραπλάνηση, για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, για τη Νύχτα των Κρυστάλλων, το πραξικόπημα της Μπιραρίας, ακόμη και για το γεγονός πως ο υπόλοιπος κόσμος, μέσα από συνελεύσεις της Κοινωνίας των Εθνών, δεν ήταν φίλα προσκείμενος ως προς την υποδοχή εβραϊκού στοιχείου στις χώρες τους, αναφέροντας γελοίες και τρωτές δικαιολογίες. Ο δρόμος για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν ορθάνοιχτος λοιπόν ήδη πριν από το 1939.
Επίσης κατάλαβα πως η ενσυναίσθηση και η ευγονική ήταν κάποιες από τις έννοιες που άρχισαν δειλά να εμφανίζονται τη δεκαετία του 1930 σ’ έναν μεταβαλλόμενο κόσμο κι αργότερα εγκαθιδρύθηκαν ως θεμελιώδεις έννοιες για νέες μελέτες ψυχιατρικής, ηθικής και ανθρωπολογίας. Άνοδος των επιστημών, όμορφες εποχές και ξαφνικά ένα ματωμένο χέρι τα πήρε όλα αυτά και τα έριξε σ’ έναν προσωπικό μεσαιωνισμό. Μίσος, υποκειμενικές παρατηρήσεις ή γόνιμος διάλογος; Η Θάλεια Κουνούνη είναι και πάλι ξεκάθαρη: η ιδέα δεν είναι να οδηγηθούμε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα αλλά να σκεφτόμαστε ξανά και ξανά, να είμαστε όσο αντικειμενικότεροι γίνεται και να αναρωτιόμαστε πώς θα αντιδρούσαμε στη θέση όσων κρίνουμε.
Οι ιστορίες αποκαλύπτονται στον αναγνώστη ψηφίδα προς ψηφίδα, τα κομμάτια αυτού του συναρπαστικού παζλ μπαίνουν στη θέση τους την κατάλληλη στιγμή και χωρίς βιασύνη, οι διπλές ταυτότητες κουμπώνουν όταν πρέπει. Η αφήγηση είναι πολυεπίπεδη, πότε στρέφεται στο κοντινό ή πιο μακρινό χτες και πότε στο σήμερα, που κι αυτό έχει διαφορετικές χρονικές αφετηρίες. Η συγγραφέας όμως είναι εκεί, να βοηθήσει τον αναγνώστη να μη χαθεί. Σύντομα κεφάλαια, λέξεις-κλειδιά και αυτοί οι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους ήρωες αρχίζουν να γνωρίζονται, να συνδέονται, να συγκροτούν έναν ασφυκτικό κλοιό αίματος, τιμωρίας, εκδίκησης, πόνου, απανθρωπιάς μα και ελπίδας και αγάπης. Νομίζετε πως σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα δε θα συναντήσετε λογοτεχνικές αρετές; Κι όμως, υπάρχουν, αν κι όχι σε αφθονία, όταν εμφανίζονται όμως δίνουν εκείνη τη μικρή ανάσα αισιοδοξίας και ελάφρυνσης που απαιτείται για να συνεχίσουμε το διάβασμα και να υπεισέλθουμε σε ακόμη σκληρότερες εικόνες και απάνθρωπες καταστάσεις. Για παράδειγμα: «Οι τρομερές ελλείψεις και στα τρόφιμα που αντιμετώπιζαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια έκαναν το φαγητό στα πιάτα των τροφίμων να μοιάζει με σκορπισμένα κουμπιά σε άσπρο πουκάμισο» (σελ. 41). Εδώ μάλιστα, λίγες σελίδες πριν το τέλος κι αφού έχω νιώσει στην πλάτη μου όλα τα δεινά του πολέμου κι αγωνιώ για το τέλος του βιβλίου, έβαλα τα κλάματα: «Ξέρεις τι δροσιά έχει ένα φιλί μες στον πόλεμο; Ξέρεις;» (σελ. 646).
Η «Κασετίνα» είναι ένας φόρος τιμής στις αδικοχαμένες ψυχές που βασανίστηκαν, τιμωρήθηκαν, ευτελίστηκαν, κάηκαν εξαιτίας ενός λαοπλάνου ηγέτη. Είναι όμως κι ένας φάρος υπενθύμισης που πρέπει να παραμένει αναμμένος στις ψυχές μας ώστε αυτό το παράδειγμα να είναι πάντα προς αποφυγήν, όχι γιατί θα έρθει ουρανοκατέβατο αλλά γιατί ο καθένας από μας, με τον δικό του τρόπο, θα το έχει φέρει στη ζωή του χωρίς να το καταλάβει. Μέσα από αυτό το καλογραμμένο, ανατρεπτικό μυθιστόρημα, βίωσα μια περιπέτεια δοσμένη με πρωτότυπο και σφιχτοδεμένο τρόπο, που μου σύστησε ανθρώπους ενδιαφέροντες και πολυδιάστατους, μου έδειξε τα αίτια και τα αιτιατά, με συγκίνησε, με δασκάλεψε, με ταξίδεψε, με καθοδήγησε να ψάξω μέσα μου και να βρω τι έφταιξε και τι φταίει. Ήταν ένα δύσκολο, αν είσαι ανειλικρινής με τον εαυτό σου, και ταυτόχρονα υποδειγματικά πλασμένο μυθιστόρημα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι