Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
17-06-2019 18:24
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Ο Χρήστος Καπετάνος, μετά τα «Βατράχια» και τα «Τυφλά ψάρια» επιστρέφει με την πιο δύσκολη κι επικίνδυνη υπόθεση της καριέρας του. Μια ιστορία μπλεγμένη, απαιτητική, με ελάχιστα ίχνη προς εξιχνίαση, πολύπλοκη και με πλοκάμια που απειλούν να πνίξουν την Εύβοια στα τοξικά απόβλητα. Ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα γεμάτο αγωνία, ανατροπές και ρεαλιστικούς χαρακτήρες.
Όλα ξεκινάνε από τη δολοφονία ενός στενού φίλου του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας Λεωνίδα Μητσάκη ή «Ατσαλάκωτου» που παίρνει πολύ προσωπικά την επίλυση της υπόθεσης. Ο Καπετάνος, με τη γνωστή αχτύπητη ομάδα που γνωρίσαμε και στα προηγούμενα βιβλία της σειράς, την ανθυπαστυνόμο Μαρκένα ή Μινιόν και τον υπαστυνόμο Ορέστη Βαμβακά, προσπαθεί να λύσει έναν γρίφο που δεν έχει ορατή άκρη ενώ ταυτόχρονα ερωτεύεται μια φίλη δημοσιογράφο της αδερφής του και περνάει χρόνο με την κόρη του, προσπαθώντας να φέρεται κόσμια στην πρώην γυναίκα του. Από θέμα πλοκής, για άλλη μια φορά ο συγγραφέας διαλέγει δυο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες που διαδραματίζονται τρία χρόνια νωρίτερα η μία από την άλλη, τις οποίες μπλέκει τελικά με εξαιρετική μαεστρία, μόνο που εδώ η ευρηματικότητά του και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζει την ευαισθησία του και καταγράφει την προσωπική του ματιά σε ζητήματα οικολογίας, προσωπικών και οικογενειακών σχέσεων κλπ. ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Και είναι πράγματι αξιοθαύμαστο πώς καταφέρνουμε να περάσουμε από μια υπόθεση με παράνομα στοιχήματα ιπποδρομιών σε ένα μεγάλο δίκτυο απόρριψης τοξικών αποβλήτων σε δασικές περιοχές, κάτι που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή των ντόπιων κι όλα αυτά να συνδέονται μεταξύ τους (κι αν σκεφτεί κανείς πως τα γεγονότα στα οποία στηρίχτηκε ο συγγραφέας ήταν αληθινά, ανατριχιάζει περισσότερο)!
Πώς και γιατί συμμετείχε ο νεκρός σε ιπποδρομίες; Ποιοι άλλοι μπλέκονται στο κύκλωμα και με πόσα χρήματα χρήματα; Ποιοι θέλουν να σκοτώσουν τον Καπετάνο και κυρίως τη γυναίκα που αγάπησε, την Ιουλία; Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ποιοι κρύβονται πίσω από τις παράνομες χωματερές, πώς συνδέεται η οικονομική καταστροφή ενός εργοστασίου στην Τανάγρα το 2010 με τις φωτιές που ανάβουν στα δάση της Ευβοίας, πόσα παρακλάδια έχει αυτή η βρώμικη και πανάθλια τραγική ιστορία; Η υπόθεση εξιχνιάζεται σελίδα τη σελίδα, με τον απαραίτητα αλλά όχι κουραστικά αργό τρόπο, η ένταση χτυπάει κόκκινο με την αθρόα προσέλευση πολλών υπόπτων και προσώπων-κλειδιά, που δεν ανοίγουν πόρτες αλλά παραπόρτια, μπλέκοντας τον Καπετάνο σ έναν όλο και μεγαλύτερο δαίδαλο χρηματισμού, μίζας, δολιοφθοράς, απληστίας.
Ο Δημήτρης Σίμος είναι μόλις 32 ετών και ζει σε μια εύκολη πληροφοριακά εποχή, οπότε θα μπορούσε να παρασυρθεί από μόδες και τάσεις και να γράφει απλώς μια σειρά από καλά αστυνομικά μυθιστορήματα, χρησιμοποιώντας ένα μέρος που μέχρι στιγμής δεν έχει εξαντλήσει κανείς: την Εύβοια. Είναι όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του και τόσο φυσική η περιέργειά του, που αντιτίθεται στις αναμασημένες πληροφορίες, στη ρηχή επιμόρφωση και στο ρεύμα της ομογενοποίησης και στρέφει τη ματιά του παντού γύρω του, καταγράφοντας τα πάντα, τονίζοντας τα κακώς κείμενα, σημειώνοντας οτιδήποτε ξεφεύγει από την κοινωνική ηθική, με έναν τρόπο διεισδυτικό και ταυτόχρονα πυκνογραμμένο και λογοτεχνικό. Δε γίνεται να δημιουργήσεις τόσο αληθινούς χαρακτήρες χωρίς να έχεις συναναστραφεί με κόσμο, να έχεις ηττηθεί ή κερδίσει σε πολλές μάχες επί προσωπικού και κοινωνικού επιπέδου, δεν μπορείς να φτιάξεις μια ολοκληρωμένη ιστορία χωρίς χάσματα και υπερβολικές συμπτώσεις αν δεν έχεις μελετήσει, διαβάσει και δεν έχεις πρότυπα, δεν μπορείς να δημιουργήσεις ένα τόσο σημαντικό κείμενο, πυκνογραμμένο, πολυδιάστατο, συγκινητικό, γρήγορο, κινηματογραφικό, πλασμένο με νεύρο και δύναμη αν δεν έχεις δοκιμάσει και δοκιμαστεί, αν δεν έχεις σκίσει σελίδες ή πατήσει delete σε άπειρες παραγράφους. Ακόμη ανατριχιάζω με την ευρηματική παρομοίωση για τις χιλιάδες σχέσεις που δοκιμάζονται σε κάθε σπίτι, κάθε βράδυ ή και κάθε μέρα: «Δυναμική εκείνη, εργατικός αυτός. Δυο σφαίρες στον αέρα της οικογενειακής ζωής, που φρόντιζαν να εξοστρακίζονται στη δουλειά, για να πέφτουν ανίσχυρες το βράδυ στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού» (σελ. 108).
Ας επιστρέψουμε στον Χρήστο Καπετάνο που συνεχίζει να έχει μια προκλητική και γεμάτη ζωή, όπως και σε κάθε βιβλίο, φτάνοντας στο σημείο να ερωτευτεί και ν’ αγαπήσει. Η ιστορία του με τη Λουκία περνάει τα σαράντα κύματα λόγω του επικίνδυνου επαγγέλματός του και της δημοσιογραφικής περιέργειάς της. Ζουν ευχάριστες στιγμές, κάποια μέρα όμως έρχεται το σημείο καμπής κι η Ιουλία μπαίνει στο στόχαστρο άγνωστων διωκτών. Θα σωθεί τελικά; Πώς μπορεί να τη βοηθήσει ο Καπετάνος και πώς θα ανακαλύψει σε τι είναι μπλεγμένη; Ο ίδιος ο αστυνόμος σαν άνθρωπος έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις επαγγελματικές του ικανότητες όμως η αυτοεκτίμησή του και η γνώμη του για την εμφάνισή του είναι αξιολύπητες, επομένως πολύ χάρηκα που αυτός ο άνθρωπος, που δεν έχει το τέλειο σώμα ούτε το λαμπρό μυαλό ενός Σέρλοκ Χολμς, καταφέρνει να αγαπηθεί από μια γυναίκα. Μου άρεσε πολύ ο αυτοσαρκαστικός τρόπος σκέψης του: «Στις περισσότερες υποθέσεις ξεκινούσα για τις Ινδίες και κατέληγα στην Αμερική. Ευτυχώς, όμως, η Αμερική ήταν πάντα ο Νέος Κόσμος που έψαχναν οι διευθυντές κι όσοι είχαν περισσότερα γαλόνια από τα δικά μου» (σελ. 37).
Σε αυτό το μυθιστόρημα μαθαίνουμε και κάποια πράγματα για την αδερφή του Καπετάνου, την ομοφυλόφιλη Κάτια, της οποίας ο σεξουαλικός προσανατολισμός εντάσσεται (επιτέλους για κείμενο που αφορά την ελληνική πραγματικότητα!) ομαλά στην οικογενειακή και επαγγελματική καθημερινότητα. Με την Ιουλία, δημοσιογράφο πολιτικού ρεπορτάζ και με την Καλογήρου της τοπικής εφημερίδας ξεκίνησαν ένα τοπικό ειδησεογραφικό site, το οποίο θα αποδειχθεί χρήσιμο για πολλές έρευνες του Καπετάνου! Εκεί που δάκρυσα όμως, αφού συνήλθα από το αρχικό σοκ, ήταν η εξέλιξη της σχέσης της Κάτιας με την ερωμένη της. Ήταν μια πραγματική γροθιά στο στομάχι!
Ένας άλλος συγκλονιστικός χαρακτήρας που εξελίχθηκε και «ωρίμασε» ήταν και η κωφή Νεφέλη Μπουραντά, που πρωταγωνιστεί στην ιστορία του 2010 με το εργοστάσιο παραγωγής φυτοφαρμάκων και άλλων χημικών προϊόντων της Profym Α. Ε. Είναι ακριβώς εκείνος ο άνθρωπος που έχει χρέη και οικογενειακά προβλήματα αλλά δεν ονειρεύεται υπερβολικά λούσα και πολυτέλειες, παρά μόνο κάτι λίγο καλύτερο στη ζωή του. Έτσι κάνει και η Νεφέλη, που προσλαμβάνεται στο εργοστάσιο κι ένα μεγάλο μυστικό τής ανοίγει τις πόρτες για εξόφληση χρεών και μια πιο άνετη διαβίωση. Δυστυχώς όμως αυτό θα έχει και συνέπειες. Ο συγγραφέας, που δεν παύει στιγμή να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη, κρατά ανώνυμη την προϊσταμένη της Νεφέλης στη γραμμή παραγωγής, τη Χημικό, για να μας προβληματίσει και να ψάξουμε να δούμε ποια είναι η θέση της στην ιστορία του Καπετάνου που διαδραματίζεται το 2013. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο ρόλος που υπηρετούν οι δυο γυναίκες, μιας και συγκροτούν ένα ιδεώδες δίπολο καλού και κακού χαρακτήρα.
Η Νεφέλη, τραυματισμένη ψυχικά από βιασμό, κωφή από ατύχημα, είναι περισσότερο πρόθυμη να πατήσει επί πτωμάτων και να βελτιώσει τη ζωή της, εν αντιθέσει με τη Χημικό, που παρουσιάζεται αυστηρή, άτεγκτη και κακός μπελάς για τη Νεφέλη, μόνο και μόνο για να επηρεαστεί στο τέλος από τις δυσάρεστες συνέπειες σε περιβάλλον και ανθρώπινη υγεία για να προχωρήσει σε κάτι ανεπανόρθωτο, που θα φέρει τα πάνω κάτω στην ιστορία. Είναι τέτοιο το ταλέντο και η δύναμη λόγου του συγγραφέα που καταφέρνει να δείξει τη μεταστροφή τη Νεφέλης με δυο απλές σκηνές: στην αρχή, ταΐζει μια αδέσποτη γάτα που σουλατσάρει έξω απ’ το εργοστάσιο κι όταν αργότερα αρχίζει να βγάζει λεφτά έστω και εις βάρος της υγείας των συμπολιτών της, διψάει τόσο πολύ να συνεχίσει που δε διστάζει να πατήσει αυτήν ακριβώς τη γάτα με το αμάξι όταν βγαίνει στον δρόμο! Σκηνές που απλώς περιγράφονται αλλά το συναίσθημα που πηγάζει από αυτές δε χρειάζεται να δοθεί με λόγια, η εικόνα από μόνη της είναι σκληρή!
Η γραφή του Δημήτρη Σίμου λοιπόν έχει βελτιωθεί κατά πολύ, με χαρακτήρες που συστήνονται σταδιακά στον αναγνώστη, με προσεγμένο λεξιλόγιο, με κινηματογραφικό στυλ που νιώθεις σα να διαβάζεις σενάριο αλλά με λογοτεχνικές αξιώσεις, καθώς επίσης με αναπάντεχες οπτικές γωνίες και λεπτοδουλεμένες παρομοιώσεις και μεταφορές. Η αρχή του 1ου κεφαλαίου, που δίνει την εισαγωγική γνωριμία με τη Νεφέλη είναι ευρηματική, μιας και βλέπουμε τον εργασιακό χώρο της κοπέλας μέσα από τα μάτια μιας γάτας αλλά και στη συνέχειά του η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη, μόνο που αργούμε να καταλάβουμε πως είμαστε στον λόφο του Παλιού Γηροκομείου, τον τόπο του εγκλήματος που θ’ ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, χάρη στην οπτική του αστυνόμου Καπετάνου. Ο συγγραφέας αφήνει πολύ πίσω του κάθε τετριμμένο αφηγηματικό εύρημα και ακολουθεί το δικό του ύφος, παίρνοντας ένα σωστό ρίσκο!
Δεν είναι δηλαδή μόνο τα κλασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που κάνουν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα πετυχημένο κι εδώ υπάρχουν άφθονα αλλά και το γεγονός πως αυτά συνδυάζονται αρμονικά με μια φρέσκια, διαφορετική, προκλητικά εναλλακτική ματιά. Άλλωστε, η αναφορά σε αναγνωρισμένα λογοτεχνικά έργα όπως του Παπαδιαμάντη, του Σκαρίμπα, του Καραγάτση και του Βάρναλη, καθώς και η υπέροχη άποψη για την αξία της λογοτεχνίας («-Η λογοτεχνία σώζει... -Και γιατί σώζει αυτό; -Γιατί παίρνεις όση δόση περιέργειας χρειάζεσαι χωρίς να μπλέκεσαι στα πόδια τους», σελ. 143) δείχνουν ξεκάθαρα πως ο Δημήτρης Σίμος ξέρει πού πατάει, αναγνωρίζει το παρελθόν, παρατηρεί το παρόν και ευελπιστεί σ’ ένα καλύτερο (λογοτεχνικά και κοινωνιολογικά) μέλλον.
Ο συγγραφέας έχει κάνει ενδελεχή και διασταυρωμένη έρευνα, έχει ακούσει μαρτυρίες, έχει συμβουλευτεί εμπειρογνώμονες κι έχει καταφέρει να αφομοιώσει κάθε στοιχείο και να το προσαρμόσει κατάλληλα στη ροή της αφήγησης, δίνοντας αληθοφάνεια και ρεαλισμό. Οι συνθήκες ζωής στον καταυλισμό των Ρομά έξω από τη Χαλκίδα, η ατμόσφαιρα στα ανακριτικά γραφεία και στις αστυνομικές υπηρεσίες, οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια, ο τρόπος θανάτου των κατοίκων της περιοχής (αυτά τα «τοξικά μάτια»…) και συμμετοχής σε παράνομες ιπποδρομίες και πολλά άλλα είναι περιπτώσεις που ελάχιστοι γνωρίζουν τόσο καλά κι ακόμη λιγότεροι μπορούν να τα στήσουν με αληθοφάνεια μπροστά στα μάτια του αναγνώστη για να προσδώσουν ζωντάνια και ρεαλισμό. Η τραγικότητα των συνεπειών από την παράνομη καύση σκουπιδιών, η ένταση των σκηνών ανθρωποκυνηγητού, ο τρόπος που επηρεάζουν οι εξελίξεις πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές αλλά και τα πραγματολογικά στοιχεία που παρατίθενται αφειδώς για ρεαλισμό είναι γνωρίσματα που συγκροτούν ένα άρτιο, γρήγορο, έξυπνο αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα για απαιτητικούς αναγνώστες. Και ναι, υπάρχει και χιούμορ, για να αλαφραίνουν λίγο οι καταστάσεις: «Ξημέρωνε. Δε χρειαζόσουν να ξέρεις το δελτίο καιρού για να καταλάβεις πως και σήμερα θα βράζαμε στην κατσαρόλα της Εύβοιας. Ξημέρωμα υγρασία, πρωί καύσωνας, μεσημέρι σούπα» (σελ. 22) και «Οι δικοί μου μάρτυρες είχαν τα κλασικά προβλήματα αναπηρίας που εμφάνιζε η πλειοψηφία μόλις άκουγε τη λέξη αστυνομία. Δεν είχαν δει και δεν είχαν ακούσει τίποτα» (σελ. 55).
«Τοξικά μάτια» λοιπόν. Μολυνθείτε άφοβα από ένα καλογραμμένο κείμενο, ένα έξυπνο και ευρηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα συγκινητικό και ταυτόχρονα σκληρό βιβλίο.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι