Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
01-01-2020 19:15
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Ο Ρότζερ Άκροϊντ δολοφονείται στο ιδιαίτερό του γραφείο, όπου βρέθηκε με κλειδωμένη πόρτα ενώ το όπλο του εγκλήματος είναι ένα ξιφίδιο από την προσωπική του συλλογή. Ποιος άραγε από τους συγγενείς του ή τους συγχωριανούς του είναι ο ένοχος και ποιο ήταν το κίνητρο; Κι όλα αυτά την περίοδο που ο Ηρακλής Πουαρό αποφασίζει ν’ αποσυρθεί από την ενεργό δράση για να καλλιεργήσει κολοκύθες!
Την υπόθεση αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο γιατρός Τζέιμς Σέπαρντ. Η αδερφή του, Κάρολαϊν, είναι το μεγαλύτερο κέντρο πληροφοριών του χωριού αλλά το δίκτυό της μόνο μία φορά απέτυχε, όταν ήρθε να εγκατασταθεί ο Ηρακλής Πουαρό και κανείς δεν κατάφερε να του πάρει πληροφορίες για την ταυτότητά του. «Έχω την εντύπωση πως κάποιος άνθρωπος με νοοτροπία παρόμοια με αυτή της Κάρολαϊν πρέπει να ήταν εκείνος που εφηύρε τις ερωτήσεις για τα διαβατήρια» (σελ. 40), παραδέχεται ο γιατρός. Με το ίδιο χιούμορ περιγράφεται και η χήρα του Σέσιλ Άκροϊντ: «Είναι σα να βλέπεις ένα σωρό από αλυσίδες, δόντια και κόκαλα» (σελ. 55). Και στη συνέχεια: «Μου πρότεινε μια χούφτα αρθρώσεις και δαχτυλίδια για να σφίξω…» (σελ. 55). Η συγγραφέας μάλιστα δε διστάζει προκειμένου να τονίσει την τραχύτητα ενός κυνηγού αγρίων ζώων, του ταγματάρχη Χέκτορ Μπλαντ, να απομυθοποιήσει και την όπερα: «Αλλόκοτος τρόπος διασκέδασης… χειρότερος σαματάς κι από αυτόν που κάνουν οι ιθαγενείς με τα ταμπούρλα τους» (σελ. 128). Να όμως και μια ωραία διατυπωμένη άποψη της διαίσθησης: «Οι γυναίκες υποσυνείδητα παρατηρούν χίλιες λεπτομέρειες χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι το κάνουν. Ο υποσυνείδητος νους τους συνδυάζει αυτές τις λεπτομέρειες… και το τελικό αποτέλεσμα βαπτίζεται διαίσθηση» (σελ. 172). Κι όλα αυτά περνάνε μέσα από την ενδελεχή καταγραφή των γεγονότων από τον Σέπαρντ.
Ο Ρότζερ Άκροϊντ, επιτυχημένος κατασκευαστής τροχών αμάξης, κοντά στα πενήντα, είναι η ψυχή του χωριού με τις δραστηριότητες και τις αγαθοεργίες του. Χήρος όταν η σύζυγός του πέθανε από αλκοολισμό, μεγάλωσε σα δικό του το παιδί της, τον Ραλφ Πάτον, έναν ατίθασο τώρα και εμφανίσιμο νέο. Τα κουτσομπολιά πήραν φωτιά όταν ήρθε στο χωριό η κυρία Φέραρς, χήρα επίσης συζύγου αλκοολικού, την οποία προόρισαν για τον κύριο Άκροϊντ, και η ανιψιά του αδελφού του, Σέσιλ, με την κόρη της, Φλόρα, η οποία αρραβωνιάστηκε τον Ραλφ Πάτον. Δεν είναι όμως οι μόνοι ύποπτοι της υπόθεσης ενώ οι συνεκτικοί δεσμοί μεταξύ των πρωταγωνιστών είναι πέραν πάσης υποψίας και ζωντανεύουν με αριστουργηματικό τρόπο, αποκαλύπτοντας εκείνες τις δευτερεύουσες ιστορίες που επιβαρύνουν την κεντρική υπόθεση, είναι όμως όλες τους αναπόσπαστα κομμάτια μιας εκπληκτικής ιστορίας.
Ο διάσημος ντετέκτιβ θέτει τον εαυτό του στις υπηρεσίες της αστυνομίας για να τη συνδράμει και να μην κάνει μόνος του έρευνες: «… τις περισσότερες επιτυχίες μου τις σημείωσα με τη βοήθεια της αστυνομίας. Τρέφω απέραντο σεβασμό για την αγγλική αστυνομία» (σελ. 102). Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Κινγκ’ς Άμποτ, ένα μικρό χωριό που έχει χόμπι το κουτσομπολιό! Οι ανακρίσεις και οι τυπικές διαδικασίες ανήκουν στον επιθεωρητή Ντέιβις κι όταν τα πράγματα αρχίζουν να δείχνουν προς τον Ραλφ Πάτον, η ανήσυχη και πεπεισμένη για την αθωότητά του Φλόρα απευθύνεται στον Ηρακλή Πουαρό.
Πρόκειται για ένα από τα πιο έξυπνα και ανατρεπτικά μυθιστορήματα της Agatha Christie που έφερε μεγάλη αναστάτωση όταν δημοσιεύθηκε και μου άρεσε τόσο πολύ που, όποτε διαβάζω μεταγενέστερο μυθιστόρημα μ’ αυτήν την κεντρική ιδέα, το θεωρώ απλώς αντίγραφο της συναρπαστικής ιστορίας του Ρότζερ Άκροϊντ. Όταν το διάβασα για πρώτη φορά είχα μείνει άφωνος αλλά δεν εξεμάνην όπως πολλοί άλλοι αναγνώστες, κυρίως της εποχής που γράφτηκε, μιας και είχα καταλάβει πως η συγγραφέας δεν παίζει με τους κανόνες ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, παρά κάνει τα δικά της «κόλπα», κρυφές ματιές και χαριτωμένες εξαπατήσεις που της χάρισαν την πιο σημαντική θέση στην αστυνομική λογοτεχνία. Τώρα που διάβασα ξανά τη «Δολοφονία του Ρότζερ Άκροϊντ» με αφορμή τη νέα μετάφραση, εστίασα στις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που μου υποδείκνυαν τον δολοφόνο, ήταν όμως τόσο συγκεκαλυμμένα γραμμένες που άνετα βγαίνουν διττά νοήματα. Και φυσικά απόλαυσα την ανεπανάληπτη μεθοδολογία του τελικού συμπεράσματος που διατύπωσε ο Πουαρό, με την οποία βοηθιέται ο αναγνώστης να καταλήξει στον ένοχο πριν την καθαυτή αποκάλυψη. Επομένως, μιας και δεν μπορώ να γράψω πολλά για την υπόθεση, θα τονίσω πως πρόκειται για μια κλασική περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον Ηρακλή Πουαρό, που διαδραματίζεται σ’ έναν κλειστό κύκλο υπόπτων και ολοκληρώνεται με τη συνηθισμένη παράταξη αυτών σ’ ένα δωμάτιο. Μόνο που εδώ, όταν φτάσει κάποιος στο τελευταίο κεφάλαιο, ας φροντίσει να είναι απερίσπαστος μέχρι να τελειώσει το βιβλίο.
Η αποτυχημένη απόσυρση του Πουαρό για να καλλιεργήσει κολοκυθάκια, μιας και μπλέκεται στην υπόθεση του Ρότζερ Άκροϊντ, μνημονεύεται αργότερα στους «Φόνους με αλφαβητική σειρά», που είναι το 13ο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον Βέλγο ντετέκτιβ. Παραδόξως όμως, ο Πουαρό την επιθυμία του για τη συνταξιοδότηση και τα κολοκυθάκια την εκφράζει ήδη από τη συλλογή διηγημάτων «The labours of Hercules» (27ο βιβλίο στη σειρά!), κάτι που έχει μπερδέψει αρκετούς αναγνώστες ως προς τη σειρά έκδοσης και τη σειρά αφήγησης των περιπετειών. Τέλος, ο λοχαγός Χέιστινγκς έχει πλέον εγκατασταθεί στην Αργεντινή, λείπει όμως αφόρητα στον φίλο του, που παραδέχεται σχεδόν προσβλητικά: «Ενίοτε εκδήλωνε τάσεις ηλιθιότητας, που σε έκαναν να απελπίζεσαι, όμως σε κάθε περίπτωση μου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Φανταστείτε, λοιπόν, έχω φτάσει στο σημείο να μου λείπει ακόμη και η βλακεία του» (σελ. 42). Ευτυχώς όμως, όταν πλησιάζουμε προς το τέλος, τον επαινεί: «Πάντοτε, όποτε είχα μια σπουδαία υπόθεση, βρισκόταν στο πλευρό μου. Και με έχει βοηθήσει… Υπήρχαν φορές που έκανε κάποιο εντελώς σαχλό σχόλιο, μα εκείνο το σαχλό σχόλιο μου φανέρωνε την αλήθεια» (σελ. 277)! Πάντως, ο αστυνόμος Χέιζ που αναφέρεται ότι είχε συνεργαστεί παλαιότερα με τον Πουαρό σε κάποια υπόθεση δεν αναφέρεται σε άλλο βιβλίο.
Το αξεπέραστο αυτό μυθιστόρημα της Agatha Christie είναι η τέταρτη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό και κυκλοφόρησε σε Αγγλία και Αμερική το 1926. Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον παρεμφερή τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Άκροϊντ» και σήμερα (2019) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με εισαγωγή και υστερόγραφο της βιογράφου Λόρα Τόμσον και με νέα μετάφραση (του Χρήστου Καψάλη). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins (1993) ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι