Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
24-07-2019 18:22
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διασκεδαστικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Η γεμάτη υποσχέσεις δεκαετία του 1980 με τα φανταχτερά καταστήματα και αυτή του 1990 με τις νέες προσδοκίες και με τα δειλά βήματα του σχολικού εκφοβισμού και της αποδοχής των ομοφυλόφιλων, λάθη που κοστίζουν ακριβά, επιλογές που σε πηγαίνουν εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι ήθελες ή είχες σχεδιάσει, δυστυχισμένες οικογένειες και κατεστραμμένες καριέρες, όλα τακτικά τοποθετημένα μέσα στα τάπερ των αναμνήσεων της Αλίκης και του καθενός από μας. Αυτά και άλλα τόσα είναι το νέο μυθιστόρημα της κυρίας Έλενας Ακρίτα και τα έχει όλα: χιούμορ και δάκρυ, πίκρα και γέλιο, αναμνήσεις χαράς και δυστυχίας, ποικίλες ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων που επηρεάζονται από σημαντικά γεγονότα της εποχής τους και αλλάζουν αντιλήψεις, χαρακτήρα, στάση ζωής, νοοτροπία, αποφάσεις, σκέψεις.
Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τρεις γυναίκες, την Αλίκη, βαφτιστήρα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τη μάνα της, Ελένη, που δουλεύει στο Μινιόν και ταυτόχρονα κάνει επιδείξεις τάπερ, και τη γιαγιά της, Κοραλία, που ξεκίνησε καθαρίστρια στα στούντιο της Φίνος Φιλμ για να συνεχίσει ταξιθέτρια στο θέατρο της εθνικής μας σταρ. Τρεις άρρηκτα δεμένες ζωές, με τις Κυριακές και τις Δευτέρες τους, με τους μπλεγμένους έρωτες και τις απογοητεύσεις, με τις ανατροπές και τις εκπλήξεις, με τους χωρισμούς και τις πολιτικές αντιλήψεις. Γύρω τους μια πλειάδα εξαιρετικά δουλεμένων και προσεκτικά επιλεγμένων χαρακτήρων τις συνοδεύει σε αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή, χαρίζοντας ανεπανάληπτες κωμικοτραγικές στιγμές και στιγμιότυπα μιας εποχής που πέρασε και μιας εποχής της οποίας ζούμε τα απόνερά της μ’ εκείνο τον κλαυσίγελω που σχηματίζεται όταν τα σκεφτόμαστε.
Η ιστορία ξεκινάει με την κλασική γραφή της κυρίας Ακρίτα, με χιούμορ δηλαδή και αρμονική ένταξη δικών της αναμνήσεων, διαβασμάτων και ερευνών στα πρώτα βήματα της πλοκής που διάλεξε να χαρίσει στους αναγνώστες. Περιστατικά και σκηνές απείρου κάλλους που χαρίζουν αβίαστο γέλιο και ταυτόχρονα ένα μειδίαμα για όσα πέρασαν και χάθηκαν. Ευχάριστα στιγμιότυπα που στη συνέχεια όμως, και χωρίς να παραμερίζονται τα προτερήματα της γραφής, αρχίζουν να ωριμάζουν, να δένουν, να συγκροτούνται σε ένα μυθιστόρημα με σκληρές επιπλοκές. Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων σταδιακά μας απομακρύνουν από τη Φίνος, την Κυψέλη και το Μινιόν για να μας ταξιδέψουν στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ, τη δίκη του Κοσκωτά, το ατύχημα του Τσερνόμπιλ, τη λαμπερή πορεία Καρέζη και Βουγιουκλάκη, όλα τους μικρά διαμαντάκια στο διάδημα της ζωής μας που στήνει δεξιοτεχνικά η συγγραφέας. Δεν χρησιμοποιούνται δηλαδή οι αναμνήσεις και τα βιώματα μιας σημαντικής κυρίας του πολιτισμού μας για να ντύσουν ένα αφήγημα για το οποίο θα συζητάνε οι κολωνακιώτισσες κυρίες στα καρμπόν κυριακάτικα πρωινά τους αλλά για ένα μυθιστόρημα σωστά δομημένο, άρτια σχεδιασμένο και γεμάτο αντιφατικά συναισθήματα και απανωτές εκπλήξεις και ανατροπές, που όταν φτάσει το πολυπόθητο και λυτρωτικό φινάλε ο γύρω και μέσα μας κόσμος δε θα είναι ξανά ο ίδιος.
Η γιαγιά Κοραλία ζει σ’ ένα τριάρι στην Κυψέλη, σ’ ένα σαλονάκι «Η Φίνος Φιλμ παρουσιάζει», όπου ένα συνονθύλευμα παράταιρων αντικειμένων, δώρο από τον Φίνο για την προκοπή και την εργατικότητά της που δούλευε επί 27 χρόνια ως καθαρίστρια στα πλατό («σαν ρουφηξιά τσιγάρου πέρασαν») απαρτίζουν την καθημερινότητά της, όλα πράγματα που έπαιξαν τον δικό τους σιωπηλό ρόλο στις ταινίες. Η μαμά Ελένη μεγάλωσε μόνη την κόρη της κι αργότερα γνώρισε τον άνθρωπο που δέχτηκε να αποκαταστήσει εκείνη και να υιοθετήσει το παιδί, μόνο που αυτό θα είναι η αρχή μιας ανατρεπτικής σειράς ερωτικών και όχι μόνο μπερδεμάτων. Τέλος, η Αλίκη, με τα τάπερ της ερμητικά κλειστά, γεμάτα σκέψεις, φόβους, απορίες, τινάζει τη μαθητική της ζωή στον αέρα όταν ερωτεύεται τον καθηγητή της κι από κει και πέρα εξελίσσεται ένα συναρπαστικό γαϊτανάκι γεγονότων που θ’ αλλάξει για πάντα τις ζωές όλων τους έτσι και πάψει να είναι πλατωνικό. Γύρω τους κινούνται ο Πέτρος κι ο Δημήτρης, ένα ζευγάρι που έχει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να γίνει ευτυχισμένο, η τσατσά Φιφή, ο πιο απροσδόκητος φίλος και σύμμαχος της οικογένειας, η κολλητή φίλη της Αλίκης, Δόμνα, που ζει τραγικές περιπέτειες με απροσδόκητες εξελίξεις, η Μιρέλλα που μπλέκεται σ’ έναν γάμο συμφερόντων και τόσοι άλλοι. Ιστορίες, περιπέτειες, εξελίξεις, εμπόδια, ανατροπές, ένα αθόρυβο ποτάμι με αναπάντεχες στροφές και ασταμάτητη, διαρκή ροή.
Κι όλα αυτά γραμμένα πότε με γέλιο και πότε με δάκρυ, να τα χειρίζεται η κυρία Ακρίτα με κυνισμό κι αγάπη ταυτόχρονα, να τα απωθεί από κοντά της και να τα ξαναφέρνει στην αγκαλιά της μετανιωμένη, να δείχνει με το δάχτυλο και να σηκώνει και το χαλί να κρύψει τη σκόνη, να τα μπερδεύει και να τα ξεκαθαρίζει, να μας στερεί και να μας χαρίζει, μια ασταμάτητη δηλαδή καλολαδωμένη μηχανή ποικίλων συναισθημάτων που θα ταξιδέψουν τον αναγνώστη σ’ ένα πολυεπίπεδο, μεστό, γεμάτο εικόνες, ένταση, συναίσθημα μυθιστόρημα. Σε πολλά συμφώνησα και σ’ άλλα τόσα διαφώνησα, κάπου ήθελα μια άλλη τροπή, κάπου αλλού συναίνεσα, κάπου θύμωσα και κάπου ανακουφίστηκα. Πολλές φορές στο νέο μυθιστόρημα της συγγραφέως διάβασα για καταστάσεις δύσκολες, απάνθρωπες και τραγικές αλλά και για μαντάτα ευφρόσυνα, χαρούμενα, αισιόδοξα. Και, όπως κάνει κάθε βραβευμένο με Michellen αστέρι εστιατόριο που σέβεται το μενού του, έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η συγγραφέας αποδομεί στα οργανικά του συστατικά τον κάθε χαρακτήρα, τον απογυμνώνει, τον παρουσιάζει με ολίγη, σκόρπια τήδε κακείσε, σάλτσα και rare ψήσιμο. Σαρκασμός, κυνισμός και ταυτόχρονα φροντίδα, έγνοια, αγάπη για ό,τι παρουσιάζεται και περιγράφεται.
Το χιούμορ είναι παντού διάχυτο. Εκτός από αξέχαστες σκηνές πολλών σελίδων, όπως τα πρώτα και μοναδικά γενέθλια που έκανε η γιαγιά Κοραλία στο διαμέρισμα της Σποράδων στην Κυψέλη ή την ανεκδιήγητη εκδίκηση που πήρε η μάνα μιας μαθήτριας από τον διευθυντή του σχολείου μετά την απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης της, έχουμε και βιτριολικές ατάκες είτε απότοκες του σουρεαλιστικού των γεγονότων είτε απροσκάλεστες αλλά απαραίτητες σε δύσκολες περιστάσεις. Ιδού η απάντηση της τσατσάς Φιφής όταν τη ρώτησαν τι δουλειά κάνει: «-Εισαγωγές-Εξαγωγές, είπε την αλήθεια η Φιφή. Απλώς δεν ανέφερε το προϊόν» (σελ. 46). Δε θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο περιγράφηκε η προϊσταμένη ορόφου στο Μινιόν, ένας χαρακτήρας που όλοι συναντάμε με διάφορες μορφές στην επαγγελματική μας ζωή: «Ήταν πάντα ο μέσος όρος, δέκα φορές να την έβλεπες δεν τη θυμόσουν, γι’ αυτό η Ανθούλα έγινε πικρόχολη με τα χρόνια. Οι μέσοι όροι γεμίζουν μίσος γι’ αυτούς που τους προσπερνούν χωρίς να τους γνωρίζουν» (σελ. 19). Το ίδιο γλυκόπικρη είναι η στάση της κυρίας Ακρίτα και απέναντι στον δειλό αλλά γεμάτο φιλοδοξίες για παράσημα και προτομή του, στρατιωτικό, πατέρα του Ανέστη, Θεοδόσιο ή Σάκη: «Πέθανε ακριβώς όταν η κυρία Νίκη είχε πια βαρεθεί να του σιδερώνει στολές και να τις κρεμάει προσεχτικά στα μετόπισθεν της ζωής του» (σελ. 30). Κι όλη αυτή η δύναμη και η ενάργεια ζωντανεύουν ανάγλυφα χαρακτήρες λίγων σελίδων, φανταστείτε δηλαδή πόσο καλά και ακριβοδίκαια έχουν καταγραφεί οι πρωταγωνιστές.
Η δύναμη των λέξεων που χρησιμοποιεί η συγγραφέας και ο τρόπος με τον οποίο τις τοποθετεί μπροστά στα μάτια του αναγνώστη είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Δε γίνεται να μη δακρύσεις όταν διαβάζεις κάτι τέτοιο: «Όταν είσαι μικρός, μόνος και φοβισμένος, δεν ξεχνάς ποτέ τη νύχτα του απόλυτου τρόμου σου, μια δεύτερη μάνα σου έδωσε να φας πατατούλες τραγανές και αυγά μάτια όμορφα σαν κεχριμπάρι» (σελ. 65). Ούτε φυσικά θα μείνει άδακρυς οφθαλμός στο τέλος του μυθιστορήματος, όπου ο ρεαλισμός μπλέκεται γλυκά με τον σουρεαλισμό και καταγράφονται αλησμόνητες σκηνές αποχαιρετισμού. Αυτή η πένα, αυτό το στυλ, μπορεί να καταστρέψει με μία μόνο πρόταση την ατμόσφαιρα που έχει στήσει αμέσως πριν και να απογειώσει ή να προσγειώσει τα δρώμενα του κεφαλαίου ή της παραγράφου σε χρόνο dt: «Δεν υπάρχει πιο ισχυρός οδοστρωτήρας από τη ρουτίνα. Έρχεται μια στιγμή που ένα νόστιμο λεμονάτο είναι πιο σημαντικό από ένα ηλιοβασίλεμα μετά τον έρωτα… οι κουβέντες όταν δεν τις θέλεις και η σιωπή όταν δεν την αντέχεις» (σελ. 72). Και παρακάτω: «Με τους μυστικούς έρωτες να κορώνουν και λαμπαδιάζουν, οι φιλίες περνάνε στο πίσω κάθισμα του οχήματος με τα σπασμένα φρένα» (σε. 188). Και τέλος: «Τα δύο βασικά τους προβλήματα ήταν, πρώτον, η φθορά και, δεύτερον, η αδιαφορία τους να κάνουν το παραμικρό γι’ αυτή» (σελ. 283).
Το μυθιστόρημα καλωσορίζει τον αναγνώστη στα σαλόνια των σπιτιών της Κυψέλης, του Βύρωνα, του Κολωνακίου και στα άδυτα της ψυχής των γυναικών κυρίως, καταγράφοντας διαχρονικές παρατηρήσεις για γεγονότα και αντιλήψεις που θα μείνουν πάντα ίδια, όσα χρόνια κι αν περάσουν: «Πόσο με καταλαβαίνεις, κι εγώ τα ίδια περνάω, τα ίδια μαρτύρια, τα ίδια βάσανα, εσύ καλά, εγώ ας τα λέμε, πώς περάσατε, να εδώ οικογενειακά, συγχαρητήρια, συλλυπητήρια, περαστικά, καλορίζικος, να ζήσετε, να σας ζήσουν. Ίδια λόγια, ίδιες ζωές, λες και παντρεύτηκαν όλες τον ίδιο άντρα κι έκαναν τα ίδια παιδιά» (σελ. 10). Άνθρωποι που «χάσανε το πλοίο της γραμμής» και τα Κύθηρα της ζωής ποτέ δε θα τα βρούνε. Πόσο παραστατικά και με μετρημένες λέξεις αναδεικνύεται μέσα στην απλότητά της η ζωή μιας οικογένειας: «Η ζωή τους μπορεί να ήταν μια σταλιά αλλά ήταν τακτική, καθαρή και σιδερωμένη σαν τις στολές της πωλήτριας και της ταξιθέτριας που έφερναν το ψωμί σ’ αυτό το σπίτι… Ήσυχες μέρες περασμένες με παρκέ, όμορφες, γυαλιστερές» (σελ. 18). Και τα τάπερ στη ζωή της Αλίκης να παίζουν τον δικό τους ρόλο: «Έτσι, τα βράδια καθόταν στο δωμάτιό της, άνοιγε τα πολύχρωμα τάπερ της και στοίβαζε μέσα φόβους και δάκρυα κι αμφιβολίες κι αγωνίες και μοναξιές κι απελπισίες κι ερωτήσεις χωρίς απάντηση. Με το αεροστεγές τους καπάκι φυλάκιζε τους πόνους της καρδιάς με την ελπίδα πως χωρίς αέρα τα δάκρυά της θα πνίγονταν για πάντα» (σελ. 122). Και η συγγραφέας εκεί, να βαστά μαχαίρι και βαμβάκι και να τα τοποθετεί εναλλάξ στο μυαλό του αναγνώστη ή, ακόμη χειρότερα, ταυτόχρονα.
Από την άλλη, με πόσο λυρικό τρόπο ντύνει το κείμενο τις δυσκολίες της ζωής μιας πόρνης: «Η Τζίνα δεν έμοιαζε με τις άλλες πουτάνες, που μέσα τους έκρυβαν φοβισμένα παιδιά στριμωγμένα σε μια γωνίτσα της ζωής τους της ίδιας» (σελ. 100). Πόσο κοφτά, ωμά και ρεαλιστικά καταγράφονται οι σκηνές σ’ ένα νοσοκομείο: «Γύρω κόσμος, φωνές, άρρωστοι, επισκέπτες, κατουρημένες πάπιες που πηγαινοέρχονταν, δίσκοι με τους ζελέδες της θλίψης, μουτρωμένες νοσοκόμες, νυσταγμένοι γιατροί, βογκητά και παντόφλες. Πολλές παντόφλες. Παντόφλες αντρικές, γυναικείες, μάλλινες, σατινέ, παιδικές, παντόφλες του πόνου και της κούρασης και της αγωνίας και της ελπίδας και του χρόνου που πάγωνε μέσα στις καρδιές» (σελ. 199-200). Με πόσο πόνο ψυχής σκύβει η κυρία Ακρίτα πάνω από ένα παιδί: «Ο καθένας στον κόσμο του και στη μέση ένα κοριτσάκι που μεγάλωνε σαν πεταμένο χαρτομάντιλο» (σελ. 147).
Παρ’ όλα τα προτερήματά του, από ένα σημείο κι έπειτα το μυθιστόρημα με κούρασε, μιας και η κυρία Άκριτα έδειξε αχρείαστη επιμονή απέναντι στη λεπτομερή ανέλιξη και εξέλιξη των ιστοριών. Τα ζευγάρια που διάλεξε για να επικεντρωθεί έζησαν γεγονότα μεν που άλλαξαν τον ρου της ευτυχίας τους, ήταν πολλά όμως και δεν πιστεύω πως χρειάζονταν, κι ας διανθίζονταν με σημαντικά κωμικοτραγικά στιγμιότυπα για να δίνουν την απαραίτητη σπιρτάδα που θα τραβήξει τον αναγνώστη ως το τέλος. Για παράδειγμα, η ζωή της Αλίκης, με τη γνωριμία και τις επιλογές που έκανε, πιστεύω πως δε χρειαζόταν ν’ αναπτυχθεί τόσο πολύ ή να καταγραφούν τόσα πολλά γεγονότα που δείχνουν τις αλλαγές του χαρακτήρα της και τη φθορά της σχέσης της με τον σύζυγό της. Με τον ίδιο τρόπο εξελίσσονται και οι ζωές του Πέτρου και του Δημήτρη κι ακόμη «χειρότερα» η ίδια η Ελένη, που φτάνει να ζει ένα σωρό ερωτικά σκαμπανεβάσματα, εμπλεκόμενη σε απείρου κάλλους γεγονότα. Αντίθετα, οι ζωές της Δόμνας και της Φιφής καταγράφονται ακριβώς όπως πρέπει, συμπυκνωμένα και γεμάτες ένταση.
Η σπιρτάδα του Γιάννη Ξανθούλη και η μελαγχολία της Αλκυόνης Παπαδάκη αγκαλιάζουν το ταλέντο της κυρίας Ακρίτα και δημιουργούν ένα αξέχαστο μυθιστόρημα, που αντικατοπτρίζει τις ζωές τριών γυναικών και τις εξελίξεις τριών δεκαετιών (1970-1990). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που με στενοχώρια ολοκλήρωσα, μιας και δεν ήθελα να αποχωριστώ τις ζωές των χαρακτήρων που τόσο απλόχερα μου χαρίστηκαν και χωρίς αιδώ μου συστήθηκαν. Γυναικεία κακοποίηση, σχολικός εκφοβισμός, η σιωπή της ομοφυλοφιλίας, οι ριζικές αλλαγές των καταστάσεων και εξ αυτών των συμπεριφορών σε μια σχέση κι έναν γάμο (γι’ αλλού κινήσαμε εμείς κι αλλού η ζωή μάς πάει), ο αντίκτυπος από τα πολιτικά σκάνδαλα, η μετατροπή έξυπνων και με προσόντα γυναικών σε υποχείρια συζύγων κομπλεξικών και τόσο μα τόσο λίγων, η λάμψη της Αλίκης Βουγιουκλάκη και ο τρόπος με τον οποίο επηρέασε τον κόσμο γύρω της, οι «αλύτρωτοι» της δεκαετίας του 1970 που ήταν παγιδευμένοι στον σκληρό νόμο περί διαζυγίου που άλλαξε άρδην το 1983 και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα γεγονότα συμπορεύονται με μια πλειάδα χαρακτήρων που αγάπησα, μίσησα, συμπόνεσα και απώθησα. «Τα τάπερ της Αλίκης» είναι μια κατάθεση ψυχής, γεμάτη ειλικρίνεια και ρεαλισμό, χωρίς ωραιοπάθειες και στρουθοκαμηλισμούς, ένα δυνατό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι