Κρυσταλλία την βάφτισαν και την φωνάζαμε, μέχρι που έφτασε στα 12 της. Κρυσταλλία, σαν να λέμε καταγγελία ή κάτι σαν απαγγελία. Κρουστάλλω ή Λιολιώ την έλεγα μόνο εγώ, κι αυτό σαν ήθελα να της τσιγκλήσω τα νεύρα. Λιολιώ το πειραχτήρι κι εγώ ο Βίκτωρ ο επονομαζόμενος από εκείνη και ως σπασίκλας ή σούργελο. Με τη Λία είχαμε σχεδόν την ίδια ηλικία, άντε να με περνούσε κάτι μήνες. Δυο αδελφάδων παιδιά ήμασταν. Μαζί μεγαλώσαμε. Στον πάνω όροφο εγώ και στον κάτω εκείνη. Η μάνα μου η Θεώνη, μας έλεγε πως μοιραστήκαμε σαν βρέφη το ίδιο γάλα. Από το ένα βυζί της κρεμόμουν εγώ κι από το άλλο η ξαδέλφη μου, μιας και της θείας Έλσας, αποκόπηκε το γάλα νωρίς. Και ύστερα σαν μεγαλώσαμε, πάλι μαζί ήμασταν. Μαζί στο ίδιο σχολείο, στην ίδια τάξη. Μαζί και στα ανδραγαθήματά μας. Ανδραγαθίες του τότε, που κάποιες από αυτές μας χάρισαν λάφυρα-παράσημα, σημάδια στα κορμιά μας για να μας θυμίζουν ότι κάποτε ήμασταν παιδιά και μάλιστα μπουμπούκια ολάνθιστα. Η Λία! Η γλυκιά μου και καλή μου εξαδέλφη που ήταν πάντα μέσ στην τρελή χαρά και τα έβλεπε όλα κάτασπρα. Άντε μερικές φορές κόκκινα και στο τέλος όλα μαζί ανάμεικτα έπαιρναν ένα γλυκό χρώμα του ροζ, σαν τα λουλούδια της ροδακινιάς. Κάποιες φορές είχε και την ψευδαίσθηση πως μύριζε το άρωμά τους. Για εκείνη πάντα θα ανέτελλε κάποιος ήλιος που θα της φώτιζε τα θέλω της και τα γουστάρω της κι ας ήταν βράδυ κι ας υπήρχε καταχνιά. Ενώ εγώ; Τα έβλεπα όλα μαύρα, άσχετα αν ο ήλιος μου τύφλωνε τα μάτια. Για εμένα υπήρχε πάντα η συννεφιά κόβοντας με σύγκρυο στην ιδέα των λανθασμένων επιλογών και αποφάσεων. Την Λία πάντα την τραβούσε σαν μαγνήτης το λάθος και η γλυκιά αμαρτία. Όπου λάθος, όπου αμαρτία, εκείνη ήταν εκεί δηλώνοντας παρούσα.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.