Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
15-02-2019 17:20
Υπέρ Ενδιαφέρον, Καθηλώνει, Διδακτικό
Κατά
«Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια…»
Ο Αμερικανικός Νότος του 1930 ξεδιπλώνεται μπροστά μας μέσα από την ιστορία του Άττικους και των παιδιών του, Τζεμ και Σκάουτ, στο βιβλίο της Harper Lee που έχει μαγέψει πάνω από πενήντα εκατομμύρια αναγνώστες παγκοσμίως. Μετά από 58 χρόνια το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» εξακολουθεί να διακηρύττει το μήνυμα της ισότητας των ανθρώπων μέσα από την σκληρότητα αλλά και από την τρυφερότητα της γραφής του διερευνώντας μεγάλα θέματα που ταλανίζουν ακόμα και σήμερα την κοινωνία μας. Ένα βιβλίο που ανήκει πλέον στα μεγάλα κλασικά όλων των εποχών και δικαίως κατέχει εξέχουσα θέση στις καρδιές αμέτρητων αναγνωστών δίνοντας του μια διαχρονική αξία μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Και όταν το διαβάζεις ταυτόχρονα με την έφηβη κόρη σου η αξία του γίνεται αυτόματα ανεκτίμητη!
«Κάνω το κατά δύναμη ν’ αγαπάω όλο τον κόσμο, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο. Κοίτα, μωρό μου, ό,τι και να σε πει ο άλλος για να σε πληγώσει, στην ουσία δεν θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του…»
Ο Τζεμ και η Σκάουτ μεγαλώνουν στο Μέικομπ της Αλαμπάμα με τον Άττικους, τον δικηγόρο πατέρα τους, και την Καλπούρνια, τη νέγρα υπηρέτρια τους, που φροντίζει για όλα καθώς η μητέρα τους δεν υπάρχει πια. Τη δεκαετία του ’30 στον Αμερικανικό Νότο επικρατεί ο ρατσισμός, η προκατάληψη, η βία, ο συντηρητισμός, οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις. Μέσα σε αυτή την μικρή και κλειστή κοινωνία καλείται η επτάχρονη Σκάουτ να κατανοήσει τον παραλογισμό των μεγάλων που κρύβουν μυστικά πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών τους, που κοιτάνε με μισό μάτι τον διπλανό τους, που χώνουν τη μύτη τους παντού και εκφράζονται απροκάλυπτα για όλα και όλους. Ο Άττικους με την αστείρευτη στωικότητα του παλεύει να μεταδώσει στα παιδιά του αξίες, ιδανικά και ευαισθησία διδάσκοντας τα τον σεβασμό και την αγάπη απέναντι σε όλους τους ανθρώπους πέρα από το χρώμα του δέρματος τους ή την κοινωνική τους θέση. Τα κοτσύφια της ζωής είναι αμαρτία να τα σκοτώνεις συμβουλεύει τα παιδιά του και όταν ο πατέρας τους αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός μαύρου που κατηγορείται για το βιασμό μια κοπέλας η Σκάουτ και ο Τζεμ θα ανακαλύψουν ότι το γαλήνιο και ήρεμο Μέικομπ δεν είναι όπως φαίνεται στα μάτια τους. Η ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα ξυπνήσει από την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη.
«Δε θα καταλάβεις πραγματικά έναν άνθρωπο μέχρι να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία – μέχρι να βάλεις τα παπούτσια του και να περπατήσεις με αυτά…»
Η Harper Lee σε όλη τη συγγραφική της πορεία χάρισε στο αναγνωστικό κοινό μόνο δύο βιβλία με αρκετά χρόνια διαφορά το ένα από το άλλο. Είμαι σίγουρη ότι όταν ξεκινούσε να γράψει το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» ούτε η ίδια μπορούσε να φανταστεί ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα θα είχε παγκόσμια απήχηση από τους αναγνώστες και η γραφή της θα επηρέαζε τόσες πολλές γενιές με την διαχρονικότητα της. Όπως αναφέρει και η ίδια στο προλογικό της σημείωμα για την τριακοστή πέμπτη επετειακή έκδοση του βιβλίου «Τα Κοτσύφια εξακολουθούν ακόμη να λένε αυτά που έχουν να πουν· έχουν καταφέρει να επιβιώσουν όλα αυτά τα χρόνια χωρίς προλόγους». Και πιστέψτε με τα Κοτσύφια έχουν πολλά να πουν. Και τα λένε μέσα από τα μάτια της επτάχρονης Σκάουτ. Η επιλογή της συγγραφέως να μοιραστεί την ιστορία της μέσα από τη μικρή πρωταγωνίστρια της ανεβάζει την αξία αυτού του μυθιστορήματος μετατρέποντας το σε ένα ιδιαίτερα διδακτικό κείμενο το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να υπάρχει ως διδακτική ύλη στα σχολεία.
«Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο από την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό,τι και αν συμβεί. Πολύ σπάνια νικάς, όμως μερικές φορές γίνεται και αυτό.»
Η αθωότητα της μικρούλας Σκάουτ και ο απορημένος τρόπος που παλεύει να κατανοήσει τις αντιδράσεις του κόσμου που την περιβάλλει μην μπορώντας να διακρίνει ποιοι, λόγω ηλικίας, έχουν καλές ή κακές προθέσεις καθιστά το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» μια συνεχόμενη πάλη του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του και να τον ορίσει ως κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Τα μαθήματα ζωής που λαμβάνουν τα παιδιά του Άττικους μέσα από την τριβή τους με τους ανθρώπους της μικρής τους κοινωνίας αλλά και από τις απαντήσεις που τους δίνει ο πατέρας τους στα ερωτήματα τους τούς δημιουργεί το αίσθημα της ενσυναίσθησης και τους χαρίζει την ικανότητα να αναγνωρίσουν πότε κακομεταχειρίζεται ένας άνθρωπος εξαιτίας του χρώματος που έχει το δέρμα του. Η φράση «Να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια» αποκτά νέα βαρύτητα στα μάτια των παιδιών όταν ζουν από κοντά τον παραλογισμό των μεγάλων στην απόφαση του πατέρα τους να υπερασπιστεί έναν μαύρο, ένα κοτσυφάκι, και τα κάνει να συνειδητοποιήσουν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις αλλά και την αρνητική προδιάθεση που μαστίζει μια μικρή και κλειστή κοινωνία όπως είναι το Μέικομπ.
«Τα κοτσύφια δε μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια.»
Η συμβολικότητα του τίτλου του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» κρύβει μέσα της εκείνη την ακατανόητη ανισότητα και αδικία που αντιμετωπίζουν οι μικροί και ήσυχοι άνθρωποι που παλεύουν να περάσουν απαρατήρητοι λόγω του ότι διαφέρουν σε κάτι από τους υπόλοιπους. Είτε αυτό είναι το χρώμα του δέρματος τους, η κοινωνική τους τάξη, η σεξουαλικότητα τους, η φυλετική τους ταυτότητα. Αλλά κρύβει και εκείνο το αίσθημα της παιδικής αθωότητας που χάνεται «πεθαίνοντας» βάναυσα μέσα από σκληρά περιστατικά που καλούνται να βιώσουν στη ζωή τους ορισμένα παιδιά που τα οδηγεί στην ωριμότητα μιας πρόωρης ενηλικίωσης. Η Harper Lee χάρισε στην ανθρωπότητα ένα από τα πιο σημαντικά αναγνώσματα που έχουν υπάρξει ποτέ δημιουργώντας ίσως με τον ομορφότερο τρόπο ένα πραγματικό λογοτέχνημα μεταφέροντας μέσα στο πέρασμα του χρόνου τη συμβουλή που δίνει ο Άττικους στα παιδιά του ως μήνυμα αλληλεγγύης, συμπόνοιας και ανθρωπιάς σε όλες τις μελλοντικές γενιές για την εξάλειψη των προκαταλήψεων αλλά και των στερεότυπων αναφωνώντας τη μια και μοναδική αληθινή του ερμηνεία. Ότι τελικά μόνο ένα είδος ανθρώπων υπάρχει: ΑΝΘΡΩΠΟΙ!
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι