Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Αδέλφια
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

Αδέλφια μιας άλλης εποχής
  3
19-06-2022 17:06
Υπέρ  Γρήγορο
Κατά  Προβλέψιμο
Το μυθιστόρημα αυτο αφορά τη σχέση 2 αδελφων τη δεκαετία του 50 και του 60. Ενω είναι καλογραμμένο και σε κρατα σε εγρήγορση δεν οδηγείται ποτέ σε κορύφωση. Περίμενα να γίνει κάτι σύμφωνα με αυτά που διάβαζα και τελικά δεν έγινε τίποτα. Διαβάζετε εύκολα, αν και κάποιες εναλλαγές κουράζουν.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
31-07-2019 18:40
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Δυο αδέλφια, με τρία χρόνια διαφορά, μεγαλώνουν στις φτωχογειτονιές της Ελευσίνας του 1950. Ο μεγαλύτερος αγωνίζεται να βρει τον δρόμο του στη ζωή, πότε μπλέκοντας με παρέες, πότε κυνηγώντας το μεροκάματο, πότε φλερτάροντας με τον ποδόγυρο. Ο μικρότερος, τον παρακολουθεί στενά και ουσιαστικά ζει μέσα από αυτόν. Πού θα οδηγήσει αυτή η περίεργη σχέση; Πώς θα εξελιχθούν και πώς θα καλλιεργηθούν οι μεταξύ τους δεσμοί; Πώς θα επηρεάσει η συγγένειά τους τον αυστηρό πατέρα και τη σιωπηλή μητέρα;

Το μυθιστόρημα κυλάει σα νεράκι και συστήνει με λυρικό και διεισδυτικό τρόπο τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή και τον γύρω τους κόσμο, φίλους, συγγενείς, γείτονες. Η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση δίνει την ευκαιρία να μάθουμε καλύτερα τον τρόπο σκέψης, τις συμπεριφορές, τις αντιλήψεις, τους φόβους και τις απορίες των ατόμων που απαρτίζουν το περιβάλλον όπου ζει ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θανάσης. Το κείμενο έχει πολλές αρετές και ένα διαφορετικό στυλ απ’ όσα έχω διαβάσει ως τώρα. Κανένας άλλος από την οικογένεια δεν κατονομάζεται, μόνο ο Θανάσης, καθώς και οι εκτός σπιτιού, ακόμη και οι παππούδες και οι γιαγιάδες, όχι όμως οι γονείς ούτε ο αφηγητής. Ίσως αυτό είναι και μια από τις πρώτες ενδείξεις ότι το θέμα του βιβλίου είναι ουσιαστικά ο αδελφός και όχι τα αδέλφια. Ούτε και ο τόπος δράσης, που είναι η Ελευσίνα, καταγράφεται, παρά μόνο σκιτσάρεται από οικεία τοπόσημα που σίγουρα έχουν αλλάξει στην πορεία του χρόνου. Μάλιστα, στις σελίδες 173-174 ο συγγραφέας περιγράφει με εξαιρετικό λυρισμό και ρεαλισμό ταυτόχρονα την ομοιογένεια των κατοίκων: χτίστες, εργάτες, μεροκαματιάρηδες μα και άνθρωποι του Εμφυλίου που πηγαινοέρχονταν ακόμη τότε στα νησιά της εξορίας. Από την άλλη, η σύνταξη των περισσότερων προτάσεων τοποθετεί το ρήμα στο τέλος τους, δίνοντας έτσι δύναμη, ένταση και πρωτότυπο βάρος που δε θα τα είχαμε αν ακολουθούσαμε φυσιολογική ροή γραφής. Ως προς τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, το πρωθύστερο πρωταγωνιστεί αλλά ο συγγραφέας το χειρίζεται άψογα, δημιουργώντας έτσι κλίμα ανατροπών και εκπλήξεων. Τι γνώμη έχει για το κείμενο που γράφει; «Κουβέντες των γονιών μου στο τραπέζι, αφηγήσεις τρίτων, αδιάφορων κατά τα άλλα, προσώπων, και γεγονότα στα οποία συμμετείχα κι άλλα στα οποία ήμουν απλός θεατής συνυπάρχουν» (σελ. 91).

Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι οι τέσσερις γωνίες ενός κλασικού τετραγώνου της εποχής, που υπάρχει δίπλα στις ανεγειρόμενες οικοδομές από παράνομα συνεργεία εργατών, χτιστών και σοβατζήδων, με τις γειτονιές και τα χαμόσπιτα, με τους γύφτους και τον αρχαιολογικό χώρο σε απόσταση αναπνοής. Φτωχός αλλά τίμιος κόσμος, με αρχές και αξίες, πρόθυμος για κουτσομπολιό και γλέντι. Σε αυτό το περιβάλλον μεγαλώνουν δυο παιδιά, εκ των οποίων ο ένας τα παρατάει πριν πάει γυμνάσιο, για να ξεκινήσει προχειροδουλειές και να δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα αλλά χωρίς προθυμία και ζήλο. Φίλοι, παρέες, γυναίκες, διασκέδαση, μηχανάκια, μυστηριώδεις έξοδοι, κρυφά τηλεφωνήματα και μια διαρκής ζήλια για τον μικρότερο αδελφό. «Θέλοντας και μη, τον παρακολουθούσαμε στην ξέφρενη πορεία του, τρέχαμε για να τον προλάβουμε, μαθαίνοντας να χορεύουμε στον ρυθμό που μας έπαιζε και, μέχρι να συνηθίσουμε στο καινούργιο, το καινούργιο παρήρχετο και ξανατρέχαμε» (σελ. 139).

Στον αντίποδα έχουμε τον αφηγητή, για τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, μιας και φέρεται σαν ετερόφωτο άστρο γύρω από τον αδερφό του. Παρ’ όλο που τον γνωρίζουμε από τα μέσα του δημοτικού, το λεξιλόγιο και η αντίληψή του είναι κατά τι πιο ώριμα από συνομήλικά του παιδιά κι έτσι η καταγραφή των σκηνών είναι απόλυτα ρεαλιστική και όσο γίνεται πιο αντικειμενική. Είναι μια αράχνη που υφαίνει τον ιστό της γύρω από τον Θανάση, τον άνθρωπο που θα σκίσει αυτό το νήμα μόνο και μόνο για να το επιδιορθώσει αργότερα, όχι μετανιωμένος αλλά κάνοντας τον μεγάλο άντρα, αυτόν που έχει περισσότερη πείρα. Τα γεγονότα ξεκινάνε περίπου το 1957 και φτάνουν ως τα είκοσι χρόνια του μεγάλου αδελφού, όμως ο αφηγητής παραμένει στη σκιά. Ελάχιστα αποσπάσματα της δικής του ζωής τραβάνε την προσοχή, δημιουργώντας έτσι ένα πρωτότυπο και «περίεργο» δέσιμο με τον καθαυτό πρωταγωνιστή, τον μεγάλο αδελφό. Ο αφηγητής μιλάει ελάχιστα για τον εαυτό του και γενικά δείχνει υποτακτικός, πειθήνιος, σιωπηλός, εσωστρεφής. Κάνα δυο φορές μάλιστα που παρασύρθηκε και μίλησε για τον χαρακτήρα του και τα χόμπι του, αμέσως ζήτησε συγνώμη από τον αναγνώστη για να προχωρήσει στην καθαυτή ιστορία!

Ο πατέρας είναι ακριβώς το πρότυπο του άντρα της εποχής, χωρίς όμως ακρότητες. Έχει το καφενεδάκι του που μες στη μέρα γίνεται και μαγειρείο, έχει το κούτελο καθαρό, κάτι που απαιτεί και για την οικογένειά του αλλά ως εκεί. Δεν είναι ο τρομερός πατέρας-αφέντης αλλά ο πατέρας που φέρνει μεροκάματο, που έχει όνειρα και σχέδια για τα παιδιά του και που καταφεύγει στο ξύλο για αντίποινα και τιμωρία μόνο για σοβαρούς λόγους, όπως τα ξεπορτίσματα του Θανάση και το συνεχές ρεζίλεμα με τα κατορθώματά του στη Σιβιτανίδειο και στη γειτονιά. Κάποια στιγμή το παίρνει απόφαση πως ούτε έτσι θα μπει στον ίσιο δρόμο ο γιος του και υποχωρεί. Με τη σειρά του ο αφηγητής δεν τρώει ξύλο, άλλωστε αν κατάλαβα καλά, ως πειθήνιο, άβουλο και, γιατί όχι, δειλό άτομο ακολουθεί τις πανεπιστημιακές σπουδές, βιώνει όμως κάτι χειρότερο: «…έτρεμα και την οργή εκείνου, που δεν με χτυπούσε για τα σπασίματα, με τη φωνή του με τιμωρούσε και με κάτι κοφτές, επιτιμητικές λέξεις που με αποτελείωναν» (σελ. 152). Έτσι καταγράφεται ο μέσος όρος μιας φτωχής οικογένειας του 1950 και στήνεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ξεπορτίζει ο μεγάλος και θα αναφύεται σαν κισσός ο μικρός.

Έχουμε όμως και τη μητέρα, σιωπηρή, βουβή, να κλαίει αντί να επεμβαίνει στις αποφάσεις του πατέρα, υπάρχουν όμως στιγμές που κάνει και τις δικές της κρυφές επαναστάσεις, π. χ. τσιγάρο. Το αποκούμπι της είναι ο αφηγητής, στον οποίο εκμυστηρεύεται τις σκέψεις και την ανησυχία της για τον Θανάση: «Έλιωνε ανήμπορη εκείνη μέσα στον ρόλο της τον δεύτερο και στα καθημερινά της ρούχα που αρνιόταν ν’ αποχωριστεί …» (σελ. 96). Έχει και μια υποτυπώδη κοινωνική ζωή, δεν ξεφεύγει όμως ούτε από τη ροή που χαράζει ο άντρας της ούτε από το στενό πλαίσιο του νοικοκυριού της. Κλασική μάνα, πάντα θα βρίσκει μια δικαιολογία για τον Θανάση, θα του πηγαίνει ένα πιάτο φαΐ, θα ξημεροβραδιάζεται μέχρι να γυρίσει σπίτι, ακόμη και μήνες μετά το φευγιό του, θα καρικώνει, θα μαγειρεύει, θα βάζει μπουγάδα με τη βοήθεια γυναίκας.

Μέσα από το μυθιστόρημα, που κατά τόπους παίρνει κάποια ορόσημα της καθημερινής ζωής, π. χ. τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», τις «κούρσες», την πολιτική κατάσταση, τις Κάντιλακ, για να ζωντανέψει πιο ρεαλιστικά, χτίζεται μια σχέση στριφνή, δύσκολη, με ξέθωρα αίτια και αιτιατά. Δεν είναι ξεκάθαρο ούτε τι έκανε στα νυχτοπερπατήματά του ο Θανάσης, ούτε τι πραγματικά ήθελε από τη ζωή του και τις ζωές των άλλων, ούτε γιατί συμπεριφερόταν έτσι απόμακρα στον μικρότερο αδελφό του. Όλα αυτά όμως ντύνονται με μια γοητευτική αχλύ, την οποία αποδίδει ευρηματικά ο συγγραφέας, και η οποία βοηθάει τον καθένα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. «Να με πάρει με το μέρος του, να γίνουμε, αν ήταν δυνατόν, ένα ήθελε εκείνος και του το αρνιόμουν, να ξαναγίνει για μένα ο σπουδαίος μεγάλος αδελφός που υπήρξε στα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας ήθελα εγώ κι αυτό ήταν αδύνατον» (σελ. 148). Έτσι κραυγάζει κάποια στιγμή ο αφηγητής και νιώθω τον πόνο του, μιας και το τείχος που συναντάει είναι αδιαπέραστο μεν αλλά με διάσπαρτες τρύπες που ίσως κάποιες τις προλάβει ανοιχτές, κάποιες με τα μπετά να έχουν πέσει στο μεταξύ.

Τα «Αδέλφια» είναι μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ δυο αδελφών, γεμάτη κωμικοτραγικά και μυστηριώδη περιστατικά, ενώ το φινάλε ακολουθούσε λες τα χνάρια του Θανάση, ολοκλήρωσε την ιστορία χωρίς να δίνει υπόσταση και να τεκμηριώνει γεγονότα, σκέψεις, αίτια, κι έτσι ένιωσα να ταξιδεύω σε μια ρυτιδωμένη θάλασσα ποικίλων συμπεριφορών κι αγωνιζόμουν να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα όπως κι ο αφηγητής. Η τελευταία παράγραφος μάλιστα πιστεύω ακράδαντα πως είναι όλη η ουσία του βιβλίου κι ίσως η λύση αυτού του προβλήματος που περιγράφεται να δόθηκε σωστά και στρωτά με το γράψιμο αυτού του μυθιστορήματος.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
1
Το έχουν
1
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
2
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα