Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
14-09-2018 17:58
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Ο Μίλτος Αδριανός, κάποτε διάσημος ζωγράφος, βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι. Την υπόθεση θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης και ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος, δυο άντρες που συνεργάζονται πάρα πολλά χρόνια με μια ιδιότυπη σχέση: με ανταλλαγή πληροφοριών επιλύονται υποθέσεις και δημοσιεύονται πολύκροτα πρωτοσέλιδα! Ποιος λοιπόν σκότωσε τον Αδριανό και κατά πόσο ο θύτης προέρχεται από τα ομοφυλοφιλικά στέκια όπου εμφανιζόταν ο καλλιτέχνης; Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Γιάνος ο Ούγγρος και γιατί το έσκασε από την κομμουνιστική Βουδαπέστη, αφήνοντας πίσω του ανθρώπους που δεν τον αγάπησαν ποτέ; Πόσο ερωτευμένη είναι μια γυναίκα που έζησε την πορνεία στο πετσί της κι αγάπησε μετά από ασήκωτα χρόνια μοναξιάς έναν άντρα με μυστικά; Πού κατέληξε το παιδί που γεννήθηκε το 1985, «τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός»;
Το μυθιστόρημα είναι ένα καλογραμμένο και συναρπαστικό κείμενο για απαιτητικούς αναγνώστες που παραθέτει, με αφορμή τη διαλεύκανση της υπόθεσης, διάφορες ιστορίες των εμπλεκόμενων προσώπων, χτίζοντας έτσι σταδιακά ποικίλες προσωπικότητες, με ξεχωριστά ενδιαφέροντα, διαφορετική ψυχοσύνθεση και αντίθετες οπτικές γωνίες. Η πλοκή με πήγε από τη δεκαετία του 1980, την κομμουνιστική Ουγγαρία και την Ελλάδα της Αλλαγής ως τη δεκαετία του 2000, μέσα από τα σκοτεινά πάρκα στου Γκύζη και τα φωτεινά διαμερίσματα του Λυκαβηττού, από τα λημέρια του αγοραίου αντρικού έρωτα, τα ξενοδοχεία και τα σινεμά της μιας ώρας ως την αλλαγμένη Βουδαπέστη, με τις μη τουριστικές γωνίες της. Η αφήγηση έχει κάτι το ιδιαίτερο, που απαιτεί έναν σχετικό βαθμό προσήλωσης: σε αρκετές περιπτώσεις, λίγο πριν εξελιχθεί η επόμενη σκηνή της κεντρικής υπόθεσης, η εξιστόρηση στρέφεται στο παρελθόν και μας αναλύει μέσα από συναρπαστικά ρεαλιστικά γεγονότα το ποιόν ενός βασικού χαρακτήρα που εμφανίζεται στο περί ου ο λόγος σημείο.
Πρόκειται δηλαδή για κάτι σαν «αφηγηματικές παρενθέσεις» που βοηθάνε τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τον τρόπο που αντιδράει κάποιος στα γεγονότα, μιας και θα μπορούσε το παρελθόν να αναπτυχτεί παράλληλα με το παρόν και το μυθιστόρημα να πάρει εκτενέστερη μορφή. Αντίθετα, ο πειραματισμός αυτός δένει σφιχτότερα το κείμενο, φωτίζει τα καίρια σημεία και καταφέρνει να ολοκληρώσει ένα σημαντικό κομμάτι του χτες πριν συνεχίσει με το σήμερα. Υπέροχη επιλογή ηρώων, ποικιλία στις ζωές τους, διαβάθμιση των κινήσεών τους και πάντα ένα κομμάτι να μένει στο φως, είναι χαρακτηριστικά που κατ’ εμέ πέτυχαν να συστήσουν καλύτερα τα πρόσωπα και να χτιστεί ένας αρραγής τοίχος-πλαίσιο γύρω από τα τεκταινόμενα. Δεν αποκάλυπτε τα πάντα ο συγγραφέας, αντίθετα, με αυτό το «σκωτσέζικο ντους» η αγωνία χτύπησε κόκκινο, ειδικά όσο πλησίαζα προς το τέλος και την ταυτότητα του δολοφόνου.
Εκτός λοιπόν από τον πειραματισμό στην αφήγηση, ως προς το αστυνομικό σκέλος του μυθιστορήματος έχουμε μια κλιμάκωση του σασπένς και απανωτές αποκαλύψεις που προσθέτουν ή αφαιρούν ονόματα από τη λίστα υπόπτων. Αν κάποιος θεωρηθεί ύποπτος, κάτι θα συμβεί που θα τον απαλλάξει ή κάποιος ένοχος ίσως τελικά αποδειχθεί αθώος! Όλα όμως με μέτρο, σοβαρότητα, συγγραφική ωριμότητα και απόλυτη επίγνωση της ιστορίας και του τρόπου χειρισμού της. Ειδικά το φινάλε έκλεισε τον κύκλο με ένα σωστό και κατάλληλο τέλος, που με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο.
Όσο αγάπησα το ντουέτο Στράτου και Στέλιου, την αρμονία στη σχέση τους και την επιτυχημένη τους χημεία, τόσο με απογοήτευσε ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης κατά μόνας. Από την αρχή σχεδόν μου φάνηκε περίεργος, ιδιαίτερος και μισάνθρωπος, στη συνέχεια όμως η μυστηριώδης συμπεριφορά του δικαιολογήθηκε από την οικογενειακή του καθημερινότητα, επ’ ουδενί όμως δε με έπεισε. Ειδικά οι σκηνές που, άτεγκτος και ρατσιστής ων, απείλησε μια οικογένεια έγχρωμων γειτόνων του να φύγουν από την περιοχή, με υπερβάλλοντα ζήλο και κατάχρηση εξουσίας, δε με έκαναν να τον μισήσω απλώς αλλά και να αναρωτηθώ σε τι χρησιμεύει αυτό το κομμάτι. Δυστυχώς ο Σουρούνης στη συνέχεια αποδεικνύεται στενοκέφαλος και με μια συμπεριφορά παρωχημένη, με αποτέλεσμα αυτό να ξεσπάσει στην κοινωνική του ζωή, όμως εξακολουθώ να νιώθω πως κάποιο κομμάτι μου λείπει, σε σημείο που να νιώθω πως ο χαρακτήρας αποδόθηκε σχεδόν ελλιπής. Ξέρω όμως πως σε μια δεύτερη ανάγνωση θα το κατανοήσω περισσότερο, γιατί τα κείμενα του κυρίου Χριστοδούλου πάντα θα έχουν κάτι νέο να αποκαλύψουν και σε επόμενες αναγνώσεις.
Η προσωπική ζωή του Γιάνος του Ούγγρου μου φάνηκε γεμάτη από περιστατικά και εκπλήξεις, με ένα μυστικό καλά κρυμμένο ως την κρίσιμη στιγμή. Διαβάζοντας για τις περιπέτειές του από την πατρίδα του στην Ελλάδα και κατά τη διαμονή του εδώ ένιωθα πως διάβαζα ένα καλογραμμένο noir μυθιστόρημα, με ολοζώντανη αναπαράσταση των περιοχών και των δρόμων στους οποίους κινείται ο Γιάνος. Γωνίες, οδοί, πάρκα, σινεμά, μπαρ ήταν αληθοφανέστατα και μου έδειξαν τι συμβαίνει σε μια πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και σ’ έναν άνθρωπο που ήθελε να βρει κάτι καλύτερο από κει που έφυγε. Η περίπλοκη προσωπικότητά του δε με ενόχλησε. Οι πράξεις του και οι σκέψεις του, τα αισθήματα που γεννιούνταν κατά καιρούς και ανάλογα με τις συνθήκες είχαν μια λογική αλληλουχία κι ας έπαιζε επικίνδυνα με την ταυτότητά του, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Παντρεμένος με παιδί, με μια γυναίκα που διαδραματίζει τον δικό της ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, εραστής και μπλεγμένος στα γρανάζια της νύχτας είναι μια συμπαθητικά αντιπαθής προσωπικότητα.
«Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» ξεκινάει το συναρπαστικό νέο μυθιστόρημα του κυρίου Σταύρου Χριστοδούλου και χαρίζει στον αναγνώστη κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που περιμένει. Στρωτό, ρεαλιστικό, καλογραμμένο, με ανατροπές και εντάσεις, διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη ψυχολογία και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας μας αλλά και της Ουγγαρίας, γεμάτο από ανθρώπους που υποφέρουν αλλά ελπίζουν, πεινάνε και πονάνε, ψάχνουν τη λύτρωση αλλά λιώνουν στα γρανάζια της μηχανής του συστήματος, το μυθιστόρημα με παρέσυρε σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι εξεύρεσης του δολοφόνου και με ταξίδεψε σε ανήλιαγα υπόγεια όπου «ανθρώπινα περιττώματα» εξακολουθούν να ζουν και να ψάχνουν ένα φωτεινότερο αύριο.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι