Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
17-05-2018 20:09
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Γιώργος Πολυράκης-«Υπόσχομαι να μη ξεχάσω» εκδόσεις Ψυχογιός
Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
ΣΦΑΓΗ
Κλάψε Αρμενία, ω δύστυχη γυναίκα εσύ, ξερρίζωσε τα μαύρα μαλλιά.
Απάνω στο κεφάλι σου το πλανεμένο,
ζεστές ζεστές στάχτες σκόρπα
κλάψε και σκισ’ τα στήθια που μας βύζαξαν
κι ας τρέξει από τις φλέβες σου
όργητας φαρμάκι του Τάμεση, του Ρήνου και του Βόλγα χολή, στις όχτες να γεμίσει,
ως να μαυρίσουν κι εκεί, που σε δίκασαν
Πιλάτοι τα χέρια τους νίψανε και την ψυχή.
Τανιέλ Βαρουζάν
Αρμένιος Ποιητής
Ο τίτλος «Υπόσχομαι να μη ξεχάσω» πιστεύω ότι ήταν ο πιο κατάλληλος που επιλέχθηκε γι αυτό το βιβλίο. Για ένα συγγραφέα όπως τον Γιώργο Πολυράκη, που έχει γράψει τόσο αξιόλογα βιβλία, που τον ακολουθούν 550.000 αναγνώστες, που το καθένα είναι από μόνο του μια συγκλονιστική ιστορία είναι πολύ δύσκολο να γράψεις τη γνώμη σου χωρίς να παρασυρθείς και χωρίς να σου βγει ένας θυμός, μια οργή, μια εκδίκηση για όλους εκείνους που κατακρεουργήθηκαν στην κυριολεξία.
Ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο έγραψε για τον Αρμένικο λαό και τα βασανιστήρια που υπέστη, τη γενοκτονία του Αρμένικου λαού που τόσα λίγα γνωρίζουμε γι αυτόν.
Μα πώς να ξεχάσουν οι απόγονοι των Αρμενίων όταν αφανίστηκαν εκατομμύρια ψυχές; Έχουν δικαίωμα να ξεχάσουν; Μόνο οργή μπορεί να σιγοκαίει στη καρδιά τους. Υποσχέθηκαν!
Ο Κεβόρκ και η Νεβάρτ, βυθισμένοι στην άγνοια και την υπεραισιοδοξία των νιάτων και του έρωτά τους, πλάθουν όνειρα. Άξαφνα, τα μαύρα πουλιά του μίσους και οι άνεμοι του πολέμου θα οδηγήσουν τη Νεβάρτ στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη και τον Κεβόρκ στην έρημο της Συρίας, όπου θα βιώσει τη φρίκη της γενοκτονίας του λαού του∙ ωστόσο θα καταφέρει να επιβιώσει και να φτάσει στον Πειραιά. Καιρό μετά, οι δύο νέοι θα επιστρέψουν στο Ερζιντζάν με διαφορά δύο μηνών ο ένας από τον άλλο, αναζητώντας μάταια τον μεγάλο έρωτά τους, πριν αφήσουν οριστικά πίσω τους την πόλη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, ένα χρυσό μενταγιόν, με ένα μεγάλο ρουμπίνι σε σχήμα καρδιάς στο κέντρο, θα τους ξαναφέρει κοντά, κάνοντάς τους να μυρίσουν το άρωμα μιας ευτυχίας χαμένης για πάντα.
Για ένα συγγραφέα όπως τον Γιώργο Πολυράκη δεν μπορείς να επαναλαμβάνεις αν έχει «χτίσει» σωστά τους ήρωες ή αν είναι ζωντανό, αν νιώθεις ότι ζεις μέσα στο μυθιστόρημα του. Αυτά πια, για όσους έχουν διαβάσει προηγούμενα βιβλία του είναι δεδομένα. Όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία του, παίρνουν το επόμενο με κλειστά μάτια, γιατί ξέρουν ότι δεν θα τους προδώσει. Ούτε σε κουράζει η γραφή του, ούτε αναγκάζεσαι να προσπερνάς τις σελίδες του. Το αντίθετο, σε κερδίζει, απορροφιέσαι και μπορείς να το τελειώσεις σε δυο μερόνυχτα.
Τόποι που έζησαν οι ήρωες ήταν η Αρμενία, το Βερολίνο, η Νέα Υόρκη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη.
Δεν ξέρω, ή δεν θυμάμαι να έχουν ασχοληθεί λογοτεχνικά άλλοι Έλληνες συγγραφείς με τη γενοκτονία των Αρμενίων. Γιατί αυτή η γενοκτονία είναι μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της Ιστορίας στην Ελλάδα. Η εξόντωση από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων [Αρμένιοι, Έλληνες της Ανατολής (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Ανατ. Θράκη κ.ά.), Ασσυροχαλδαίοι- Αραμαίοι] την περίοδο 1908-1923. Κι έμεινε άγνωστη εξαιτίας της παράδοξης ταύτισης των ερμηνειών που είχαν οι κυρίαρχες ελλαδικές αστικές ελίτ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με αυτές των πολιτικών τους αντιπάλων.
Ο Αβδούλ Χαμίτ πίστευε ότι «ο καλύτερος τρόπος να τελειώνουμε με το Αρμενικό Ζήτημα είναι να τελειώνουμε με τους Αρμένιους». Καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη του εθνικού ζητήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε η γερμανική ανάμειξη. Οι Γερμανοί ανακηρύχθηκαν υπέρτατοι προστάτες του μουσουλμανικού κόσμου και του χαλιφάτου, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη ήταν οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες είχαν κολοσσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία. Για τους Νεότουρκους το πρόβλημα ήταν απλό: «Ή η πατρίδα των άλλων θα γίνει δική μας πατρίδα, και μάλιστα σύντομα, ή δεν θα υπάρχει πλέον πατρίδα για μας». Μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής, λίγες μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στα πατρικά τους εδάφη. Με έναν πρωτοφανή τρόπο για τη σύγχρονη εποχή, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά -που αργότερα οι Τούρκοι θα τον αναγνωρίσουν ως γεννήτορά τους (Ατατούρκ)- θα γιορτάσει τη νίκη του με τη σφαγή του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας και την πυρπόληση της Σμύρνης, έχοντας και πάλι ως πρώτο στόχο τους Αρμένιους και στη συνέχεια όλο τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό.
Μέσα από τις σελίδες του κράτησα φράσεις που ή με προβλημάτισαν ή που επιβεβαιώθηκα ακόμη μια φορά ότι αν δεν γνωρίζουμε την ιστορία τα λάθη επαναλαμβάνονται. Κι αυτό συμβαίνει σ’ όλους τους λαούς, σ’ όλους τους πολέμους. Ακόμη ότι και σ’ όλους τους λαούς υπάρχουν Άνθρωποι αλλά και οι φανατισμένοι. Γράφει στη σελ. 133 «Ναι, υπάρχουν και καλοί Τούρκοι. Άνθρωποι με κεφαλαίο το άλφα. Άνθρωποι που είναι πλούσιοι με το πλούτο των φτωχών, με τον εσωτερικό τους πλούτο.»Στη σελίδα 162 περιγράφει με ανατριχιαστικές εικόνες την σφαγή των Αρμενίων, τα πτώματα γυναικόπαιδων που παρασέρνει ο Ευφράτης. Πού μόνο ένας αναίσθητος αναγνώστης δεν μπορεί να μείνει αλύγιστος, να μη βουρκώσει. Ενώ στη σε 163, λέει η Τουρκάλα, φίλη της μάνας του Σογομών «Αχ Σογομών, Σογομών. Γιατί να υπάρχει τόση δυστυχία στο κόσμο που ζούμε… Γιατί κοιτάμε να φάει ο ένας τον άλλον….». Σε όλο το βιβλίο, τα ιστορικά στοιχεία για την ιστορία του αρμενικού ζητήματος μαρτυρούν την σχολαστική έρευνα που έκανε ο συγγραφέας. Θα μπορούσε να είναι αληθινά πρόσωπα, οι ήρωες. Πρόγονοι αυτών που γλίτωσαν από την σφαγή και σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους για να ζήσουν και να συνεχίσουν τη φυλή τους. Άλλωστε μέρος της υπόσχεσης ήταν η συνέχεια της φυλής και η εκδίκηση των νεκρών. Ναι, δεν θα μπορούσαν να μην εκδικηθούν όταν στον ύπνο τους έβλεπαν τις σφαγμένες μάνες τους, τα αδέλφια και τους πατεράδες. Δεν θα ησύχαζαν οι νεκροί, δεν θα γαλήνευαν οι συνειδήσεις. Το αν τα κατάφεραν θα το διαβάσετε στο βιβλίο. Μας γνωρίζει τον Αρμένιο ποιητή Βαρουζάν, ένα από τους διανοούμενους που μαρτύρησε μετά την προδοσία του Μαργκιτισιάν. Ήταν από αυτούς που πίστευε « ο ελεύθερος άνθρωπος ποτέ δε πεθαίνει. Ακόμη κι αν τον σκοτώσουν.». Ενώ στη σελίδα 188 βλέπουμε το σπίτι του προδότη Μαργκιτισιάν φωτισμένο και πλούσιο.«Σ’ αυτό το σπίτι μένει ο προδότης. Οι προδότες περνούν καλά.» Αλλά όχι πάντα. Κάπου, κάπως, μια ανώτερη δύναμη τους θυμάται και τους τιμωρεί. Όπως όλους τους Εφιάλτες σε όλες τις χώρες. «Σακάτης έμεινε, μισός με παραλυμένο πόδι και κουλό χέρι μα το μίσος του μένει και δεν μας αφήνει ήσυχους. Λες και δεν χόρτασε με τόσους που έφαγε».
Αρμενικέ λαέ, η σωτηρία σου έγκειται
στη συλλογική σου δύναμη.
Ο ύμνος στην Αρμενία κλείνει με το δίστιχο:
Χιονόλευκη βουνοκορφή σαν τ' Αραράτ
άλλη δεν έχει
σύμβολο δόξας που αγαπώ πιότερο
απ' όλες τις κορφές!
Εγισέ Τσάρεντς(1887 – 1937)
Στη συνέχεια, πολιτικά γεγονότα, από το 1933 μέχρι και τον εμφύλιο εκτυλίσσονται στην Αθήνα ζώντας οι πρωταγωνιστές μας μεγάλες και πολλές ανατροπές, ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες που μας κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς να θέλουμε να κλείσουμε το βιβλίο. Στη σελ 373 γράφει μια πολύ συγκινητική σκηνή που τη μια στιγμή σε λυγίζει από τη συγκίνηση και από την άλλη σε ατσαλώνει με δύναμη και συνεχίζεις. Όταν ο Κεβόρκ είδε ένα πατέρα να κουβαλά νεκρό το παιδί του και να πηγαίνει κρυφά να το θάψει για να μη χάσει το δελτίο φαγητού, έκλαψε γιατί θυμήθηκε τα αγαπημένα πρόσωπα στην Αρμενία. Ποιος θα το περίμενε να ξεστομίσει λόγια ο πατέρας όπως «μη κλαίς άνθρωπε μου, κάνε κουράγιο, μπόρα είναι και θα περάσει» Πόση ψυχή μπορεί να είχε μέσα του;
Κλείνω με δυο φράσεις
Σελ 180 «Ένα περιφερόμενο χαλί είχαν καταντήσει τους Αρμένιους που είχε υφανθεί με ματωμένα νήματα κι ότι το υφάδι του ήταν το πεπρωμένο του Αρμενικού λαού, που κανείς δεν είχε δικαίωμα να το ξηλώσει. «Ατέλειωτες ανθρώπινες αλυσοδεμένες σειρές είχαν ενώσει τα υφάδια τους για να γίνουν ένα γιγαντιαίο σερνάμενο ανθρώπινο χαλί”
Σελ 203 «Η ανθρωπότητα χτυπιέται η ίδια με μανία, ματώνοντας τις πληγές της. Κι εμείς που είμαστε σκυμμένοι στις πληγές της νιώθουμε βαθύτερα το κακό που κάνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο. Είμαστε τόσο δυστυχισμένοι κι ωστόσο σπαραζόμαστε και με τα ίδια μας τα χέρια»
Καλοτάξιδο να είναι. Κανείς λαός δεν πρέπει να ξεχάσει.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι