Έβλεπε η Σοφιά τις φωλιές με τα χελιδόνια και σιγοτραγουδούσε. Χελιδόνια μου καλά, πο ρθαταν από μακριγιά, τι καλά μάς φέραταν; Την υγειά, την πασκαλιά και τα κόκκινα τ αυγά.
"Χελιδονάκια μου, χελιδονάκια μου" λέει κι η Κάλλιω. "Πούθ έρχονται, μωρ αδερφούλες μου, τα έρημα;" "Απ τους Άγιους Τόπους, Κάλλιω" λέει η μάνα μου. "Διαβαίνουν ωκεανό". "Και πώς, μωρ Αλέξω, τόσο μακριά και δεν αποσταίνουν;" "Βοηθιούνται φτερό με φτερό". "Και πώς βρίσκουν τον δρόμο, μωρ γι αδερφούλες;" "Δεν είναι θεοτικά πράγματα αυτά;" λέει η μάνα μου.
Η απουσία στείρων αμφιβολιών και αβεβαιοτήτων έκανε τους ανθρώπους στα χωριά να είναι συνηθέστατα έξω απ τον εαυτό τους, με όλως εξωτερικές έγνοιες που έσβηναν το δειλινό. Είχαν μαζεμένη την γνώμη τους, καθώς έλεγαν. Βέβαια με έναν άλλον τρόπο -και κυρίως μέσω της γλώσσας και της ενθεότητος- διαφοροποιούνταν απ την φυσική κυψέλη με μια μόνιμη επαφή με το άρρητο, με τον ουρανό. Σ.Δ.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.