Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
28-04-2018 09:38
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά Αδικαιολόγητα μεγάλο
Ο διάσημος γλύπτης Καρλ Λούντβιχ έχει σμιλέψει ένα γυναικείο άγαλμα στη σοφίτα και απαγορεύει στην οικονόμο του να το αγγίζει ή να το καθαρίζει. Τα βράδια κλείνεται εκεί μέσα, κλαίει, γελάει, πίνει… Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του έχει διώξει πολλές γυναίκες, όχι όμως τη Φρίντα, μια αντρογυναίκα σχεδόν, που μέρα τη μέρα αγαπά όλο και περισσότερο το αφεντικό της. Ταυτόχρονα, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο, η Εύα Μωυσιάδου, μια νεαρή πρωτόπειρη δικηγόρος, αναλαμβάνει την υπόθεση δολοφονίας του Λουκά Τιμογιάννη από τον γιο του, Σπύρο, που δεν παύει να δηλώνει ένοχος και ταυτόχρονα να αρνείται πεισματικά να βοηθήσει την υπόθεσή του εξηγώντας τους λόγους του φονικού. Η Εύα πρέπει να παλέψει πολύ σκληρά και να ταξιδέψει άπειρες φορές στη Στρατονίκη Θεσσαλονίκης για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Πώς συνδέονται αυτές οι δύο ιστορίες; Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Καρλ Λούντβιχ και γιατί δε σταματάει στιγμή να ψιθυρίζει στα ελληνικά «συγνώμη»; Πώς ήταν ο γάμος της Άννας Αρώνη με τον Λουκά; Γιατί νοσηλευόταν τακτικά στο νοσοκομείο με μώλωπες και κατάγματα αλλά δεν έκανε το βήμα να παρατήσει τον άντρα που την έδερνε; Τι συνέβη τη μοιραία νύχτα της δολοφονίας;
Η κυρία Πασχαλία Τραυλού έπιασε τα «Ρόδα της σιωπής» που είχε γράψει το 2009 και τα «ανακαίνισε», έγραψε μια ιστορία ίδια «αλλά συνάμα λογοτεχνικά αλλιώτικη, πιο μεστή, πιο συμπυκνωμένη, πιο καίρια», όπως γράφει η ίδια «αντί προλόγου» στην αρχή του βιβλίου. «Το άγαλμα στη σοφίτα» είναι ένα συναισθηματικό και βαθιά ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, με τη γνωστή ενδελεχή και διερευνητική ματιά της συγγραφέως. Φυσικά και είναι μια ερωτική ιστορία όμως κάτι στη γραφή και στην οπτική γωνία μού έδειξε πως διαφέρει και ξεχωρίζει, μιας και δίνεται έμφαση στην ψυχολογία, την ψυχοσύνθεση και τα κίνητρα των χαρακτήρων.
Υπάρχουν σκηνές δράσης, υπάρχει ο έρωτας που ανθίζει σε δύσκολες συνθήκες, μιας και οι ρίζες της ιστορίας ξεκινάνε από την Κατοχή και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά δεν είναι μια ιστορία γεγονότων, είναι μια ιστορία σκέψεων, κινήτρων, συναισθημάτων, ενδοσκόπησης. Η συγγραφέας καταφέρνει με υπέροχο και εύληπτο τρόπο να με παρακινήσει να διαβάζω κάθε σελίδα με μεγαλύτερη αγωνία, γιατί ξέρει πώς να περιγράψει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων της χωρίς να με κουράσει ή να με κάνει να νιώσω βαρεμάρα. Παραδέχομαι πως πολλές φορές, ειδικά στα συναισθηματικά βιβλία, οι σελίδες με τις σκέψεις, τα διλήμματα και τα ηθικά εμπόδια φεύγουν αδιάβαστες από τα χέρια μου, εδώ όμως δε γινόταν να παραβλέψω τίποτα, μιας και η ιστορία είναι τόσο σφιχτοδεμένη, τουλάχιστον στην αρχή, που η κάθε λέξη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής.
Στρατονίκη Θεσσαλονίκης, λοιπόν, γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, ο λοχαγός Μαξ Μέρτεν φτάνει το 1942 στη συμπρωτεύουσα έχοντας τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και ανενδοίαστα λεηλάτησε για προσωπική χρήση τις περιουσίες τους («έμπορο της απόγνωσης» τον χαρακτηρίζει η κυρία Τραυλού). Ακολούθησε λαμπρή καριέρα μεταπολεμικά και νιώθοντας ασφαλής επέστρεψε στην Ελλάδα το 1957 για να παραστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης του εγκληματία πολέμου Αρθούρου Μάισνερ, οπότε συνελήφθη! Η περίπτωσή του είχε προκαλέσει σάλος στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, μιας και ήταν η περίοδος που η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν για γερμανικό δάνειο. Αυτός ο άνθρωπος παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία του βιβλίου.
Η Άννα και ο Λουκάς είναι δυο νέοι άνθρωποι που ετοιμάζονται να παντρευτούν αλλά τους προλαβαίνει το μεγάλο κακό. Ο Λουκάς βγαίνει στο βουνό και η Άννα, κόρη Εβραίου και μάλιστα μεγαλοστελέχους της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης, ζει μόνη της όλες τις δυσκολίες, τις κακουχίες, τον πόνο, τη μοναξιά. Ο Μέρτεν βασανίζει τον πατέρα της για να της αποκαλύψει πού κρύβει τα αποθέματα χρυσού των ορυχείων της Στρατονίκης και ταυτόχρονα στέλνει τον διερμηνέα του, Καρλ Σβάιτς, να πλευρίσει την Άννα για να μάθει με άλλο τρόπο αυτές τις πληροφορίες. Ο Καρλ Σβάιτς όμως δεν είναι «πολεμάνθρωπος», είναι μια ευαίσθητη ψυχή που αναγκάστηκε, όπως και χιλιάδες άλλοι, να στρατολογηθεί στην πολεμική μηχανή τυφλού μίσους του Χίτλερ. Η Άννα είναι μια γυναίκα που άρχισε να διώχνει από τη μνήμη της και την αγκαλιά της τον Λουκά, έναν άντρα πιστό και υποταγμένο στα ιδανικά της πατρίδας, που θεωρεί αυτονόητο ότι η γυναίκα του είναι καλά. Άδεια η αγκαλιά, έρημη η κρεβατοκάμαρα, όχι όμως με τη χυδαία έννοια. Έτσι όπως αποδόθηκαν οι διαφορετικές αυτές προσωπικότητες, κατάλαβα πόσο απελπισμένη είναι αυτή η γυναίκα για ασφάλεια, σιγουριά, ένα προσκέφαλο τις νύχτες του φόβου. Της έδωσα απόλυτο δίκιο για τον τρόπο σκέψης της και προσπάθησα να μπω κι εγώ στη θέση της. Δύσκολες εποχές, φόβος και τρόμος, πείνα ενώ κάποιος αγωνίζεται για το αύριο αδιαφορώντας για το σήμερα. Κι έτσι άναψε η σπίθα του έρωτα εκεί που δεν έπρεπε.
Από την άλλη, ο Λουκάς είναι άλλος ένας από όσους παρασύρθηκαν από τα ιδανικά για μα καλύτερη χώρα, πολεμούσε πιστός σε μια ιδέα που ξεπουλήθηκε και ίσως ακόμη και να απέτυχε ιστορικά. Του λείπει η γυναίκα του, δεν παύει όμως να είναι ένας σκληρός αγωνιστής και ένας πιστός ιδεαλιστής. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που του ήρθε το τελεσίγραφο για το κοινό τους μέλλον με την Άννα και δέχτηκα με ανακούφιση τη συνέχεια της κοινής τους ζωής. Ώσπου ένα μυστικό που τους ένωνε ήρθε στο φως υπό νέες διαστάσεις και άρχισε η πραγματική όψη της ζωής τους, σκληρή και ανελέητη σαν τις γροθιές του. «Αγάπησε το κορμί του Λουκά… Είναι το πανωφόρι της μοναξιάς σου, προσπαθούσε να πείσει το δικό της κορμί, ξέροντας πως θα υπέμενε για πάντα αυτό το ζευγάρωμα» (σελ. 495).
Εκτός από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, υπάρχουν και δύο σημαντικοί δεύτεροι ρόλοι, η φίλη της Άννας, Μαρίκα, και η οικονόμος Φρίντα. Η Μαρίκα είναι μια αδαμάντινη προσωπικότητα, που όμως δε διστάζει στιγμή να τσαλακωθεί στα μάτια του αναγνώστη, νιώθοντας κάπου μικροπρέπεια, εγωισμό, ακόμη και ζήλια, μιας και τα γεγονότα που ζει για χάρη της φίλης της έχουν επιπτώσεις και συνέπειες και στη δική της ζωή. Είναι μια γυναίκα που αποτελεί υπόδειγμα φίλης και ταυτόχρονα αυτήν τη φίλη τη ζηλεύει εξαιτίας κάποιων γεγονότων, μόνο και μόνο για να μετανιώσει την αμέσως επόμενη στιγμή. Ναι, θα έκανε τα πάντα για την Άννα (έκανε τα πάντα για την Άννα), είναι όμως ένας άνθρωπος όπως όλοι μας, με τις δύσκολες στιγμές και τις αδυναμίες της. Ζηλεύει, φθονεί και ταυτόχρονα αγαπάει, δίνεται, ρίχνεται στη φωτιά. Στο πλάι της, αντάξιο ταίρι ο Θύμιος, που λιώνει κι αυτός κάτω από τη γερμανική μπότα. Στη σελίδα 398 ήρθαν τα πρώτα δάκρυα στα μάτια μου: «-Δεν είπα τίποτα… μονολογούσε λες και απολογιόταν στον Θεό. Δεν είπα τίποτα… Δεν είμαι ήρωας εγώ, Μαρίκα μου. Φοβόμουν πολύ. Λίγο έλειψε να τα ξεράσω όλα. Αν μου ξανασυμβεί, δεν θ’ αντέξω, να το ξέρεις. Δεν είμαι γεννημένος ήρωας… - Δεν ήθελα ποτέ ν’ αγαπήσω ήρωα. Τους ήρωες τους φοβάμαι, Θύμιο μου. Γι’ αυτό αγάπησα, καλέ μου, εσένα και με τιμά που είμαι γυναίκα σου».
Από την άλλη, η Φρίντα είναι η κλασική περίπτωση της γυναίκας που είναι ερωτευμένη με το αφεντικό της. Μέσα από τη δική της προσωπικότητα μας καλωσορίζει η κυρία Τραυλού στο ασφυκτικό περιβάλλον του καλλιτέχνη με το άγαλμα στη σοφίτα. Με τις δικές της παρατηρήσεις και προσοχή και φροντίδα μαθαίνουμε τι συμβαίνει στη ζωή του εκκεντρικού γλύπτη, τις αλλαγές και την κυκλοθυμία του. Είναι πολύ τρυφερή η σκηνή όπου ο γιατρός που τελικά καλείται για να θεραπεύσει τον Καρλ Λούντβιχ πρέπει να πάρει τον ασθενή για νοσηλεία και η Φρίντα κρέμεται κυριολεκτικά από τα πόδια του για να τον αφήσει εκεί. Η γυναίκα αυτή θα κληθεί μάλιστα να παίξει κι έναν ιδιαίτερα τραγικό ρόλο όταν τα πάντα βγουν στο φως.
Εν συνόλω, το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, με εξαιρετικά ψυχογραφήματα και με μια κλιμακωτή εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία μαντεύεις ποια είναι αλλά ψάχνεις τον συνεκτικό δεσμό μεταξύ τους, τα αίτια και τα αιτιατά. Ακόμη κι όταν αρχίζει να συμπληρώνεται η εικόνα της αλήθειας, να συνδέονται τα γεγονότα μεταξύ τους, να παίρνει ο καθένας τη θέση του στο όμορφο αυτό κείμενο, είναι εκείνα τα μικρά γεγονότα, οι διακριτικές πινελιές που ρίχνει η συγγραφέας στον καμβά της ιστορίας κι εμπλουτίζουν το μυθιστόρημα που εξακολουθούν να ελκύουν το ενδιαφέρον και την αμέριστη προσοχή. Καλολογικά στοιχεία και μια προκλητική θα έλεγα γραφή, μιας και στην ίδια πρόταση μπορεί να συναντήσει κανείς ταυτόχρονα ενεστώτα διαρκείας και αόριστο, κάτι που δίνει παλμό στην αφήγηση, συνιστούν μια διαφορετική ιδέα γραφής και ντύνουν με τον καλύτερο τρόπο τις εξελίξεις της πλοκής. Θα ήθελα πάντως η επαναλαμβανόμενη παρομοίωση του φόβου με άλογο, ξέφρενο άτι κλπ. να ήταν πιο περιορισμένη, γιατί τη συνάντησα αρκετά συχνά στην πορεία της αφήγησης.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Έξω από το παράθυρο ο άνεμος έσπρωχνε με το ζόρι τα σύννεφα προς τη δύση, λες και ήθελε να τα ξεφορτωθεί για κάποιο λόγο απ’ αυτόν τον τόπο. Η ομίχλη εμφανιζόταν πότε πότε σαν κουρέλι σκισμένο απ’ τον αέρα. Στον καφενέ είχε ζεστασιά σε αντίθεση με την υγρασία που έγλειφε τους τοίχους των κτιρίων και τρυπούσε τα κόκαλα των ντόπιων. Το χώμα είχε γίνει λάσπη, άρα είχε πέσει κι εδώ βροχή, δίνοντας υγρά φιλιά στη γη» (σελ. 69).
«Χάρτης οδύνης εκείνο το πρόσωπο… στα κοντυλογραμμένα χείλη ράμματα, κεντίδια βίας. Ένα πρόσωπο που έμοιαζε συναρμολογημένο με τη συρραφή αδιανόητα σκληρών εμπειριών» (σελ. 168).
Η μοναδική ένσταση που έχω γι’ αυτό το μυθιστόρημα είναι το γεγονός πως ίσως η συγγραφέας επεκτάθηκε πολύ στα γεγονότα πριν από τη μεγάλη δίκη της δολοφονίας ή ίσως παραήταν παραστατική ή αναλυτική. Το λέω αυτό διότι η δίκη αυτή καθαυτή δεν ήταν μια απλή ακροαματική διαδικασία, με τη δικηγόρο Εύα να ετοιμάζει την αγόρευσή της και να περιμένουμε την απόφαση του δικαστή, έχοντας στο μυαλό μας την ολοκληρωμένη ιστορία που μας έφερε ως εδώ. Αντιθέτως, η υπόθεση έχει μια ανατρεπτική συνέχεια, γεμάτη τεράστια ηθικά διλήμματα, που με έφεραν στην ανάγκη σχεδόν να πηδήξω όρθιος από την αγανάκτηση για κάποιες επιλογές που έκαναν συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, οι χαρακτήρες είναι απόλυτα ολοκληρωμένοι και φέρνουν στο φως νέα στοιχεία του εαυτού τους, κρίμα όμως που όλα αυτά γίνονται στο τρίτο μέρος, στο οποίο έφτασα σχεδόν ασθμαίνοντας, ήδη πλήρης συναισθημάτων και σχετικά ολοκληρωμένος από την ως τότε συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία. Ίσως φταίει ο ρυθμός που διαβάζω κι αν τυχόν κάποιος άλλος αναγνώστης διαβάζει πιο αργά ή σταδιακά, στο τρίτο μέρος να νιώσει χαρά που η ανάγνωση συνεχίζεται με νέα ένταση και ζωηρό ρυθμό αντί να ολοκληρώνεται μονοδιάστατα ή διεκπεραιωτικά. Προσωπικά και μετά λύπης μου άρχισα να ξεφυλλίζω το κείμενο για να δω πώς θα ολοκληρωθεί η πλοκή, μιας και, εκτός από την έκβαση της δίκης που έθεσε ένα συγκλονιστικό ηθικό δίλημμα, αναφέρθηκε και η ψυχολογία του Σπύρου όσο ήταν παιδί και στη συνέχεια έφηβος, καταγράφηκε η επιστροφή του Μέρτεν, που μπλέχτηκε ακριβοδίκαια με τη ζωή της Άννας έστω και για λίγο, η Φρίντα προέβη σε κάτι απονενοημένο που όσο με συγκίνησε τόσο και με θύμωσε κι όλα αυτά έρχονται ύστερα από ένα ήδη πλήρες, γεμάτο και λεπτομερές κείμενο.
«Το άγαλμα στη σοφίτα» είναι ένα διαφορετικό ερωτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, με λεπτομερή και ταυτόχρονα διεισδυτική ματιά στην καθημερινότητα και την ψυχολογία των χαρακτήρων που παρουσιάζει στον αναγνώστη. Είναι μια ιστορία αγάπης που άνθισε κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και φέρνει αντιμέτωπα τα «θέλω» του ανθρώπου με τα «πρέπει» του πολέμου. Συναρπαστική αφήγηση, ανθρωποκεντρική ματιά και ένα πλήθος συναισθημάτων, σκηνών και διλημμάτων είναι κάποια από τα θετικά χαρακτηριστικά που εντόπισα διαβάζοντάς το.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι