Σκόρπιες σκέψεις για το Τελευταίο Δαχτυλίδι του Σπύρου Πετρουλάκη.
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
06-07-2017 20:10
Υπέρ Interesting, Exciting, Original, Rich plot
Κατά
Τον Σπύρο Πετρουλάκη προσωπικά τον γνώρισα μέσα από την «Εξομολόγηση» που, για μένα τουλάχιστον, είναι από τα καλύτερα θρίλερ των τελευταίων χρόνων. Σκοτεινό, υποβλητικό με μια ιστορία που σε πιάνει από τον λαιμό και δε σ' αφήνει. Μαζί με μένα βέβαια το διάβασαν και κάμποσες χιλιάδες αναγνώστες που οι περισσότεροι συμμερίζονται την άποψη μου.
Ακολούθησε η «Παναγία της Φωτιάς» η οποία ήρθε να ρίξει φως σε όσα η «Εξομολόγηση» άφηνε στην άκρη. Ακόμα πιο δύσκολο έργο, να κεντάς στον ίδιο καμβά και να τον ομορφαίνεις ακόμα περισσότερο. Δεν έχει όμως ανάγκη ο Σπύρος Πετρουλάκης. Έχει το ταλέντο και αυτό τον βγάζει όχι μόνο στ' ανοιχτά αλλά κι ακόμα παραπέρα, Πετρουλάκης παντός καιρού.
Φέτος αφήνει τα όρη και τα βουνά, αφήνει τις παλιές ιστορίες, έρχεται στο σήμερα και μας παρουσιάζει «Το τελευταίο δαχτυλίδι». Ένα βιβλίο που αν τύχει της ανάλογης προσοχής δε θα με παραξενέψει καθόλου αν το δω να μεταφέρεται στην μεγάλη ή τη μικρή οθόνη όπως το βιβλίο της πρωταγωνίστριας του της Τατιάνας. Έτοιμο, σκηνοθετημένο, χωρισμένο σε σκηνές ακόμα και σε πλάνα, δεν θα κουράσει καθόλου τον σκηνοθέτη που θα το αναλάβει.
Να μιλήσω για το βιβλίο από δύο σκοπιές του συγγραφέα και του αναγνώστη, δε γίνεται, ή το ένα θα κάνω ή το άλλο. Αποφάσισα να μην κάνω τίποτα παρά να διηγηθώ την δική μου εμπειρία με αυτό το βιβλίο.
Να πω όμως ένα παραμύθι πρώτα.
Ξύπνησα λέει ένα βράδυ και ήμουν επισκέπτης στο εργαστήριο ενός ζωγράφου, από αυτούς του μεσαίωνα που ζωγραφίζανε τοίχους ολάκερους χωρίς να τους ξεφεύγει ούτε μια λεπτομέρεια, είδα τα σχέδια με το κάρβουνο, όμως επειδή δεν ήταν εκεί ο ζωγράφος και άρχισα να νοιώθω άβολα και παρείσακτος, βγήκα προσεκτικά και μπήκα μέσα στο μεγάλο αυτό κτήριο που δούλευε.
Ήρθα αντιμέτωπος με ένα τοίχο, μεγάλο τοίχο, που πάνω του είχαν μπει ήδη οι πρώτες πινελιές, τα περιγράμματα. Ξεχώρισα μέσα στο μισοσκόταδο μορφές, κάποιες κινήσεις, κάποιες στάσεις σωμάτων, τίποτα παραπάνω. Κοίταξα καλά, κοίταξα ακόμα καλύτερα, τίποτα.
«Κάνε ένα βήμα πίσω», άκουσα μια βαθειά φωνή να με προστάζει πίσω μου.
Υπάκουσα, έκανα ένα βήμα πίσω και σαν να άλλαξαν στάση οι μορφές, σαν να κινήθηκαν, σαν να πλησίασαν.
«Έλα πάλι αύριο» είπε η φωνή και εγώ όργανο πειθήνιο έκανα ό,τι πρόσταξε.
Ξαναγύρισα την άλλη μέρα, ο καλλιτέχνης είχε ήδη αρχίσει να βάζει τις βάσεις των χρωμάτων, είχε αρχίσει να δίνει εκφράσεις στις μορφές.
Εκστασιάστηκα. Είδα να παίρνουνε ζωή μπροστά μου, να ζουν, ν' αναπνέουν και να κινούνται, να πλησιάζουν και να απομακρύνονται και μετά έφυγα φορτωμένος θαυμασμό κι ένα σωρό ερωτηματικά.
«Όταν ξανάρθεις να μείνεις ακόμα μακρύτερα» ξανάκουσα τη φωνή πίσω μου.
«Κάθε μέρα όλο και πιο μακριά, μέχρι να δεις την μεγάλη εικόνα κι όταν την δεις τότε θα κατανοήσεις, γιατί χαμογελά μπροστά η γυναίκα μόνη, γιατί μπλέκουν τα χέρια οι τρεις νεαρές σαν αν χορεύουν, γιατί τόσος κόσμος παρακολουθεί ένα ζευγάρι και γιατί ο άγγελος δεν κρατά ρομφαία αλλά δαχτυλίδια…»
Θα έπρεπε να υπακούσω, δεν υπάκουσα όμως, δεν μπορούσα.
Θα έπρεπε να διαβάζω αργά το βιβλίο, με παύσεις και διαλλείματα, δεν το κατάφερα, δεν με άφηνε.
Εκεί είναι η μαστοριά του Σπύρου Πετρουλάκη.
Να σε κεντρίζει, να σου υπόσχεται, να σε εθίζει και να σε ερεθίζει.
Οι χαρακτήρες του δεν έχουν τίποτα το μεγαλειώδες και το ιδιαίτερο, δεν είναι υπερφυσικοί, δεν είναι άγιοι, είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, μπορεί και να κάθονται δίπλα μας στο λεωφορείο, να περιμένουν μαζί μας στο φανάρι της διάβασης.
Η ζωή τους και η αφήγηση της είναι που θέλει τη μαστοριά κι αυτό ο Σπύρος το κατέχει καλύτερα απ' όλους, κλέβει από τις ζωές τους, δανείζεται τις ματιές τους, τους δίνει καινούριες ανάσες, τους πάει και τους φέρνει.
Σαν γαϊτανάκι, όπως λέει και μέσα στο βιβλίο τις μπλέκει τις ζωές τους, κορδέλες πολύχρωμες οι ψυχές στα χέρια του.
Παίζει με το χρόνο, παίζει με το φώς και το σκοτάδι, τους βουτάει στο χρώμα και μετά τους καθαρίζει, τους κερνάει αμαρτίες και μετά τους εξαγνίζει, όλοι έχουν μια σκουριά που κουβαλάνε, μια φτέρνα τρωτή σαν του Αχιλλέα, όλοι είναι άνθρωποι.
Και παρασέρνει τον αναγνώστη σε εικασίες, και του τις ανατρέπει.
Και του χτίζει εικόνες και του τις γκρεμίζει.
Και τον παίρνει από το χέρι για να τον σεργιανίσει στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, εκεί που μόνο ψίθυροι ακούγονται, εκεί που μόνο ψυχές ακροπατάνε μη ξυπνήσουν τα όνειρα.
Και τα γνωρίζει καλά αυτά τα κατατόπια του θυμικού ο Σπύρος Πετρουλάκης και δεν αφήνει κανέναν να πληγωθεί.
Εκεί που χρειάζεται κάθαρση, θα επέλθει κάθαρση.
Εκεί που χρειάζεται τιμωρία, θα έλθει τιμωρία.
Εκεί που χρειάζεται να αποδοθεί δικαιοσύνη θα αποδοθεί.
Εξυμνεί την σάρκα, εξυμνεί και την ψυχή.
Εξυμνεί τον έρωτα, εξυμνεί και την θυσία.
Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας είναι θυσία, ταξίδι απρόβλεπτο, ρίσκο ατέλειωτο, στοίχημα με το ποτέ και το πάντα, εισιτήριο στο άγνωστο με αντάλλαγμα την ψυχή.
Και σαν τους θεατές, που περιγράφει και στην αρχή και το τέλος του βιβλίου, όταν αριστοτεχνικά κλείνει τον κύκλο, που χειροκροτούν ενθουσιασμένοι θα πρέπει να χειροκροτήσουμε όρθιοι όλοι μας.
Δεν λέω τίποτα για την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της γιατί δεν θέλω να προϊδεάσω ίσως λανθασμένα.
Γιατί για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι ένοιωσα όσα ένοιωθαν, ότι χάρηκα και πικράθηκα μαζί τους, ότι φοβήθηκα και καρδιοχτύπησα συνάμα, το σημαντικότερο όμως είναι τα ερωτηματικά που γέμισε, τι θα έκανα εγώ;
Θα πρόδιδα;
Θα άντεχα;
Θα συγχωρούσα;
Με προβλημάτισαν πολύ αυτές οι καταστάσεις κι ακόμα τώρα δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ στη θέση των ηρώων του. Διάβαζα κι αναρωτιόμουνα,
Ποιός χαρακτήρας είναι ο κάτοχος.
Η γεμάτη καλοσύνη και αγάπη Τατιάνα;
Η εκθαμβωτική Νάσια, ο κύκνος της Καστοριάς;
Η αινιγματική και απόμακρη Σίλια;
Ποιάς ο χαρακτήρας είναι το πιο ακριβό κόσμημα;
Γιατί ο Άγγελος αποφασίζει, σαν άλλος μυθολογικός Πάρις, να αφιερώσει τα κοσμήματα και γιατί κρατάει κρυμμένη τη μήτρα τους;
Τι είναι λοιπόν αυτό το τελευταίο δαχτυλίδι;
Μια ματιά στη σύγχρονη ζωή με τα αδιέξοδα και τις ελπίδες ενός νέου κοριτσιού στην πρωτεύουσα, στα όνειρα που κουβαλάει, στον έρωτα που άδολα πιστεύει.
Ένα ταξίδι στον κόσμο του θεάματος πίσω από τα εκτυφλωτικά φώτα των προβολέων εκεί που οι ηθοποιοί στέκουν απροστάτευτοι από την ασπίδα του ρόλου τους, αφτιασίδωτοι, κοινοί άνθρωποι φορτωμένοι ανασφάλειες, φιλοδοξίες, χορτασμένοι από δηλητήριο, κουρασμένοι από τις προσπάθειες να κρατηθούν στο προσκήνιο.
Ένα μνημείο στο υπέρτατο δώρο της μητρότητας, στις δυσκολίες, στις προσδοκίες, στους λαβύρινθους που οδηγεί και στις μεταπτώσεις που επιφέρει στον γυναικείο χαρακτήρα, στην πυρκαγιά που ανάβει στη γυναικεία υπόσταση.
Και τέλος ένας ύμνος στον έρωτα σε οποιαδήποτε μορφή, στον έρωτα που ξεγελάει, στον έρωτα που οδηγεί στην παραφροσύνη, στον έρωτα που τρέφει την ζήλεια και τέλος στον έρωτα που αφού έχει περάσει από όλα τα στάδια γίνεται ο έρωτας της ζωής και της λύτρωσης, η κολυμβήθρα του εξαγνισμού.
Μια ελεγεία για τα όσα έπρεπε και δεν προλάβαμε να συγχωρήσουμε.
Όλα τα εξηγεί ο πρωτομάστορας Σπύρος Πετρουλάκης, γιατί σαν πρωτομάστορας χτίζει ψηφίδα με την ψηφίδα τους χαρακτήρες του, σαν ζωγράφος τους βγάζει προοδευτικά από το σκοτάδι με πιο φωτεινές πινελιές, σαν μεγάλος παραμυθάς φέρνει γύρα την ανέμη του χρόνου κι όλα έρχονται και ταιριάζουν.
Κι όταν όλα ταιριάξουν, μια λάμψη θαρρείς έρχεται και τα φωτίζει και τότε καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ένα ακόμη μεγαλύτερο κόσμημα που δεν βρίσκεται στο βιβλίο αλλά έχει καθίσει μέσα σου και σε έχει κυριεύσει κι αυτό δεν είναι άλλο από το ταλέντο που έχει ο Σπύρος ο Πετρουλάκης να μας κάνει όλους πιστούς οπαδούς της τέχνης και της μαεστρίας του.
Σπύρο, σε ευχαριστούμε και περιμένουμε…
Νίκος Μητούσης
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι