Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
04-11-2017 07:56
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό
Κατά
Είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω από τη συγγραφέα Δέσποινα Λάππα-Κοντού από τις εκδόσεις ΕΞΗ. Η υπόθεση του ενδιαφέρουσα που με κέρδισε διαβάζοντας το μέσα σε τέσσερις μέρες. Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, ξεκούραστο μα συνάμα ένα ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που έχουμε εικόνα από αφηγήσεις των γονιών ή των παππούδων μας. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν προλάβει να ζήσουν τις καταστάσεις που μας διηγείται η συγγραφέας μέσα από προσωπικές τους μνήμες.
Ψυχογραφεί χαρακτήρες από διαφορετικά μέρη της χώρας. Στεριανούς και νησιώτες με τις δικές τους προκαταλήψεις, ήθη και έθιμα που έπαιξαν το ρόλο τους στη πλοκή του μυθιστορήματος. Στις 450 σελίδες του βιβλίου ζωντανεύει η Ελλάδα μιας άλλης εποχής, πίσω στη δεκαετία του '20, μέσα από την ιστορία δυο νέων που πασχίζουν να χτίσουν τη ζωή τους με μοναδικό τους στήριγμα την αγάπη που τους δένει και την απατηλή προσδοκία για ένα δικό τους παιδί που δεν έρχεται, ενώ ένα "ξένο" παιδί που παίρνει τη θέση του. Και τότε ξεκινά η οδύσσεια αυτού του παιδιού μέχρι την αποκάλυψη ενός συνταρακτικού μυστικού πολλά χρόνια αργότερα...
Η συγγραφέας μας γνωρίζει τους πρώτους μετανάστες που καημό είχαν να μαζέψουν λίγα χρήματα να γυρίσουν στη πατρίδα. Μας μεταφέρει στη μακρινή Αυστραλία που οι πρώτοι μετανάστες βρήκαν λιμάνι να στεγάσουν τη σκέψη τους, τα συναισθήματα τους, που πάλεψαν για να σταθούν στα πόδια τους, με μόνο εμπόδιο τη γλώσσα. Το φιλότιμο και η δουλειά τους κράτησαν μα το όνειρο πάντα ήταν η επιστροφή. Όσο «το ψωμί είναι πάντα πικρό στα ξένα» ο βασικός ήρωας του βιβλίου τα κατάφερε. Όταν επέστρεψε ο Χρήστος στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια ξενιτιάς φέρνοντας μαζί του την Αυστραλέζα Νέλλη για να ζήσουν στη πατρίδα του βρήκε μια εχθρική στάση από τους οικείους του. Ότι παντρεύτηκε κρυφά μια ξένη χωρίς να παντρέψει πρώτα την ανύπαντρη αδελφή του ήταν κατακριτέο από την οικογένεια μα και από ολόκληρη την κοινωνία. «Ξένη» την ανεβοκατέβαζαν οι στενοί συγγενείς βλέποντας την ενώ οι ελπίδες να πάρουν την περιουσία του Χρήστου γινόταν αέρας. Οι στενοί συγγενείς δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στο «ξένο αίμα» να κυριαρχήσει στον κόσμο τους… «Πέσαμε όλοι να πεθάνουμε…. Πάνε χαμένα τα όνειρα μου και τα σχέδια του πατέρα του…. Θα παντρεύαμε πρώτα το κορίτσι και ύστερα θα του βρίσκαμε κι αυτουνού μια καλή κοπέλα, νοικοκυρά με προίκα.» Ο Χρήστος δεν υπολόγιζε τις κατηγόριες που ξεστόμιζαν η μάνα και τα αδέρφια του. Τα σχέδια τους έμειναν απλά εφιάλτες και η αγάπη του ζευγαριού γινόταν ολοένα δυνατότερη. Όσο όμως ένα παιδί θα έκλεινε τα στόματα έμενε κάθε φορά μια απατηλή ελπίδα. Δεν ερχόταν. Πάντα είχαν ανοιχτό το σπίτι τους σε κάθε κατατρεγμένο και ορφανό του τόπου. Κινήσεις και αυτές κατακριτέες από τους συγγενείς. Μας ξετυλίγει την ιστορία του πολέμου του εμφυλίου και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ήρωες την εποχή εκείνη. Η επίταξη σπιτιών και μαγαζιών, η παρουσία των δοσίλογων και των μαυραγοριτών στιγμάτισαν και τις οικογένειες των ηρώων. Κι όσο η πείνα θέριζε το σπίτι του Χρήστου και της Νέλλης ήταν ανοιχτό για να δεχτούν τους πεινασμένους. Όταν ο άντρας της κυρά-Λένης πήγε στα ξερονήσια η ίδια πήγε για να ξενοδουλεύει. Μέχρι που ήρθε στη πόρτα τους η πλύστρα η κυρία Λένη και ο ορφανός εγγονός της ο Στέφος. Τον παρακάλεσε να τον πάρει δίπλα του να βοηθά στο μαγαζί, να μάθει τη τέχνη. Ας ήταν δώδεκα χρονών, η δουλειά θα τον ζύμωνε. Η ζωή των δυο τους άλλαξε καθώς είδαν στα μάτια του το παιδί που θα ήθελαν να έχουν. Πανέξυπνος και εργατικός ο Στέφος τους αποδείκνυε καθημερινά ότι η επιλογή τους ήταν σωστή. Τον έβαλαν στο ξυλουργείο, τον σπούδασαν, τον έστειλαν στο εξωτερικό. Κι όταν πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσει μνημόνευε τη καλοσύνη τους. «Του έδωσαν τα πάντα, ως που μπορεί να φτάσει η αγάπη και η καλοσύνη του ανθρώπου; Πόση αγάπη μπορεί να δώσει ένα ζευγάρι σ’ ένα ξένο παιδί …..» Μας θυμίζει τα αλισβερίσια παλιών χρόνων στις μικρές κοινωνίες και τα πρέπει των γονιών προς τα παιδιά. Όχι ότι στην Ελλάδα του σήμερα δεν συμβαίνουν μα σε μικρότερο ποσοστό. Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά για να το ανταποδώσουν στα γεράματα, να τους δώσουν ένα ποτήρι νερό, να τους γηροκομήσουν όταν έρθει η ώρα, να τους αφήσουν την περιουσία σε όποιος τους κοιτάξει. Δεν έβαζαν μπροστά την αγάπη αλλά το καθήκον και την υποχρέωση. Παλιά μυαλά και προκαταλήψεις. Η υποχρέωση γινόταν αγγαρεία και βάρος. Άλλο η αγάπη και η ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο τους κι άλλο το χρέος….
Γυρνώντας από την Αγγλία αρχίζει η μοίρα να παίζει τα παιχνίδια της εναντίον του. Άρχισε να ψάχνει να βρει το γιατί μα δεν έβρισκε άκρη. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τη ξαφνική αλλαγή της συμπεριφοράς του. Οι μόνοι που τον πίστευαν ήταν η θεία Νέλλη και η γιαγιά του η Λένη. Δεν άντεξε όμως τη περιφρόνηση των άλλων. Ξεκίνησε μια τρομερή οδύσσεια. Ως κατηγορούμενος στη συνείδηση όλων αποφάσισε να φύγει μακριά από το τόπο του. Η απληστία της Σταυρούλας της νύφης του Χρήστου, που με τίποτε δεν έμενε ευχαριστημένη όσα κι αν είχε, που μεγαλοπιανόταν με σαλόνια και ψυχοκόρες, την οδήγησε σε σατανικό σχέδιο και δεν λογάριαζε τα λόγια των γεροντότερων. «Αν δεν σου φτάνουν τα αρκετά, ούτε και τα πολλά θα σου φτάσουν», «Ποτέ δεν θα χορτάσεις, όσα κι αν αποκτήσεις, το βλέπω στα μάτια σου» Ο Στέφος άλλαξε το όνομά του και χάθηκε στην αλμύρα της θάλασσας για να πνίξει τον πόνο της προδοσίας και του ψέματος. Βρίσκει ένα νησί της άγονης γραμμής ξαναγεννώντας στη γη του την ελπίδα. Μέσα από τα συντρίμμια της ψυχής του προσπάθησε να χτίσει μια νέα ζωή, μετέωρη, κόβοντας τις μέχρι τότε γέφυρες.… Βρήκε μια νέα πατρίδα, στην εσχατιά της χώρας, με χαμογελαστούς και καλόκαρδους ανθρώπους. Χιλιόμετρα μακριά από τους δικούς του, με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νησιώτες. Με τα απαγορευτικά, τις τρικυμίες, τη μοναξιά, χωρίς γιατρό μόνιμο βρέθηκε να παλεύει μόνος του. Και τα κατάφερε. Εξήντα χρόνια πέρασαν μέχρι να ενωθούν οι γέφυρες. Δεν θα προχωρήσω παρακάτω, θα σας αφήσω να ξεμπλέξετε μόνοι σας τους κόμπους της μοίρας των ηρώων. Μια μοίρα που μπορεί να παίξει πολλά παιχνίδια φέρνοντας πιο γρήγορα το ανεπάντεχο.
Τελικά πόσα πράγματα μπορεί να εξαρτώνται από μια απλή σύμπτωση; Πόσο απρόσμενες είναι κάποιες καταστάσεις και πόσο η μοίρα των ανθρώπων τους στήνει παγίδες, τους ανοίγει ορίζοντες, τους οδηγεί στο ανεπάντεχο…
Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο και ας χαρίσει ευχάριστες στιγμές στους αναγνώστες. «Κι ας είναι η μοίρα να δένει σκοινιά που ενώνουν και ξαναδένει νήματα κομμένα από καιρό. Αυτά τα νήματα μπορεί να κρατούν γερά, όμως ο κόμπος πάντα υπάρχει ορατός για να θυμίζει τι ήταν αυτό που τα έκοψε κάποτε…».
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι