Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
03-11-2017 19:56
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Δικαιωματικά η κριτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα» των εκδόσεων Έναστρον, απένειμε το Βραβείο Πεζογραφίας για το έτος 2016 στην Έλενα Χουζούρη για το βιβλίο της, «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ», από τις εκδόσεις Πατάκη. Αναφέρω επίσης ότι ήταν υποψήφιο στην βραχεία λίστα για το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος.
Ο θείος Αβραάμ δεν ήταν άλλος από τον Αβραάμ Μπεναρόγια που είχε διωχθεί για την πολιτική του δράση, κατέφυγε το 1908 στη Θεσσαλονίκη όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, άρχισε να ασχολείται ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες της εκεί ισραηλιτικής κοινότητας και πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος. Υπήρξε ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της περιώνυμης Φεντερασιόν.
Τρεις φωτογραφίες κι ένα χειρόγραφο µε τις χρονολογίες 1931, 1939, 1941-1944 που κληρονόμησε από τη Θεσσαλονικιά γιαγιά της, Λούνα, ήταν ικανά να οδηγήσουν την εγγονή Αλίζα να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2012. Επίσημη αιτιολογία για το ταξίδι της εικοσιεπτάχρονης μεταπτυχιακής φοιτήτριας της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, η έρευνα για το µεταπτυχιακό της µε θέµα, «Ο βίος και το έργο του Αβραάµ Μπεναρόγια».
Η αλήθεια όμως ήταν η επιθυμία της να ανακαλύψει τι κρύβουν τόσο οι τρεις φωτογραφίες όσο και οι χρονολογίες που έχει καταγράψει η Λούνα. Καθώς φυλλομετρά ο αναγνώστης, παρακολουθεί την Αλίζα να ανακαλύπτει από πού ξεκινάει η ιστορία της οικογένειας της, μέχρι που φτάνει, ποιες διαδρομές έχει ακολουθήσει και να βρει το μεγάλο γιατί που η μητέρα της αρνείται να επισκεφθεί την πόλη. Γνωρίζει την σεφαραδίτικη οικογένεια της μητέρας της, την πορεία των Εβραίων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, τις δοκιμασίες που έχουν περάσει στο διάβα της ιστορίας αυτής της πόλης.
Βήμα –βήμα μαζί της, ακούμε κι εμείς για το Ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης, για τους Εβραίους της, που από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήρθαν κυνηγημένοι από την Γρενάδα κουβαλώντας τα ήθη και τα έθιμα, την κουλτούρα τους. Οσφραινόμαστε το άρωμα της Θεσσαλονίκης μέσα από τις σελίδες του, γνωρίζοντας τις γειτονιές της, τα εβραϊκά μαγαζιά της, τους ανθρώπους που μεγαλούργησαν, που κυνηγήθηκαν και έγραψαν την ιστορία τους στο νέο τόπο όπου και αγάπησαν ως πατρίδα τους.
«Δεν έχανε την ευκαιρία να δηλώνει με περισσή περηφάνια ότι ήταν Σαλονικιός και αμέσως μετά Ευρωπαίος και να νιώθει θαυμάσια σ’ αυτήν τη διττή ταυτότητά του»(σ.42)
Η συγγραφέας μας παίρνει από το χέρι και μας βάζει στην μηχανή του χρόνου ως συνεπιβάτες, πηγαίνοντας στο 1913 όπου στη Λέσχη Εργατών μάθαιναν ξένες γλώσσες, είχαν θέατρο, βιβλιοθήκη, στο 1911 όπου έφτιαξαν συνεργατικό αρτοποιείο, λαϊκό καταναλωτικό συνεταιρισμό. Μας γνωρίζει τους Ισραηλίτες σοσιαλιστές που αγωνίζονταν για το δίκιο του εργάτη σε όποιο έθνος και θρησκεία ανήκει… Κι από εκεί, πάμε στο 1917 όπου οι Τριεψιλίτες, (Εθνική Ένωση Ελλάς), η σημαντικότερη αντισημιτική και πρωτοφασιστική ή φασιστική οργάνωση της βόρειας Ελλάδας κατά το Μεσοπόλεμο, έκαψαν την εβραϊκή συνοικία Κάμπελ.
Μαθαίνουμε ότι στην προπολεμική Θεσσαλονίκη ζούσαν πάνω από 50.000 Εβραίοι. Από αυτούς, περισσότεροι από 46.000 εκτοπίστηκαν, μετά τον Μάρτιο του 1943, όταν ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη το πρώτο από τα συνολικά 19 τρένα, που μετέφεραν Εβραίους Θεσσαλονικείς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόλις 1.950 επέστρεψαν για να βρουν τις περιουσίες τους λεηλατημένες, τα σπίτια τους κατειλημμένα.
«Αυτή η πόλη είναι η αγαπημένη μας πόλη, είναι και δική μας πόλη είναι η μητέρα-πόλη. Πώς είναι δυνατόν να μας αμφισβητείται κάτι εδραιωμένο εδώ και τόσους αιώνες; Μήπως λοιπόν ούτε εδώ;»
Από το 1909 μέχρι το 1954 κινούνται τα ιστορικά γεγονότα του Τότε. Ταξιδεύουμε ως αναγνώστες νοερά στον χρόνο, πότε στο παρελθόν και πότε στο μέλλον, ενώ το ενδιαφέρον και η αγωνία βρίσκονται στο ζενίθ μέχρι την τελευταία σελίδα. Σκηνές από την καθημερινότητα τους, από τον πόλεμο που δέχτηκαν από χριστιανικούς κύκλους της πόλης ώστε να μην ψωνίζουν οι Θεσσαλονικείς από τα μαγαζιά τους, συνταγές μαγειρικής από την γιαγιά στην εγγονή και οικογενειακές συναθροίσεις, τα έθιμα του γάμου και της κηδείας σύμφωνα με την Εβραϊκή παράδοση.
Όλα περνούν ως κινηματογραφικά πλάνα ή ντοκιμαντέρ, άγνωστα ακόμη στο πλατύ αναγνωστικό κοινό. Ως ταινία ακόμη περνούν σκηνές όπως για το πώς η οικογένεια διασκορπίστηκε, πώς ο εβραϊκός λαός ανυποψίαστος οδηγήθηκε στον θάνατο. Ως πρόβατα στη σφαγή, πώς ξεκληρίστηκαν.. Πώς η Λούνα, γιαγιά της ερευνήτριας, ερωτεύτηκε τον Έλληνα αντάρτη και κατέφυγε στο βουνό. Γνωρίζουμε μέσα από μαρτυρίες για την γέννηση του γιου της, καρπού του έρωτα που χάθηκε απ’ τα μάτια της μέσα στις συγκυρίες, για την νέα πατρίδα, το Ισραήλ, για την είδηση πως το αγόρι που άφησε πίσω πέθανε, για το νέο γάμο, για την Νόρα, την μάνα της Αλίζας, που έχει θυμό για τη μητέρα της κατηγορώντας την πως σώθηκε αφήνοντας αδέρφια και γονείς στη σκοτεινή τους μοίρα.
Με χρώματα και αρώματα λοιπόν είναι πλημμυρισμένο το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη. Με το έντονο κόκκινο του έρωτα και του αγώνα, με το πράσινο φωτεινό για τη χαρά, με το γαλανό της θάλασσας, με το κίτρινο του φόβου. Ο φόβος φέρνει το μίσος και το μίσος τον θάνατο. Ο φόβος που είναι διάχυτος παντού. Ακόμη, είναι ανακατεμένος με τη μυρωδιά του καπνού που έρχεται βαριά στα ρουθούνια όσων περνούν από τις φωτιές της συνοικίας των Εβραίων που κάηκε από χέρια «πατριωτών», πριν ακόμα έρθουν οι ναζί, πριν να αρχίσει το επίσημο πογκρόμ. Διπλοί εγκληματίες ήταν εκείνοι.
Οι χαρακτήρες προβάλλουν ολοζώντανοι από τις σελίδες, άλλοτε αληθινοί κι άλλοτε μυθιστορηματικοί, μας κόβουν πολλές φορές την ανάσα αναζητώντας την γρήγορη λύση για την μοίρα των ηρώων. Μα δεν έρχεται αυτή η λύση γιατί οι δοκιμασίες συνεχίζονται μέχρι τέλους. Μην ξεχνούμε πώς πολλοί Εβραίοι τάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση και πολέμησαν για την λευτεριά της πατρίδας. Μα ήταν κι εκείνοι που οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς κι έγιναν ανθρώπινα πειράματα γράφοντας με ανεξίτηλο μελάνι τον αριθμό. Όπως η γιαγιά Ρέινα.
«…πάντα είχε κατεβασμένα τα μανίκια της πρώτος διέκρινε τους έξι αριθμούς που είχαν χρώμα μπλαβί σαν κάτι σάπιο και τρομακτικό μαζί ο αδελφός μου, από κοντά του έτρεξα κι εγώ κι έπειτα μικρά παιδιά ήμασταν δεν ξέραμε, πώς να ξέρουμε, η γιαγιά Ρέινα έκανε τατού στο χέρι της, αρχίσαμε να φωνάζουμε και οι δυο μαζί και να δείχνουμε τη γιαγιά Ρέινα πες μας τους αριθμούς, γιαγιά Ρέινα, πες μας να τους γράψουμε στην άμμο…»(σ. 14-15)
Θα ήθελα να σας γράψω ακόμη περισσότερα μα σας αφήνω να μπείτε στην μηχανή του χρόνου και να ζήσετε, να αγανακτήσετε, να δικαιώσετε αυτόν τον λαό που δεν έχει βρει δικαίωση. «Ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας είναι η μνήμη», λέει ο Ζεμπάλντ στο μότο του βιβλίου. Κι έχει απόλυτο δίκιο..
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι