Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
30-06-2018 09:49
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Η Νεφέλη είναι κόρη εφοριακού κι έτσι αναγκαστικά κάθε τρεις και λίγο αλλάζουν τόπο και άρα σχολείο. Στην αρχή της ιστορίας οι δυο γυναίκες έχουν εγκατασταθεί σε μια πόλη και η Νεφέλη είναι έτοιμη να πάει στην Α΄ λυκείου. Στην τάξη θα γνωριστεί με τον αυτιστικό Ίωνα και την ξένη Αντέλα και αμέσως θα δεθούν απέναντι σε μια μικρή κοινωνία παιδιών που χλευάζουν ή ακόμη και μισούν θανάσιμα το διαφορετικό. Πόσο ενδιαφέρουσα θα είναι αυτή η σχολική χρονιά; Πώς θα επηρεαστεί ο συναισθηματικός της κόσμος από την απουσία ενός πατέρα που τις εγκατέλειψε με δικαιολογία την κρίση, από τις πάμπολλες ώρες εργασίας που κρατούν μακριά τη μάνα από τις ανάγκες του παιδιού της και από μια κλίκα νταήδων του σχολείου που έχουν το θάρρος να επηρεάζουν τις αποφάσεις των καθηγητών γιατί υπάρχουν κι άλλοι δεσμοί πλην των σχολικών ανάμεσά τους;
Το «Μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων» είναι μια καλογραμμένη, τρυφερή και ταυτόχρονα σκληρή ιστορία για τις δυσκολίες της εφηβείας, ένα ηχηρό μήνυμα κατά του bulling και ταυτόχρονα το πορτρέτο μιας έφηβης που θέλει να επαναστατήσει, μόνο που δεν ξέρει το γιατί και το πώς. Με ρεαλισμό και αδρή σκιαγράφηση χαρακτήρων ξετυλίγεται μια ιστορία κλιμακωτή, με εξελίξεις απρόσμενες και σημαντικές ανατροπές, με χαρακτήρες που τους έχω ακούσει ή γνωρίσει κι εγώ στη ζωή μου και με σωστή απεικόνιση των ανθρώπινων σχέσεων και του τρόπου που αυτές αλλάζουν κατά τα γεγονότα που παρουσιάζονται. Μου έκανε εντύπωση που ενώ ο συγγραφέας ασχολείται με θέματα που έχω διαβάσει και σε άλλα βιβλία τα προσεγγίζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο και χαράζει το δικό του μονοπάτι στην ψυχή του έφηβου αναγνώστη που θα τον εμπιστευτεί. Δε γίνεται να μην αγαπήσεις ένα μυθιστόρημα που σου συστήνει τους τρεις πρωταγωνιστές με τον πιο απροσδόκητο τρόπο από την αρχή σχεδόν: «Η κόρη μιας γυναίκας ελαφρών ηθών, ένας ψυχάκιας και μια στριμμένη εφοριακός. Αυτό δεν ήταν πάρτι, ήταν επεισόδιο μεξικάνικης σαπουνόπερας» (σελ. 32).
Ξεκινάμε με τη Νεφέλη και τον βαθμό ωριμότητας που έχει κατακτήσει λόγω της μονογονεϊκής οικογένειας στην οποία ζει και τις αλλεπάλληλες μετακομίσεις που της έχουν στερήσει το βασικό αγαθό της ζωής: μια γερή φιλία. Το κορίτσι αυτό έχει ταλέντο στη ζωγραφική και στο γράψιμο κι αυτές είναι οι διέξοδοί του στην κλειστή καθημερινότητα που καλείται να ζήσει. Στο νέο σχολείο γνωρίζει δύο ανθρώπους που θα τη σημαδέψουν και θα τη βοηθήσουν να λύσει πολλά από τα προβλήματά της με τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι πίστευε! Η τάξη των παιδιών περιγράφεται παραστατικότατα με μια καθημερινότητα που δοξάζω τον Θεό που δεν την έζησα κι εγώ στην εποχή μου: selfies, duck faces, instagram, facebook, likes, ψεύτικη ομορφιά, επίπλαστη ταυτότητα, άπλετος χρόνος για να ντυθείς «ζωή» κι όχι για να τη γνωρίσεις («Το μακιγιάζ τους κατά καιρούς θύμιζε ηττημένους παίχτες σε αγώνα paintball», σελ. 55), ελάχιστος χρόνος για διάβασμα, νταηλίκια και ψευτοπαλικαρισμοί. Και δεν πρόκειται για στείρα παράθεση γεγονότων που δυσαρεστούν έναν μεγαλύτερο σε ηλικία συγγραφέα κι απλώς κλαυθμηρίζει για τα χαμένα νιάτα στην ηλεκτρονική εποχή αλλά για έναν εκπαιδευτικό με διορατικότητα που έχει καταλάβει πώς ζουν και τι σκέφτονται τα παιδιά του ελληνικού 21ου αιώνα και παραθέτει τεκμηριωμένα γεγονότα και στάσεις ζωής.
Κι εκεί που λες πως απλώς έχουμε ένα κορίτσι που γνωρίζει την εφηβεία και το νταηλίκι και δραπετεύει μέσα από τους πίνακες και τα γραπτά της, ξαφνικά η Νεφέλη αρχίζει να κόβεται, να βυθίζεται σε ύπνο αδιαφορίας και να κρύβεται κάτω από σωρούς ρούχων για να μη βλέπει και να μην ακούει. Υπάρχουν άνθρωποι που της τείνουν χείρα βοηθείας όμως εκείνη προτιμά το χαμόγελο του εφησυχασμού για να κρυφτεί μια ώρα νωρίτερα από τον κόσμο. Τα πάντα αλλάζουν όταν ένα πρωταπριλιάτικο αστείο γίνεται βασανιστήριο και γελοιοποίηση, γιατί τότε μπαίνουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση και αρχίζουν να εμφανίζονται οι ρωγμές στη μικροκοινωνία όπου φοιτά η Νεφέλη και οι φίλοι της. Έτσι η πρωταγωνίστρια «σώζεται» από την κατάθλιψη με έναν τραγικό και δύσκολο τρόπο που φέρνει το μυθιστόρημα σε άλλο επίπεδο και δίνει την ευκαιρία της αποδόμησης της σχολικής κοινωνίας (από καθηγητές και διευθυντή μέχρι μαθητές). Τελικά θα αγαπήσει τον εαυτό της η Νεφέλη; Η μητέρα της θα καταλάβει εγκαίρως το λάθος της και θα σταθεί στο πλάι της μακριά από τις απρόσωπες υπερωρίες; Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας το facebook και πόσο αρνητικό αντίκτυπο έχει στην καθημερινότητά μας ένας λάθος χειρισμός («Ο νταής δε χρειαζόταν να έχει μπράτσα παρά μόνο το E.C.D.L., ένα tablet και πολλά megabyte δώρο», σελ. 174 ή «Έτσι γινόταν με το facebook. Από τη μια δημιουργούσε θύτες και θύματα και από την άλλη επαναστάτες. Και όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οι ψηφιακές επαναστάσεις έμοιαζαν με φτερνίσματα. Είχαν αρχή, κορύφωση και τέλος», σελ. 196-197);
Εξίσου συμπάθησα και τον αυτιστικό Ίωνα, που περιγράφεται μελετημένα και ρεαλιστικά, με μια συμπεριφορά χαρακτηριστική αυτών των ανθρώπων. Ο συγγραφέας έχει μελετήσει ενδελεχώς το θέμα του κι έχει καταφέρει να συνδέσει τις ιδιορρυθμίες τέτοιων παιδιών σε ένα πρόσωπο που καταφέρνει να δώσει λύσεις σε ανύποπτη στιγμή, να σταθεί στο πλάι της φίλης του με τον δικό του τρόπο και δυστυχώς να υποκύπτει στα πειράγματα των νταήδων της τάξης. Ειδικά στη σκηνή με το πρωταπριλιάτικο αστείο που αλλάξανε εντελώς τη διαρρύθμιση της αίθουσας, κάτι που έφερε σχεδόν εγκεφαλικό στο τακτικό μυαλό του Ίωνα, ένιωσα απόλυτα το αδιέξοδο των αυτιστικών σε περίπτωση εκρυθμίας της ρουτίνας τους! Κι όμως: «Γιατί να προσπαθήσεις να γίνεις κάτι άλλο για να ενταχθείς σε μια ομάδα, όταν μπορείς να προσελκύσεις τους άλλους με το να είσαι ο εαυτός σου; Κι αν αυτό δε γίνει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή σε ένα δεδομένο περιβάλλον, αυτομάτως σημαίνει ότι υπάρχει μια άλλη στιγμή και ένα άλλο περιβάλλον που έχουν σμιλευτεί ειδικά για σένα» (σελ. 85).
Τελικά μήπως όλοι μας είμαστε αυτιστικοί και στρουθοκαμηλίζουμε εσκεμμένα απέναντι στα προβλήματα της ζωής μας; Όπως λέει και η Νεφέλη: «Όλοι κατά καιρούς κλεινόμαστε στη γλυκιά φυλακή του εαυτού μας και αρνούμαστε να ξεκουνήσουμε απ’ αυτή. Επειδή νιώθουμε ασφαλείς εκεί. Ή επειδή φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε τον αληθινό κόσμο. Μπορεί πάλι να είμαστε απλώς εγωιστές, ξέρω κι εγώ! Ή να βαριόμαστε να βγούμε από το καβούκι μας» (σελ. 13). Το κείμενο βρίθει τέτοιων απόψεων σε σημείο που πολλές φορές σταμάτησα την ανάγνωση για να αναρωτηθώ επ’ αυτών και να αναθεωρήσω τη δική μου στάση ζωής. Προς Θεού, το «Μουσείο» δεν είναι φιλοσοφικό βιβλίο ούτε έχει στόχο να διδάξει, απλά μέσα από ένα καλογραμμένο κείμενο, διανθισμένο με χιουμοριστικά αλλά και τραγικά γεγονότα, απόλυτα ρεαλιστικά, προκύπτουν και προβληματισμοί που θα βοηθήσουν τον έφηβο αναγνώστη να βρει τον καλύτερο δρόμο προς τη δική του, ατομική ωρίμανση και ενηλικίωση.
Το «Μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων» είναι η καλύτερη παρομοίωση που έχω συναντήσει ως τώρα για τον εσωτερικό κόσμο της Νεφέλης αλλά και των εφήβων γενικότερα! «Ο εσωτερικός μου κόσμος είχε αρχίσει να μοιάζει με σχολική εκδρομή σε μουσείο. Αδιάφορος, βαρετός, σχεδόν νεκρός. Συναισθήματα που άλλοτε χτυπούσαν κόκκινο, τώρα θύμιζαν σταφιδιασμένα, αποξηραμένα φρούτα… Κάπως έτσι είχαν καταντήσει και τα συναισθήματά μου. Σαν τα ζαρωμένα, στεγνά σύκα της γυάλας και όχι σαν τα ζουμερά του νησιού. Έχαναν σταδιακά την έντασή τους σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιόμουν αν συνέχιζαν να υπάρχουν ή αν είχαν εξαφανιστεί. Ναι αυτό ήμουν! Ένα μουσείο αποξηραμένων συναισθημάτων. Ένα μουσείο το οποίο κανείς δεν επισκέπτεται γιατί έχει βαρετά εκθέματα. Ένας χώρος μέσα στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγή» (σελ. 137-138). Θα καταφέρει αυτό το μουσείο να αποκτήσει ομορφότερα εκθέματα ή ακόμη καλύτερα να κλείσει τελείως και τα εκθέματά του να παραμείνουν σκονισμένα και μουντά; Αυτό θα το μάθει με τον καλύτερο τρόπο ο αναγνώστης όταν κλείσει λυτρωμένος το βιβλίο.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι