Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
15-09-2017 18:42
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Λυκοποριά 1919. Η Δωροθέα ειναι νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, συμμετείχε και στους Βαλκανικούς και στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Βίωσε από κοντά τη φρίκη, την τραγωδία και την αποκτήνωση των συνθηκών ζωής στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Κατατάχτηκε για να βοηθήσει, να στηρίξει, να ανακουφίσει, όμως ήθελε να είναι και κοντά στον άντρα που αγάπησε, έναν άνθρωπο παντρεμένο που τη γέμιζε ψεύτικες υποσχέσεις. Τώρα η Δωροθέα έχει επιστρέψει στο χωριό της, εκεί που την περιμένει ο Άλκης, ο παιδικός της έρωτας, ένα παληκάρι που του ψήνει άθελά της το ψάρι στα χείλη. Στο σπίτι της μια μέρα της φέρνουν έναν τραυματισμένο, λιγομίλητο άντρα να τον περιποιηθεί. Ποιος είναι και τι γυρεύει σε αυτά τα μέρη; Ποιος τον γνωρίζει; Τι ρόλο θα παίξει στη ζωή της Δωροθέας;
Αθήνα, δεκαετία 1880. Ο Άγγλος διπλωμάτης Τόμας Έργουιν επιστρέφει στην Ελλάδα ως σύμβουλος και δεξί χέρι του πρεσβευτή Ράμπολντ. Η παρουσία του γεμίζει εικασίες και κουτσομπολιά τα πολιτικά καφενεία της πόλης. Η Ελληνίδα σύζυγός του, Μαργαρίτα, κατά αρκετά χρόνια νεότερή του, ξεκινά έναν παράνομο και φλογερό έρωτα που θα της ανατρέψει για πάντα τη ζωή ενώ η πολιτική αντιπαλότητα Δηλιγιάννη και Τρικούπη θα αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό της πρωτεύουσας και της ελληνικής Ιστορίας. Τι συνδέει αυτές τις δύο περιπτώσεις και ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής τους; Τι κοινό έχουν ως χαρακτήρες η Δωροθέα και η Μαργαρίτα και πώς θα χειριστούν τις σχέσεις τους με το αντρικό φύλο, όταν στα μεν 1880 η ρηξικέλευθη Καλλιρόη Παρρέν αναστατώνει τον αντρικό πληθυσμό και ξεσηκώνει τις γυναίκες με την Εφημερίδα των Κυριών, στα δε 1910 ο ελληνικός κόσμος έχει την ψευδαίσθηση ότι θα ζήσει επιτέλους ειρηνικά;
Άλλο ένα από τα βιβλία που με παρέσυραν στις σελίδες τους, με ταξίδεψαν, με γέμισαν αισθήματα και με απομάκρυναν τόσο πολύ από την πραγματικότητα γύρω μου που όταν διάβασα τις τελευταίες γραμμές, σήκωσα τα μάτια, προσπαθώντας να επανέλθω στο σήμερα και να απαγκιστρωθώ από τα βιώματα των χαρακτήρων που περιγράφονται σε αυτό το μυθιστόρημα. Η ορμή των συναισθημάτων, η ένταση των σκηνών, η ρεαλιστικότατη απεικόνιση κυρίως του 19ου αιώνα ήταν κάποια από τα θετικά χαρακτηριστικά που με γοήτευσαν και με άφησαν να χαθώ μεταξύ Λυκοποριάς και Αθήνας. Ο συγγραφέας με κάθε νέο του βιβλίο προχωράει το στυλ του και τη φαντασία του ένα βήμα πιο πέρα, ανεβαίνοντας όλο και περισσότερο στη σκάλα της λογοτεχνίας. Με το «Όταν θα δεις τη θάλασσα» με κέρδισε απόλυτα.
Παρ’ όλο που η ιστορία της Λυκοποριάς είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και ανατρεπτική, απαραίτητη για την ολοκλήρωση της πλοκής, οι σκέψεις μου και το κείμενό μου επικεντρώνονται κυρίως στο κομμάτι της Μαργαρίτας και του Τόμας Έργουιν. Εκεί έχει γίνει τόσο σημαντική λεπτοδουλειά που δεν έχει ξεφύγει ούτε πόντος είτε αυτό αφορά το ιστορικό υπόβαθρο είτε την καθημερινότητα των Αθηναίων του 1880 είτε τις ανατροπές της πλοκής. Ο καθένας από όσους μπαίνουν και περπατούν στις αράδες των κεφαλαίων έχει κάτι να κάνει ή να πει, έρχεται από κάπου συγκεκριμένα και είναι εκεί για κάποιο λόγο. Εκεί όμως που πραγματικά συγχαίρω τον κύριο Δάνδολο είναι στο σημείο που «παίζει» με τον αναγνώστη, περνώντας του υποδόρια δευτερεύουσες εικόνες ή συμβολισμούς που μόνο ένα καλά εξασκημένο μάτι ή ένας καλά διαβασμένος άνθρωπος μπορεί να τις καταλάβει. Προσέξτε τον σιωπηλό φόρο τιμής που αποδίδεται σε πασίγνωστο λογοτέχνη στη σελίδα 286 (όχι, δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, θα χαλάσει αυτή η υπέροχη μαγεία)!
Οι πλασματικοί ήρωες του κυρίου Δάνδολου χαιρετούν, συγκρούονται, προδίδουν, εξοργίζουν, συντρώγουν με πρόσωπα-θρύλους: τον Κωστή Παλαμά στα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα, την Καλλιρρόη Παρρέν, τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη... Μετακινούνται με άμαξες ή με τα πόδια σε λασπωμένους δρόμους, φτάνουν «σ’ εκείνη την ερημιά, το Κολωνάκι» ή στη γέφυρα του Ιλισσού, σουλατσάρουν στο νεόχτιστο Ζάππειο, περιμένουν χωρικούς με ζώα να διασχίσουν τη Σταδίου εμποδίζοντας την κυκλοφορία, παρουσιάζονται στην Αθηναϊκή Λέσχη, δειπνούν στο Οτέλ ντ’ Ανγκλετέρ (σημερινή Μεγάλη Βρετανία) και στο Κάρλτον της Ομόνοιας, αγοράζουν από την Ερμού κοσμήματα, καλούνται σε βεγγέρες και αποκριάτικες συνεστιάσεις. Μια ολοζώντανη, αληθινή εποχή ανάπτυξης και τρυφηλότητας, με το όραμα του Χαρίλαου Τρικούπη για πρόοδο και ανάπτυξη να στηρίζεται σε ξένα δάνεια αλλά να δίνει νέα πνοή στη χώρα. Παντού αισιοδοξία, ευημερία, απλότητα και κομψότητα.
Μέσα όμως σε αυτές τις λυρικές περιγραφές και τα ειδυλλιακά τοπία καραδοκούν και τα αρνητικά στοιχεία της καθημερινότητας: η φαγωμάρα των Ελλήνων, η κουτοπονηριά, ο κίνδυνος από τους ληστές στην επαρχία, μα πάνω απ’ όλα οι βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας και το αμέτρητο βάθος στο οποίο χώνουν τα χέρια τους ανακατεύοντας τα πάντα και αλλάζοντας, όχι για το καλύτερο, τον ρου της Ιστορίας. Αυτήν τη φαγωμάρα, την ευπιστία, τον ρομαντισμό εκμεταλλεύεται και η Αγγλία, στέλνοντας τον Τόμας Έργουιν πίσω στην Ελλάδα. Το σχέδιο που καλείται να φέρει σε πέρας είναι σατανικό. Έπαθα σοκ με την πιθανότητα να έγιναν όντως έτσι τα πράγματα παρασκηνιακά και να μην τα σχεδίασε ο κύριος Δάνδολος για το μυθιστόρημά του. Δε θα αποκαλύψω τα δολοπλόκα σχέδια, όμως μου άρεσε ο τρόπος που περιγράφηκε ο Τόμας Έργουιν: ξεκίνησε από πανίσχυρος, κομπορρήμων, ξιπασμένος διπλωμάτης, σύζυγος μιας νεότερης γυναίκας, με την οποία κάνει έρωτα με συστολή, νιώθοντας αιδώ ακόμη και για το ίδιο του, το γερασμένο σώμα, ώσπου σελίδα τη σελίδα, μέρα τη μέρα, αρχίζει να καταρρέει με μια σειρά απρόσμενων γεγονότων για να τον χαρίσει ο συγγραφέας στο τέλος βορά στα αδηφάγα μάτια του αναγνώστη, μειώνοντάς τον και μικραίνοντάς τον τόσο που δεν μπόρεσα να αποφασίσω αν τον λυπόμουν ή ένιωθα δικαιωμένος. Ο Τόμας Έργουιν είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αλλαγής χαρακτήρος σε ένα μυθιστόρημα!
Η Μαργαρίτα Έργουιν, το γένος Φωκά, είναι μια γυναίκα που όλοι έχουμε συναντήσει κατά καιρούς: στη Μαντάμ Μποβαρύ, στην Άννα Καρένινα... Μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στις γυναίκες που τόλμησαν ν’ αγαπήσουν πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους ώστε να δοθούν όχι τόσο σε ό,τι στερήθηκαν αλλά σε ό,τι δεν μπόρεσαν να ζήσουν ως τότε. Δεν είναι κοινή γυναίκα, είναι ένα πλάσμα με καρδιά που βροντοχτυπά και αισθήσεις οξυμμένες για το επαναστατικό, το διαφορετικό, το μη επαναλαμβανόμενο, το έντονο. Δεν είναι μια «υποταγμένη γυναίκα που αργοπεθαίνει στο πλευρό ενός νεκρωμένου συζύγου» (σελ. 303). Συναναστρεφόταν στο Λονδίνο με τον κύκλο των σουφραζέτων, αν και κρυφά, γράφει μικρά κείμενα (τα χαρακτηρίζεις και «χρονογραφήματα»), ψάχνει και ψάχνεται, από τη στιγμή όμως που υποκύπτει στο πάθος και στα θέλγητρα ενός άντρα, που δείχνει να την αγαπάει πραγματικά και δεν της εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για να την κοροϊδέψει, παρασύρεται και ταυτόχρονα νιώθει τύψεις. Κάνει αχαλίνωτο έρωτα με τον εραστή και χαϊδεύει σχεδόν μητρικά τον σύζυγο. Τύπτεται, καίγεται, θέλει να απαλλαγεί και φοβάται. Όχι τον κόσμο, τον άνθρωπο. Αν φοβάται, δεν το κάνει επειδή νιώθει δεσμευμένη με έναν άντρα αλλά γιατί έχει να κάνει με ένα ανθρώπινο πλάσμα. Αναγκάζεται και κλητεύεται να ζήσει δίπλα σε παραφουσκωμένες γυναίκες που δεν έχουν τι να κάνουν όλη μέρα εκτός από το να συμπαθούν τους αναξιπαθούντες και να κουτσομπολεύουν. Πλάσματα κυνικά και ωμά που πρεσβεύουν το εξής καταπληκτικό για τους συζύγους τους, τους ίδιους ανθρώπους που τις κάνουν μητέρες και φροντίζουν για τα λούσα τους: «Η δουλειά τους είναι ν’ αλλάζουν γνώμη, χρυσό μου. Η δουλειά μας είναι να περιμένουμε» (σελ. 316). Τι θα αποφασίσει τελικά η Μαργαρίτα; Θα ρισκάρει ή όχι; Τι μέλλον μπορεί να έχει μια τέτοια σχέση σε ένα περιβάλλον όπου η γυναίκα είναι εύκολος στόχος και δακτυλοδείχνεται με την πρώτη ευκαιρία;
Η ιστορία αυτού του ερωτικού τριγώνου, που διακόπτεται σε καίρια σημεία από την αφήγηση της ιστορίας της Δωροθέας, έχει μια απρόσμενη κλιμάκωση και μια μη αναμενόμενη ανατροπή. Άλλο ένα χαρακτηριστικό του κυρίου Δάνδολου που αγάπησα: απέφυγε τους σκοπέλους και τις εύκολες λύσεις. Δεν είχε σκοπό να γράψει άλλη μια δακρύβρεχτη, ερωτική, μελό ιστορία, με νικητές και ηττημένους αλλά να δείξει στον αναγνώστη πόσο βαθιά κίνητρα έχει ο άνθρωπος που προβαίνει σε πράξεις ακραίες ή μη. Δηλαδή, δεν έχουν σημασία τα ίδια τα γεγονότα όσο η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και ο τρόπος που αυτή αλλάζει βάσει των εξελίξεων. Απόλυτα ανθρωποκεντρικό και σοφά καταγεγραμμένο κείμενο, με γέμισε αγωνία, με εξέπληξε, με ενθουσίασε, με έκανε να δακρύσω. Ναι, δε διστάζω να το γράψω, γιατί παρ’ όλο που κάποιες σκηνές τελικά θα τις χαρακτήριζα κλισέ, είναι τέτοιο το στυλ γραφής και ο φωτισμός των γεγονότων που δεν άντεξα και ξέσπασα. «Όταν θα δεις τη θάλασσα, τρέξε να έρθεις να με βρεις», λέει η Δωροθέα στον εραστή της, με τον οποίο κρύβονται σε ένα σπίτι στο Φάληρο. Όταν θα αντικρίσεις τη θάλασσα, δηλαδή, παράτα την άμαξα κι έλα τρέχοντας, γιατί είναι τέτοια και τόσο έντονη η αγάπη, που θα σε φέρει πιο γρήγορα. Ναι, αλλά τι θα συμβεί όταν το νόημα της πρότασης έχει και μια δεύτερη σημασία; Γιατί, όταν σε μια κρίσιμη στιγμή του κειμένου η Δωροθέα εμφανίζεται με ένα θαλασσί φόρεμα, ο άντρας τρέχει κοντά της, υπό τέτοιες συνθήκες και με τέτοιο συναισθηματικό βάρος που λύγισα.
Ο κύριος Δάνδολος, με αφορμή την ιστορία του 1880, εκτός από τη συναρπαστική καταγραφή της κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, χώρια από την πιστή αναπαράσταση των συνθηκών ζωής, πολιτισμού και πολιτεύματος, καταφέρνει να χαρίσει και διαχρονικά μηνύματα στον αναγνώστη ως προς την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, μιας και η χώρα μας από την πρώτη στιγμή σχεδόν που έγινε βασίλειο δε σταμάτησε να δανείζεται. Στη σελίδα 100 υπάρχει το εξής απόσπασμα: «Επίσης, είναι ένα κράτος με οφειλές, όλη η οικονομία του έχει βασιστεί σε δάνεια από το εξωτερικό». Στη συνέχεια, στη σελίδα 346, υπάρχει μια διορατική παρατήρηση: «Να είστε βέβαιος, φίλτατε, ότι έτσι θα υποδουλώνονται οι λαοί μια μέρα. Χωρίς πόλεμο. Αναίμακτα. Μόνο με δάνεια. Δάνεια που φέρνουν πτωχεύσεις κι άλλα δάνεια για να αντιμετωπιστούν οι πτωχεύσεις. Με το χρήμα». Επίσης, οι σκηνές φανατισμού μεταξύ των Κορδονικών (οπαδών του Δηλιγιάννη) και των οπαδών του Τρικούπη δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τη σφαγή του Εμφυλίου του 1946! Προς τιμήν του, ο κύριος Δάνδολος δεν παίρνει θέση, αντίθετα, αφήνει τα ίδια τα γεγονότα να δείξουν τις συνέπειες από τέτοιες ανυπολόγιστες πράξεις και αντιδράσεις.
Και ερχόμαστε στο 1919, που, όπως έγραψα ανωτέρω, είναι άρρηκτα δεμένο με το χτες. Σε αυτό το κομμάτι της αφήγησης ίσως δεν έχουμε πολλά πραγματολογικά στοιχεία, πέραν του απόηχου των γεγονότων από τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, αυτό δε σημαίνει όμως πως η ιστορία της Δωροθέας υστερεί σε αγωνία και εκπλήξεις. Με μαεστρία και ικανό χειρισμό, ο συγγραφέας καταγράφει τα αισθήματα της Δωροθέας και του Άλκη, τους βάζει διλήμματα, καταφέρνει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία απλές κινήσεις, όπως ένα φίλι, να ερμηνευθούν ταυτόχρονα διαφορετικά και από τους δύο χαρακτήρες. Χωρίς περιττές σκέψεις, χωρίς μακροσκελείς πειργραφές και αφηγήσεις εσωτερικών σκέψεων. Οι ίδιες οι λέξεις έχουν τη δύναμη, δε χρειάζεται να συνοδεύονται από περιττά φτιασίδια. Δύναμη και εμβρίθεια ενυπάρχει στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων ενώ σταδιακά αρχίζει ο καθένας να παίρνει τη σωστή του θέση μέσα στη συνολική εικόνα του βιβλίου. Η Δωροθέα είναι μια γυναίκα που παρασύρθηκε από το ψέμα και την ευπιστία και τώρα θέλει να καταλαγιάσει μέσα της ο πόνος και ο όλεθρος από τις σφαγές που αντίκρισε. Φιλί το φιλί όμως, λέξη τη λέξη, ο Άλκης θα τη βοηθήσει να βρει τον εαυτό της και να καταλάβει πως κάπου εκεί μέσα τρέφει αισθήματα γι’ αυτόν. Θα βγουν όμως εγκαίρως στην επιφάνεια; Θα καταλάβουν και οι δύο πως έχουν κοινή πορεία στο μέλλον; Σε τι κινήσεις θα προβεί ο Άλκης και γιατί; Πώς θα κρατήσει αυτή η αγάπη; Και τι θα συμβεί σε ένα νυχτερινό γλέντι, που θα τοποθετήσει τα πράγματα στη σωστή τους θέση;
Το «Όταν θα δεις τη θάλασσα» είναι ένα καλοδουλεμένο, στέρεα δομημένο, ανατρεπτικό, συναρπαστικό, ερωτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, που καλωσορίζει τον αναγνώστη σε μια εποχή καταγεγραμμένη πιστά και με αληθοφάνεια, σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο αληθινούς, ολοζώντανους πρώτους και δεύτερους χαρακτήρες, σε μια ψυχή σκοτεινή, βαθιά και με απρόβλεπτες αντιδράσεις. Ήταν ένα ταξίδι σε μια θάλασσα από λέξεις, εικόνες, μεταφορές, περιγραφές και σκιαγραφήσεις που δεν ήθελα να τελειώσει.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι