Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
04-11-2017 08:05
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά
τη σκεπαστή την αγορά μεσ στα Χανιάη Ακριβή είχε το ίδιο στέκι χρόνιαπουλούσε βότανα, ματζούνια, γιατρικάκαι για ξελόγιασμα κυκλάμινο κολόνια.Γιάτρευε πόνους του κορμιού η Ακριβή,γιάτρευε πόνους της καρδιάς με παραισθήσειςκι έλεγε σ’ όλους, μια σταλιά είναι η ζωήκαι δεν αξίζει λυπημένος να τη ζήσεις.
Μας έλεγαν οι παλαιότερες όταν ήμασταν μικρές, «Γερμανό και Τούρκο μη πάρετε όταν μεγαλώσετε», κι εμείς αναρωτιόμασταν γιατί τα λέγανε τούτα και επιμένανε μη το ξεχάσουμε. Κατάρα ήταν για εκείνες. Όσο μεγαλώναμε ακούγαμε τι περάσανε και το καταλάβαμε. Μα δεν το νιώθαμε γιατί δεν ζήσαμε ούτε κατοχή ούτε εμφύλιο.
Το ένιωσα ξανά όταν άνοιξα να διαβάσω το βιβλίο της Μαρίας Παπαδάκη «Κλειστό λόγω αγάπης» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Ταξίδεψα πίσω στον χρόνο. Στη Κρήτη, στα Χανιά, στον πόλεμο, γνώρισα τη Νίκη, την ηρωίδα που είχε γίνει βαποράκι της ζωής προκειμένου να σώσει τους αντάρτες. Γνώρισα τη Νίκη που το σπίτι τους το επέταξαν οι Γερμανοί, περηφανεύτηκα με τη παλικαριά του πατέρα της του Σηφάκη που όταν είδε τη Νίκη ότι τα κατάφερνε καλά λόγω της μικρής της ηλικίας την έκανε βαποράκι της ζωής. Έσφιξα νοερά το χέρι της Νίκης που δεν φοβήθηκε τη ζωή της και τόλμησε να τα βάλει με τους κατακτητές. Ο φόβος δεν είχε θέση στην καρδιά του Κρητικού λαού. Η Νίκη έπαιρνε μυστικά από τους Γερμανούς, έβλεπε τους δωσίλογους να παίρνουν λίρες για να σώσουν τους Έλληνες, άκουγε τα μυστικά τους και τα μαρτυρούσε στους αντάρτες. Είδε ακόμη που ο Γερμανός διοικητής έσκαψε κάτω από τη λεμονιά του σπιτιού τους για να θάψει τις λίρες που του έδωσε ο γκεσταμπίτης…
Χάρηκα με τον έρωτα του Μανώλη και της Νίκης που γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τρελά! Που κλέφτηκαν κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών και των γονιών τους. «Γιάντα μάθια μου; Εκλεφτήκαμε! Επήρες το χαμπάρι; Από τούτηνε τη στιγμή είσαι η κερά μου, όμορφο μου! Εμετανόησές το;». Πού έφυγαν μετανάστες για να δουλέψουν κι άφησαν πίσω τα παιδιά με τη γιαγιά τους να τα μεγαλώσει. Την Ακριβή, τον Ανέστη και την Αγάπη. Όπως οι περισσότεροι τότε.. «Η Νίκη κορμιού και ψυχής. Νίκη παντού, αφού ύστερα από τόσα βάσανα έστεκε ακόμη ορθή και άφθαρτη σαν ψηλό βουνό. Πέρασε πολλά. Άντεξε πολλά... Και οι δυο μετανάστες πόνων και κακουχιών».
Η Ακριβή μεγάλωσε και με οδηγό τη κρητική σοφία, μαγεμένη από τις ομορφιές της πόλης, έφτιαξε ένα μαγαζί μ’ αυτά που αγαπούσε στη σκεπαστή αγορά στα Χανιά! «Κίρκη» το ονόμασε! Την Ακριβή μάγισσα την είπανε αφού πουλούσε βότανα, μαντζούνια, αρώματα και γιατρικά.. Οι σοφές και φευγάτες ρήσεις της γιάτρευαν ψυχές και σώματα. Οι λίρες εκείνες ήρθαν πάλι στον νου της Νίκης όταν γνώρισε τον πατέρα του Χανς που πάτησε ξανά το πόδι του στα Χανιά. Την προειδοποίησε τη κόρη της μα ο έρωτας ήταν δυνατός που δεν τον πήρε πίσω. Η Νίκη αφού τη πάντρεψε με μισή καρδιά έφυγε ξανά για το Μόναχο όπου δούλεψε με την Αγάπη. Έφτιαξαν μαγαζί με κρητικά προϊόντα και πορεύονταν.
Παράλληλα στο Μόναχο ζούσε και η Ελπίδα, η γλυκιά μαυρομάτα που ακολούθησε τον Μάρτιν, τον μεγάλο της έρωτα... Κυνηγήθηκε και αποκληρώθηκε από τον πατέρα της. Η Ελπίδα κατάλαβε ότι η Ελλάδα που άφησε πίσω δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. «Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από καμιά ξένη χώρα. Όλες οι ομορφιές της γης είναι μαζεμένες στο κορμί της. Μπρος στα γαλάζια της νησιά υποκλίνονται μέχρι και τα εξωτικά νησιά της Καραϊβικής» Απογοητευμένη από τη συμπεριφορά του Μάρτιν,θέλοντας να γλιτώσει το ξύλο που έτρωγε, κατέφυγε στο μαγαζί τους. Τη στήριξαν οι δυο γυναίκες όταν ο Μάρτιν άλλαξε πρόσωπο. Τη φυγάδευσαν στα Χανιά για να τη σώσουν.
«Άρχισε πάλι να κλαίει. Δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοιους ανθρώπους ή τουλάχιστον δεν έτυχε να τους παρατηρήσει για να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν…. Έπρεπε να βρεθεί στη θέση αυτών που μένουν στον άσο από μια στραβοτιμονιά τους στη ζωή ή από κάποιο τερτίπι της μοίρας, για να καταλάβει την αξία της ιδιοτέλειας, την υπεροχή της ψυχής, το ταλέντο που έχουν ορισμένοι άνθρωποι να είναι άνθρωποι»
Εδώ φαίνεται το μεγαλείο της Κρητικής ψυχής, φιλοξενίας και ντομπροσύνης. Την έστειλαν στην Ακριβή όπου βρήκε καταφύγιο από τα λάθη της. Η Ακριβή έγινε από την αρχή ο άνθρωπος της. «Η Ακριβή ήταν πια ο μέντορας της, η αδελφή της κι η πιο μπιστικιά φιλιά της-έτσι λένε τη φιλία στην Κρήτη, και αυτή πολιτογραφημένη Κρητικιά πια είχε υιοθετήσει τις εκφράσεις τους. Ένιωθε μια από αυτούς πλέον».
Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια βαθιά και πολύτιμη φιλία που κράτησε μια ζωή. Η μία συμπλήρωσε την άλλη, η μία έγινε προέκταση της άλλης μέχρι που έπεσαν στη παγίδα της μοίρας. Μια απρόσμενη και μακάβρια αποκάλυψη ήρθε στο φως. Το βιβλίο είναι γεμάτο με ανατροπές που διαβάζεται από τον αναγνώστη με μια ανάσα. Τον τραβά σαν μαγνήτη, όπως τα βότανα της Ακριβής. Μαλακώνει την ψυχή του, τον ταξιδεύει. Μέσα από το μαγαζί της, το «Κίρκη», και σαγήνη ξεδιπλώνεται μια αληθινή και γερά οικοδομημένη φιλία.
Ο αναγνώστης βλέπει τη ξενιτιά, τη νοσταλγία, τη κακοποίηση, τον έρωτα είναι τα θέματα που πραγματεύεται. Στις σελίδες του φαίνεται καθαρά ότι η συγγραφέας βάζει έντονα το σημάδι της. Οριοθετεί τον χρόνο που κυλάει μέσα από χρονολογίες ως τίτλους σε κάθε κεφάλαιο και με στίχους της ίδιας της συγγραφέως. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση καλύπτει τρεις γενιές. Η ντοπιολαλιά της Κρήτης δίνει ιδιαίτερο χρώμα σε όλη την ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που έγινε θρύλος στη Μεγαλόνησο και που η συγγραφέας του εμπνεύστηκε από τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού.
Όμως υπάρχουν και οι δευτεραγωνιστές που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ροή της ιστορίας. Ο Μίλτος που γίνεται ο φύλακας άγγελος της Ελπίδας, ο Σήφης, ο Κρητίκαρος που τη διεκδικεί με μαντινάδες και λεβεντιά. Όπως η θεία της η Άννα, η μάνα της η Φωτεινή, ο πατέρας της και η αδελφή της που έχουν τον δικό τους ρόλο στη ζωή της Ελπίδας.
Δεν θα πω το τι έγινε στο τέλος για να το αποκαλύψουν μόνοι τους οι αναγνώστες. Απλά θα καταθέσω μερικές προτάσεις που με σημάδεψαν από τούτο το βιβλίο. Ας απολαύσουν οι αναγνώστες το νοερό ταξίδι στα Χανιά, ας περπατήσουν στο λιμάνι κι ας σταθούν στον φάρο όπου οι σκέψεις θα βρουν πρόσωπο να εξομολογηθούν. Ας μυρίσουν τα αρώματα στη σκεπαστή αγορά της παλιάς πόλης κι ας ακούσουν τις μαντινάδες που χύνονται στον κρητικό αέρα..
«Οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν μασάνε αγαπούλα μου! Σ’ ότι θέλουν λένε ναι σε ότι δεν θέλουν λένε όχι. Με τα δόντια τους κόβουν τα δεσμά τους»«Μπορείς να γκρεμίσεις τον κόσμο και να τον ξαναχτίσεις απ’ την αρχή αν θες, μονάχα με τα δυο σου χέρια και χωρίς την βοήθεια κανενός»«….Αν μουτρώσεις στη ζωή θα σου μουτρώσει κι εκείνη»«Μόνο στην ψυχή υπάρχει η πατρίδα που δεν σε προδίδει ποτέ. Οι άλλες πατρίδες είναι μόνο χώματα»«Μπορείς να πλάσεις τη ζωή στα μέτρα σου. Αρκεί να θέλεις! Αρκεί να πεις αποτάσσομαι όσα με στριμώχνουν στη γωνιά και γεννώ άλλα όπως τα γουστάρω εγώ»«Όταν αποφασίσεις να σηκώσεις τα χέρια ψηλά και να διεκδικήσεις τα αστέρια, ο ουρανός χαμηλώνει μόνο για σένα..»
Το Bookia εύχεται να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι