Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
27-11-2018 15:08
Ένας άγγελος ερωτεύεται μια κοπέλα και αποφασίζει να γίνει θνητός για να ζήσει κοντά της. Ένας άγγελος κατεβαίνει στη γη για την αγάπη μιας κοπέλας… Πιστεύετε στα παραμύθια;
Αιμίλιος
Πώς είναι η ζωή ως άνθρωπος; Αυτή η περιέργεια οφείλεται σε ένα συναίσθημα που νιώθει για πρώτη φορά, τον έρωτα. Εγκλωβίζεται σε ένα μεγάλο δίλημμα αφού πλέον έχει να επιλέξει μεταξύ της αιωνιότητας χωρίς συναισθήματα και μιας σύντομης ανθρώπινης ζωής, με σκοπό να βρει την πραγματική αγάπη. Γίνεται; Υπάρχουν απαγορευμένοι έρωτες; Θα έχει χρόνο; Αθανασία ή ζωή με όσα προβλήματα συνεπάγεται; Τι κι αν είσαι άγγελος αν δε μπορείς να αισθανθείς, να ζήσεις; Κοντράρεται η φύση όταν θέτει εμπόδια; Υπάρχουν διαστάσεις όπου όλα μπορούν να συμβούν;
– Έλλη… Aγάπη μου. Ευτυχώς. Σε βρήκα. Ευτυχώς, τα κατάφερα. Καρδιά μου, μην φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά.
Αυτά της είπε και το κεφάλι του έπεσε ξανά λιπόθυμο στην αγκαλιά της, ενώ και το χέρι του γλίστρησε απαλά για να πέσει πάνω στο σώμα του. Η Έλλη δεν ήξερε τι να κάνει. Τι να σκεφτεί. Όλα ήταν τόσο παράλογα. Μάλλον θα έβλεπε έναν εφιάλτη τόσο ζωντανό που δεν θα την άφηνε να ξυπνήσει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε. Τι της είπε. Ήταν δυνατόν να γνωρίζει το όνομα της; Πού την ήξερε; Τον κοίταξε ξανά και ξανά. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ανασύρει από το μυαλό της κάθε γνωστό. Κάθε πιθανό άνθρωπο που γνώριζε και θα μπορούσε να μοιάζει με αυτόν που κρατούσε στην αγκαλιά της. Αν τον γνώριζε από πουθενά. Τίποτα όμως δεν την βοηθούσε να καταλάβει. Έμεινε να τον έχει στην αγκαλιά της χωρίς να ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ανεπαίσθητα έσφιξε το γεροδεμένο κορμί του σαν να τον νανούριζε και τα δάκρυα έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους. Είχε ξεφύγει πλέον από κάθε έλεγχο. Κάθε τι που θα μπορούσε να σκεφτεί, κάθε τι που θα είχε την δύναμη να την κάνει να κρατήσει τα λογικά της, κατέρρευσε. Μόνο τα λόγια από το στόμα του ακούγονταν ξανά και ξανά, τρυπώντας σε κάθε κύτταρό της. Είχαν την δύναμη να κρυφτούν στην ψυχή της με έναν τρόπο έξω από κάθε λογική. Πίστεψε πως άρχισε να τρελαίνεται.
Τα φώτα από το ασθενοφόρο φώτισαν το μέρος. Η σειρήνα ήταν σβηστή, αλλά ο φάρος έδινε τις αποχρώσεις του κόκκινου και του μπλε σε όλο το στενό. Δύο από τους νοσοκόμους πλησίασαν το ζευγάρι. Φορούσαν μπλε φόρμες με κόκκινα γιλέκα. Στο μέρος της καρδιάς, άστραφτε ένα λευκό, στρογγυλό σήμα και στην μέση του ένας κόκκινος σταυρός. Ανά διαστήματα, σε όλο τους το σώμα, υπήρχαν λεπτές, λευκές λωρίδες που αντανακλούσαν δυνατά το φως. Ο ένας την χάιδεψε στα μαλλιά και κάτι της είπε. Δεν τον άκουσε. Ήταν πολύ μακριά η σκέψη της. Επανέλαβε για δεύτερη φορά τα ίδια λόγια. Η Έλλη και πάλι δεν απάντησε. Έμενε με το βλέμμα καρφωμένο στο άπειρο. Είχε πάθει σοκ. Προσπαθούσε να νανουρίσει το μωρό της μέσα σε μια αγκαλιά γεμάτη από ποικίλα συναισθήματα αγάπης. Οι νοσοκόμοι κατάλαβαν την κατάσταση. Εξάλλου ήταν έμπειροι σε τέτοια ατυχήματα. Προσπάθησαν να απομακρύνουν την κοπέλα από τον άντρα. Ο ένας κράτησε τον τραυματία, ενώ ο άλλος έπιασε από τους ώμους την κοπέλα. Προσπάθησε να την τραβήξει προς τα πίσω για να ελευθερώσει το σώμα του. Η Έλλη προσπάθησε να τον εμποδίσει. Τα χέρια της χτυπούσαν με δύναμη τα μπράτσα του νοσοκόμου, με σκοπό να την αφήσει. Έκανε να τον κλωτσήσει μα δεν ήταν δυνατόν. Τα πόδια κλωτσούσαν με έναν ατσούμπαλο τρόπο τον αέρα. Στριγκλιές απόγνωσης έβγαιναν από το στόμα της, και τα μάτια της ήταν γουρλωμένα. Η Έλλη σπάραζε στα χέρια του νοσοκόμου. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο. Δεν ήθελε να τον χάσει. Όχι. Δεν θα το επέτρεπε αυτό. Θα πολεμούσε με νύχια και με δόντια. Ο νοσοκόμος την έσφιξε στην αγκαλιά του με σκοπό να την ηρεμήσει και να την ακινητοποιήσει.
Έλλη
Δεν έχει συνηθίσει να φαίνεται. Να είναι στο προσκήνιο, στο επίκεντρο της προσοχής. Θεωρεί πως απέχει πολύ από το τέλειο, σαν ένας άγγελος χωρίς αυτοπεποίθηση. Που δεν ζητάει, αλλά μόνο παίρνει όσα της δίνουν, αν περισσεύουν… Ταλαιπωρημένη ψυχή που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και εργάζεται από την ενηλικίωση της. Όλοι την περιφρονούν, την μειώνουν και την χλευάζουν. Της έχει γίνει πια φύση. Χρειάζεται μια λάμψη, μια αφύπνιση! Μέχρι την στιγμή που έρχεται εκείνος και μαγικά πραγματοποιούνται όλες οι ευχές της.
Σχεδόν όλοι μας έχουμε χάσει την ικανότητα να ακούμε τη φωνή του φύλακα-άγγελού μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι εκεί, πάντα δίπλα μας, όχι μόνο στην ανάγκη… Ίσως, κάπου στο δρόμο, χάθηκε η πίστη στους θείους απεσταλμένους σε κάθε τι γήινο και η αθωότητά μας. Οι φύλακες-άγγελοι ποτέ δεν φεύγουν από το πλευρό μας, ανεξάρτητα από τα λάθη έχουμε κάνει. Μας αγαπούν με τον ίδιο τρόπο που μας αγαπάει ο Θεός, άνευ όρων. Αυτοί βλέπουν την ουσία της ψυχής μας. Ο φύλακάς μας δεν φεύγει ποτέ από κοντά μας. Ό, τι και να κάνουμε είναι πάντα δίπλα μας, νοιάζεται και προσπαθεί για το καλύτερο για εμάς. Έχει επουράνιο καθήκον την προστασία των ανθρώπων. Απλά, εμείς κλείνουμε ερμητικά τα μάτια και αδυνατούμε να τον ακούσουμε. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει και προσπαθεί…
” όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει… Αλλά, όταν ο Θεός κάνει σχέδια, ο άνθρωπος τι κάνει;;;”
…Χωρίς να μπορεί να το καθορίσει, χωρίς να το θέλει, χωρίς να μπορεί να το σταματήσει, ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα σταματήσει. Δεν μπορούσε να πάψει τους λυγμούς και το κάψιμο στα μάτια. Μέσα σε όλο αυτό, κάποια από τα φράγματα της ψυχής της, έκαναν ρωγμές. Ρωγμές που μεγάλωναν με κάθε αναφιλητό και τελικά, πράγματα βαθιά, φυλαγμένα στα έγκατα της ψυχή της, ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος προς τα έξω. Κατάλαβε. Η ψυχή της είχε επαναστατήσει και δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Οι αναμνήσεις επέστρεψαν και το δώρο της λήθης χάθηκε μια για πάντα…
Μπορεί ο παράδεισος να χωρίσει ένα ζευγάρι; Τι κάνεις όταν ο χωρισμός είναι μονόδρομος; Βάζεις την ύπαρξη σου σε αναμονή, στο μεταίχμιο, στο να βλέπεις το άλλο σου μισό χωρίς να το ακούς; ¨ποσο εύκολα κυλάει ο χρόνος, πόσο εύκολα μπορείς να κάνεις μια νέα αρχή;
“…Η ακτίνα έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει γύρω της. Ήταν μικρούλα και δεν ήξερε από αυτά. Σε λίγο θα ερχόντουσαν και οι φίλες της. Έπρεπε να προλάβει. Σταμάτησε να χαζεύει τον χώρο και επικεντρώθηκε σε αυτό που είχε σημασία. Αυτό για το οποίο έκανε όλη αυτήν την διαδρομή τόσο γρήγορ. Τότε είδε αυτό που πραγματικά έψαχνε. Ήταν ξαπλωμένο πάνω σε ένα παλιό, ξύλινο αρχοντικό κρεβάτι και σκεπασμένο με ένα απαλό πάπλωμα. Ήταν φανερή η αντίθεση του μοντέρνου παπλώματος με τα υπόλοιπα παλιά έπιπλα του δωματίου. Η ηλιαχτίδα εστίασε περισσότερο. Είδε ένα κεφάλι να προεξέχει από την άκρη του παπλώματος, με τα μαλλιά αχτένιστα από τον ύπνο να το αγκαλιάζουν. Το χαμόγελο επέστρεψε και πάλι στο πρόσωπό της. Ξεστόμισε ένα “χα” τόσο γλυκά και πονηρά. Τα είχε καταφέρει. Αυτή ήταν. Καστανομάλλα με λεπτά χαρακτηριστικά. Αν και δεν μπορούσε να την δει εξονυχιστικά, παρατήρησε τα μάτια που ήταν ο στόχος της. Ήταν βέβαια κλειστά, μα αφήνανε μια πολύ λεπτή χαραμάδα που με τέχνη θα μπορούσε να τρυπώσει μέσα τους. Ανασκουμπώθηκε. Σούφρωσε τα φρύδια της και πραγματοποίησε τον σκοπό της. Βούτηξε άλλη μια φορά με στόχο τα μάτια της κοπέλας. Θα έκανε αυτό που την πρόσταξαν να κάνει. Ήταν το ορόσημο να αλλάξει μια για πάντα η ζωή της κοπέλας…
Τι γίνεται όταν ένας επίγειος άγγελος μπλέκει με έναν επουράνιο; Μπορούν να συμβαδίσουν; Κι αν ναι, είναι για πάντα; Ρισκάρεις την ίδια σου την ύπαρξη, αβέβαιος για το όποιο μέλλον σου, αρκεί να ζήσεις έστω καί λίγες στιγμές δίπλα σε μια θνητή που αγαπάς;
Κάποιους θησαυρούς, τους κλείνουμε και τους ασφαλίζουμε για να μην τους χάσουμε. Είναι δικοί μας και μας δίνουν πλούτο. Κάποιους άλλους, τους αφήνουμε ελεύθερους …όσο πολύτιμοι κι αν είναι. Απελευθερώνοντάς τους όμως, έχουν την δύναμη να επισκιάσουν όλο το χρυσάφι του κόσμου. Τότε, είμαστε ολοκληρωτικά «πλούσιοι»…
” Σ’ αγαπώ. Μην το ξεχνάς, όσο θα λείπω. Να το πεις στους φίλους σου εκεί πάνω. Θα πρέπει να δώσουν μάχη για να σε πάρουν από εμένα. Δεν ξέρουν πόσο σ’ αγαπώ. Δεν ξέρουν τι θα κάνω για να μην σε χάσω!”
Ο Παναγιώτης Σιδηρόπουλος δικαιούται να γράφει για αγγέλους, μετά από τόσα δείγματα, τόσες έρευνες, τόσες ιστορίες. Γράφει αγγελικά. Είτε διαβάζοντας για τον Αιμίλιο, είτε για την Έλλη, ταυτίζεσαι τόσο πολύ που ξεχνάς ότι είσαι ο αναγώστης του βιβλίου. μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι συναισθημάτων σε όλες τις διαστάσεις.
Μας προτείνει να αφήσουμε στην άκρη τον όποιο φόβο νιώθουμε και τον κόσμο όπου όλοι μας απορρίπτουν, να σταματήσουμε να κρυβόμαστε στη μοναξιά. Αν προσπαθήσουμε να πιστέψουμε την αξία μας, μπορούμε να οδηγήσουμε τα πάντα εκεί που τα θέλουμε.
Η Πιάτσα Ονείρων κάνει το ντεμπούτο της ταράζοντας τα νερά της λογοτεχνίας με την ιστορία αυτή του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου. Λογοτεχνικά έργα καμωμένα με αγάπη αποτελούν τον όμορφο κόσμο που τα μέλη της Πιάτσας Ονείρων έχουν ονειρευτεί και μας προσφέρονται πάλι με αγάπη.
…Δεν πειράζει αγάπη μου. Δεν πειράζει. Φτάνει εσύ να είσαι καλά. Ακόμα και τώρα, τα πάντα είσαι εσύ! Θα μπορούσα να χάσω άλλες δύο ζωές για χατίρι σου! Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, πίστεψα ότι δεν θα μπορούσα να ζω μακριά σου. Αυτό ήταν μια αλήθεια που επιβεβαιώθηκε. Δεν υπάρχει δρόμος μακριά από εσένα. Θα μείνω εδώ κάτω, κοντά σε εσένα, πληρώνοντας όποιο τίμημα είναι γραφτό. Ακόμα και αν εσύ συνεχίσεις την ζωή σου με κάποιον άλλον. Θα είμαι κοντά σου, όπως υποσχέθηκα, Όχι για την υπόσχεση, αλλά για την αγάπη. Μακριά σου δεν υπάρχω και όταν θα φύγεις από αυτόν τον κόσμο, θα φύγω κι εγώ. Πάντα μαζί…
Ποτέ δε θα χάσουμε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε…
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι