Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
18-03-2016 08:14
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Η Γιολάντα Θεοδωρίδη, μια δυναμική, όμορφη και με αυτοπεποίθηση γυναίκα, γόνος οικογένειας βιομηχάνων του Βόλου, δίνει όλο της τον εαυτό στον χορό, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση διεθνώς αναγνωρισμένης και καταξιωμένης σχολής χορού. Όλα αυτά όμως αρχίζουν να φθίνουν στα μάτια της όταν ο σύζυγός της, Νίκος, αρχίζει να την κακοποιεί σωματικά, να την εκβιάζει και να την απειλεί. Γιατί η δυνατή Γιολάντα κατάντησε σκιά του εαυτού της; Γιατί έκανε παιδί μαζί του; Ως πού θα φτάσει η σχέση αυτή; Γιατί δεν έφυγε από αυτόν τον γάμο; Γιατί τα δέχτηκε όλα αυτά; Γιατί δε μίλησε στους δικούς της ανθρώπους;
Ένα υπέροχο κοινωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο μηνύματα και συναισθήματα, που δεν επικεντρώνεται μόνο στην ιστορία του Νίκου και της Γιολάντας. Η συγγραφέας με υπομονή και με το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο υφάδι της γλώσσας της και του στυλ της ξεδιπλώνει την ιστορία της Γιολάντας και του Πέτρου, την οικογένεια των επιχειρηματιών από τον Βόλο από τη μια και την οικογένεια των προσφύγων από την Καππαδοκία από την άλλη. Εκείνη έχει μεγαλώσει μες στην άνεση και τα πλούτη, εκείνος μες στη φτώχεια, μάρτυρας κακοποίησης της μητέρας του από τον πατέρα του. Πουπουλένιες στιγμές από τη μια, βάναυσες από την άλλη. Χωρίς να τους δικαιολογεί, η κυρία Δαμιανού ξεδιπλώνει την ιστορία τους με ισομέρεια και ενδιαφέρον, χωρίς να με έκανε να νιώσω πουθενά ότι διαβάζω κάτι περιττό. Τα ψυχογραφήματα των πρωταγωνιστών είναι ολοκληρωμένα και αληθοφανέστατα.
Η Γιολάντα παρουσιάστηκε αρχικά τόσο δυναμική και αυτάρκης που έφτασα στο σημείο να πω ότι αυτά δε γίνονται και πως αν ήμουν στη θέση της, με στιβαρό οικονομικό υπόβαθρο, γεμάτο κοινωνικό περίγυρο και σχέδια για το μέλλον μου έναν άντρα σαν τον Νίκο θα τον παράταγα από την αρχή. Κι όμως, χωρίς να το καταλάβω, σελίδα τη σελίδα η πρωταγωνίστρια κατάντησε κουρέλι μπροστά μου! Οι σκηνές της κακοποίησης διαδέχονταν η μία την άλλη κι ένιωσα να ασφυκτιώ σε αυτό το ανθυγιεινό περιβάλλον.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου είναι ότι από κει που έχουμε μια σχετικά στατική εικόνα της πλοκής (με την έννοια ότι αυξάνεται η κακοποίηση αλλά το θύμα παραμένει κοντά στον θύτη του) σταδιακά διακρίνεται μια αγωνία γιατί η σχέση του ζευγαριού περνά σε μια τελείως διαφορετική φάση! Το κοινωνικό κομμάτι αντικαθίσταται από το αστυνομικό και η συγγραφέας ξεδιπλώνει με τις ανατροπές, τις εκπλήξεις και τον χειρισμό της υπόθεσης όλη της τη μαεστρία.
Η κυρία Δαμιανού παίρνει μια ιστορία που συμβαίνει στα διπλανά μας σπίτια, μέσα στις ίδιες τις ζωές μας, και την κανει κτήμα πολλών. Με καλοδιαλεγμένα λόγια, με ωραίες αλλά και τραγικές σκηνές σε κάνει να θες να ντυθείς με αυτές τις λέξεις της και να βγεις να αντιμετωπίσεις την καθημερινότητά σου. Και μόνο που ασχολήθηκα με τη Γιολάντα, θέλοντας αρχικά να τη σώσω, μετά να τη σφαλιαρίσω, μετά να τη γλυτώσω δείχνει πόσο καλά ξέρει να γράφει η αγαπημένη συγγραφέας και να κρατά κοντά της τον αναγνώστη.
Η κακοποίηση δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η σιωπή. Δεν είστε μόνες σας, μη φοβάστε, σώστε τον εαυτό σας και τα παιδιά σας από τη μάστιγα του άντρα-αφέντη που στην πραγματικότητα δε βλέπει πέρα από τη μύτη του κι αν τον φυσήξετε θα κάνει στην άκρη. Μιλήστε!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ποιος είναι χειρότερος φονιάς; Αυτός που σκοτώνει μια φορά, ακαριαία, ή αυτός που μπήγει αργά το μαχαίρι, ύπουλα, και σκοτώνει πρώτα την ψυχή, ενώ το κορμί σπαρταράει για χρόνια αβοήθητο; Στους δολοφόνους της ψυχής και του μυαλού η δικαιοσύνη δεν αποδίδει κανενός είδους τιμωρία, τους επιτρέπει να κυκλοφορούν ανενόχλητοι, έχουν κύρος και χαίρουν εκτίμησης από την κοινωνία, γιατί είναι ευρηματικοί, είναι έξυπνοι, σκαρφίζονται ένα σωρό τεχνάσματα για να καλύπτουν τα νώτα τους και δεν τους παίρνει μυρωδιά κανείς. Όμως δεν ξέρουν πως αυτοί που βιάζουν τις ψυχές των άλλων έχουν ήδη βιάσει τη δική τους» (σελ. 256)
«Τα θύματα είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, γείτονες του πάνω ή του κάτω ορόφου, τα συναντάμε καθημερινά στις σκάλες, στον ανελκυστήρα, χαιρετούν με χαμόγελο, κι εμείς, που γνωρίζουμε, δε μιλάμε γιατί δε μας αφορά...» (σελ. 314).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι