Η Ελπίδα ξάπλωσε πλάι στο ποτάμι, για να ξεκουραστεί. Έκλεισε τα μάτια της και πίσω από τα κλειστά βλέφαρα, τρύπωσε το φως, του ήλιου, ένα πορτοκαλί αστραφτερό, χωρίς σκιές. Όταν τα άνοιγε ο ήλιος έμοιαζε με καυτή μπάλα, που δεν μπορούσες να κοιτάξεις κατάματα, γιατί έχανες για λίγο το φως σου. "Μετά το απόλυτο φως, το απόλυτο σκοτάδι η μάλλον το πορτοκαλί σκοτάδι", γέλασε η Σοφία, όταν η αδερφή της, της μίλησε γι΄αυτό. "Υπάρχει πορτοκαλί σκοτάδι;", την ρωτούσε η Ελπίδα. "Υπάρχει πορτοκαλί σκοτάδι, όταν δεν βλέπεις τίποτα άλλο", απαντούσε η Σοφία, που εκείνη τη στιγμή μάζευε λουλουδάκια, εκείνα τα κίτρινα με τα τρυφερά κοτσάνια και την απαλή μυρωδιά, "τα δάκρυα", για να τα προσφέρει στον Νεκτάριο, τον συμμαθητή της, που είχε το βράδυ τα γενέθλιά του. "Μου αρέσουν οι πέτρες", είπε η Σοφία και συνέχισε. "Αλλά οι πέτρες στο ποτάμι δεν έχουν την ομορφιά, που έχουν οι πέτρες της θάλασσας, που είναι τόσο όμορφες, που μοιάζουν με πολύτιμα πετράδια, και όταν στεγνώσουν μακριά από την αγκαλιά της, θαμπώνουν και χάνουν την ομορφιά τους, λες και τα παιδιά της θάλασσας ασχημαίνουν μακριά από τη μαμά τους". Και μετά από λίγο, η Σοφία σήκωσε πάλι το κεφάλι της από το μάζεμα των δακρύων, που είχε γεμίσει η αγκαλιά της, και είπε. "Ξέρεις οι πέτρες κλαίνε χωρίς δάκρυα, κλαίνε στεγνά και ασκημαίνουν, αλλά δεν γερνούν ποτέ. Μόνο αλλάζουν τόπο, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τους στεναγμούς που βγάζει η φύση, όταν θυμώνει και τις πετάει από πάνω της", είπε η Σοφία και έσκυψε να μαζέψει μια πέτρα, που έμοιαζε με τεράστιο γκρίζο μάτι, με ένα άσπρο δαχτυλίδι γύρω του. Η Ελπίδα, που από τη μέρα που γεννήθηκε, μαζί με τον πρώτο άνθρωπο, πάνω στη γή, μέχρι σήμερα δεν είχε κάνει καμιά ρυτίδα, ούτε στο πρόσωπο, ούτε στο σώμα της, άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τη Σοφία, που είχε γονατίσει πάνω στις πετρούλες στην όχθη της λίμνης και τις σκάλιζε. "Ξελογιάστρα", της φώναξε η σκυμμένη Σοφία, γιατί έτσι φώναζε την Ελπίδα, "Κοίτα τι βρήκα. Ένα σκαραβαίο, ή μάλλον μια γκρίζα πέτρα, που μοιάζει με σκαραβαίο".