Χριστός:
«Έμμετρη τραγωδία γραμμένη το 1921. Ξαναγράφτηκε το 1924, και σε τρίτη τελική μορφή το 1928, οπότε και κυκλοφόρησε απ\' τις εκδόσεις "Στοχαστής". Το πρόσωπο του Χριστού παρουσιάζεται με την ανθρώπινη και κοινωνική του όψη, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα άλλα έργα του ("Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται", "Ο Τελευταίος Πειρασμός").»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο του Νίκου Καζαντζάκη» στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)
«Το 1921 [ο Νίκος Καζαντζάκης] ξαναδουλεύει την έμμετρη τραγωδία "Χριστός", που είναι μια ανανεωμένη μορφή μεσαιωνικού μυστηρίου. Κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις "Στοχαστής" και αφιερώνεται στην Elsa (Elisabeth) Alexander Lange, που γνώρισε το 1923 στο Goetheschloss. Ο Καζαντζάκης προσπαθεί να ερμηνεύσει το θαύμα που λέγεται Χριστός και το θαύμα που λέγεται ανθρώπινη ζωή. Βασικά θεματικά μοτίβα είναι δανεισμένα από τη Μάνα του Χριστού και τη Μαγδαληνή τού Κώστα Βάρναλη, ο συγγραφέας όμως τα μετασχηματίζει με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Το πρόσωπο του Χριστού παρουσιάζεται με την ανθρώπινη μορφή του, όπως και στα μυθιστορήματά του αργότερα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και "Ο Τελευταίος Πειρασμός".
»"Ο Καζαντζάκης", γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (Γιάννη Κορδάτου: "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Βιβλιοεκδοτική, σελ. 464), "επηρεασμένος από το Ρενάν, το Στράους και τους άλλους κριτικούς της ευαγγελικής παράδοσης, παρουσιάζει το Χριστό νεοϊδεάτη και κοινωνικό μεταρρυθμιστή. [...]
»Σε όλη του τη ζωή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο Καζαντζάκης, ήταν κυριευμένος από τη μεγάλη ηρωική ψυχή του Χριστού.
»"Οι τρεις πρώτες τραγωδίες που σάρκωνα μέσα μου με πονούσαν· οι μελλούμενοι στίχοι ήταν ακόμα μουσική και μεγάλες μορφές μοχτούσαν μέσα μου να πάρουν πρόσωπο, ο Οδυσσέας, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Χριστός· να ξεκορμίσουν από το σπλάχνο μου, να λευτερωθούν, να λευτερωθώ κ\' εγώ. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν κυριεμένος από τις μεγάλες ηρωικές ψυχές". (Νίκου Καζαντζάκη: "Αναφορά στον Γκρέκο", σελ. 190). [...]»
(Από το βιβλίο της Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη "Το Θεατρικό Έργο του Νίκου Καζαντζάκη",
Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 0- Γιάννινα 1985, σελ. 62-65.)
Ιουλιανός ο Παραβάτης:
«Γράφτηκε στο Λονδίνο απ\' τις 19 Σεπτέμβρη μέχρι τις 5 Οκτώβρη 1939, στο σπίτι της εκδότριας [ενν. χορηγού] της "Οδύσειας", Joe Macleod, στο Stratford-on-Avon, κάτω από το βόμβο των πολεμικών αεροπλάνων. Σε πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το Νοέμβρη 1945 απ\' τον οίκο "Πιγκουΐνος". Για πρώτη φορά ανεβάστηκε στη σκηνή στο Παρίσι το 1949, σε διαγωνισμό για θιάσους νέων με σκηνοθεσία Georges Carmier. Στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε το Φλεβάρη 1959 απ\' το Εθνικό Θέατρο.
»Αναφέρεται στις δυο-τρεις τελευταίες μέρες τής ζωής του βυζαντινού αυτοκράτορα. Η δράση του δε στηρίζεται σε αντικειμενικά γεγονότα αλλά στις μεταβολές των αντιδράσεων και των συναισθημάτων τού ήρωα. Πρόκειται δηλαδή για μια τραγωδία που κινείται αποκλειστικά σ\' ένα ψυχολογικό επίπεδο, γεμάτη από πάθη, νοήματα και ψυχικές καταστάσεις.
»Ο Ιουλιανός ξέρει πως ο αγώνας του είναι μάταιος και σχεδόν ουτοπικός· όμως στρατεύεται σ\' αυτόν συνειδητά, γιατί μόνο μ\' αυτόν του τον αγώνα μπορεί να περισώσει την ελευθερία, το μόνο ιδανικό του. Η Μαρίνα τον αγαπά και τον θαυμάζει, απ\' την άλλη όμως είναι σφιχτά δεμένη με την πίστη της. Έτσι στο αποκορύφωμα του έργου τον σκοτώνει η ίδια με το δηλητήριο που του δίνει, αλλά πεθαίνει ταυτόχρονα κι αυτή μαζί του. Το χρέος κι η αγάπη συγκρούονται γι άλλη μια φορά και η μοναδική διαφυγή απ\' το αδιέξοδο είναι η αυτοκτονία.[...]»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη» στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)
«Ο Κλαύδιος Φλάβιος Ιουλιανός, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων από το 361 έως το 363 μ.Χ., γνωστότερος ως Ιουλιανός ο Αποστάτης ή Παραβάτης, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη και συναρπαστική μορφή τής Ρωμαϊκής και Ελληνικής Ιστορίας. Υπήρξε, επίσης, δεινός συγγραφέας της Αττικής διαλέκτου.
»Τα χαρακτηριστικά τής προσωπικότητας του Ιουλιανού δεν είναι εύκολο να ξετυλιχτούν, γιατί ήδη από την εποχή του επικρίθηκε με σφοδρό πάθος από τους Χριστιανούς. Οι προσπάθειές του για την αναβίωση της ειδωλολατρίας όχι μόνον αποκρούσθηκαν, αλλά, επί πλέον, παρεξηγήθηκαν και διαστρεβλώθηκαν από εθνικούς και Χριστιανούς.
»Υπάρχει ένα σημάδι τραγικού μεγαλείου στη σύντομη ζωή αυτού του ανθρώπου, πολιτικού, στρατιωτικού, στοχαστή και συγγραφέα. Γεννημένος το 333, έχασε τη μητέρα του όταν ήταν ενός έτους. Ο πατέρας του, ο Φλάβιος Ιούλιος Κωνστάντιος, αδερφός από μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δολοφονήθηκε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Ιουλιανού και άλλους συγγενείς, σε μια αιματηρή σφαγή. Μόνο δύο αδέρφια, ο Γάλλος και ο -πεντάχρονος τότε- Ιουλιανός, γλύτωσαν από το μακελειό, το 337. Το ορφανό μεταφέρεται στη Νικομήδεια, όπου δάσκαλός του γίνεται ο Επίσκοπος Ευσέβιος. Από τότε αρχίζει να ξυπνά μέσα του μια φλογερή αγάπη για τα Ελληνικά Γράμματα και για τη φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων.
»Αυτή η ανησυχία θα μεγαλώσει κατά την αιχμαλωσία που του επιβάλλει, μαζί με τον αδερφό του, ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος, από το 342 έως το 348. Πρόκειται για σκληρά χρόνια εγκλεισμού σε ένα φρούριο στη μακρινή Καππαδοκία, μετά από τα οποία ο Ιουλιανός επιστρέφει στη Νικομήδεια.
»Κατά τη δεύτερη διαμονή του σ\' αυτή την πόλη, ο νεαρός άνδρας ενδιαφέρεται για τη νεοπλατωνική φιλοσοφία που εκθέτει ο Μάξιμος ο Εφέσιος, στον οποίον ανέβλεπε ως σε αγαπημένο διδάσκαλο. Αυτή την εποχή προσκολλάται στη λατρεία τού Ήλιου, παρ\' ότι εξακολουθεί να εμφανίζεται επιδιδόμενος στον Χριστιανισμό.
»Η δολοφονία τού Γάλλου με διαταγή τού Κωνστάντιου επιφέρει τη δυσμένεια του Ιουλιανού έναντι του Αυτοκράτορα. Φυλακίζεται, και η ζωή του διατρέχει σοβαρό κίνδυνο. Σώζεται για άλλη μια φορά και, μετά από διάφορες περιπέτειες, κατευθύνεται στην Αθήνα, κέντρο των φιλοσοφικών, θρησκευτικών και λογοτεχνικών ανησυχιών του. Σε μια στροφή τής πολιτικής του, ο Κωνστάντιος τον ανεβάζει στο αξίωμα του συν-αυτοκράτορα και του δίνει για σύζυγο την αδερφή του Ελένη. Έπειτα τον στέλνει να πολεμήσει τους βαρβάρους στη Γαλατία. Ακολουθούν τέσσερα χρόνια έντονης και λαμπρής στρατιωτικής δραστηριότητας, συνοδευόμενης από σταθερή λογοτεχνική παραγωγή. Οι επιτυχίες του οδήγησαν τον Κωνστάντιο να επιχειρήσει να δράσει εναντίον του, αλλά οι στρατιώτες ανακήρυξαν Αύγουστο τον συν-αυτοκράτορα το έτος 360. Ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν να πλησιάζει. Ο Ιουλιανός επιθυμεί τον συμβιβασμό, αλλά τον επόμενο χρόνο, καθώς ο Κωνστάντιος προχωρεί εναντίον του, η αναμέτρηση είναι πια βέβαιη. Ο θάνατος του Αυτοκράτορα άλλαξε τον ρου των γεγονότων.
»Τα τρία έτη της εξουσίας τού Ιουλιανού είναι ταραγμένα, γεμάτα ανησυχίες και πρωτοβουλίες. Ο Αυτοκράτορας εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση· προσπάθησε να επιβάλει δικαιοσύνη και τάξη· έφτιαξε φιλανθρωπικά ιδρύματα που θα προστάτευαν εθνικούς και χριστιανούς αδιακρίτως· αφιερώθηκε στην αποστολή τήη οργάνωσης της ειδωλολατρικής θρησκείας, παίρνοντας πολλά στοιχεία από τη χριστιανική λειτουργία· δραστηριοποιήθηκε για την ανύψωση του ηθικού και πνευματικού επιπέδου του ειδωλολατρικού κλήρου, ιδρύοντας σχολές για ιερείς. Αλλά η διαταγή να ξανανοίξουν οι αρχαίοι ναοί [...] ερμηνεύτηκε από τους Χριστιανούς ως κήρυξη πολέμου. [...] Η αντίδραση μεγαλώνει, ενώ ο Αυτοκράτορας πολλαπλασιάζει τις πρωτοβουλίες του και συγγράφει ασταμάτητα. Η εκστρατεία εναντίον των Περσών, που αρχίζει να ετοιμάζεται στην Αντιόχεια το 362, θα σημάνει το τέλος του. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, που επικρίθηκε από Χριστιανούς και εθνικούς, ο Ιουλιανός πεθαίνει, στις 26 Ιουνίου 363. Μαζί του γκρεμίζονται τα σχέδιά του και τα όνειρά του.
»Η μορφή του Ιουλιανού έχει τραβήξει την προσοχή περισσότερων Νεοελλήνων συγγραφέων. Κατά τον 19ο αιώνα, ο αρχαϊστής συγγραφέας Ραγκαβής τον ανέβασε στο θέατρο. (Μεταξύ των μη Ελλήνων συγγραφέων που επίσης είδαν στον Ιουλιανό ένα λογοτεχνικό θέμα ήταν ο Μερεκόβσκι και ο Ίψεν). Ο μεγάλος ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης πραγματεύτηκε από ασυνήθιστες οπτικές γωνίες την προσωπικότητα του Αυτοκράτορα, σε πέντε ή έξι ποιήματα.
»Για τον Καζαντζάκη, ο Ιουλιανός είναι ένα πρόσωπο κατ\' ουσίαν τραγικό, σημαδεμένο από τη σφραγίδα τής αντίφασης, ερωτευμένο με έναν κόσμο νεκρό, ο οποίος ιστορικώς είναι αδύνατο να αναστηθεί. Ο αγώνας του, τυλιγμένος σε λάμψεις μυστικές, παρουσιάζεται με πολλούς τύπους εκείνης της ανέλπιδης πάλης για μια "μεγάλη ιδέα", που αποτελεί, όπως ξέρουμε, ένα από τα μεγάλα και σταθερά μοτίβα της καζαντζακικής δημιουργίας. Ο Καζαντζάκης θαυμάζει την προσπάθεια του Ιουλιανού, πέρα από το καθ εαυτό περιεχόμενο της σκέψης τού πρίγκιπα εκείνου. Το κείμενο μάς το παρουσιάζει με μια παθιασμένη ενέργεια. Η επιστροφή των αρχαίων θεών ανατείνει την ψυχή του Ιουλιανού, καθώς επιστρέφει θριαμβευτής από μια από τις μεγάλες του εκστρατείες ενάντια στους βαρβάρους:
"Ξανάρχουνται οι θεοί, γεννιέται πάλι ο κόσμος·
[...]
Σαν άνεμος σφοδρός ο Διόνυσος εχύθη,
χιμούν τ\' ασκέρια μας κι ασκώθηκε ο παιάνας
ο μέγας πάλι ορθός: Ομπρός, παιδιά μου, εγώ
\'μαι η αθάνατη κι όλο πληγές και φως Ελλάδα!"
»Η λατρεία προς τον δάσκαλο που του άνοιξε τα μάτια στο φως τού Ελληνισμού ενώνεται με τη θέρμη του για τον Διόνυσο. Με συγκίνηση αναπολεί τον ένα και επικαλείται τον άλλο, όταν του ανακοινώνεται ο θάνατος του Μάξιμου.
»Η θέρμη τού Ιουλιανού για την αρχαία Ελλάδα και για τις αξίες της δεν περιορίζεται στην πράξη σε μια αναστήλωση της παγανιστικής λατρείας. Στις ιδέες του, ένα σημαντικό χώρο καταλαμβάνει η επιθυμία μιας ηθικής κάθαρσης του κόσμου. [...]
»Καθώς οι δυσκολίες μεγαλώνουν, καθώς η παθιασμένη αντίδραση στα σχέδιά του ήδη κάνει την ήττα να διαφαίνεται, η απογοήτευση του Αυτοκράτορα αυξάνεται. [...]
»Τα χτυπήματα που δέχεται ο νεαρός μεταρρυθμιστής διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο πόνος τον πλημμυρίζει όταν οι Χριστιανοί ξερριζώνουν τα σμαραγδένια μάτια του αγάλματος του αγαπημένου του θεού, του Διονύσου, για να τα τοποθετήσουν στη μορφή της Παρθένου. [...]
»Από την αρχή, ο Ιουλιανός διατηρεί τη συνείδηση του δύσκολου πεπρωμένου του. [...] Και η περηφάνια μπρος στην αντίξοη μοίρα είναι η αρετή που θαυμάζει περισσότερο. Είναι η στάση που θαυμάζει στην ίδια του τη γυναίκα, η οποία κρεμιέται, λαβωμένη από θανάσιμες αμφιβολίες. [...]
»Όλα συγκλίνουν στην εισαγωγή τής τελικής τραγωδίας. Οι Χριστιανοί συνωμοτούν για να ξεγελάσουν τον Αυτοκράτορα σχετικά με τη στρατιωτική κατάσταση, ώστε να φανεί χαμένος [...]. Ο Επίσκοπος, μετά από μακρά προσπάθεια, καταφέρνει να πείσει τη Μαρίνα, κόρη τού Μάξιμου, δασκάλου του Ιουλιανού, να φαρμακώσει τον αγαπημένο της, όταν αυτός πληγώνεται στη μάχη. Ο φανατισμός τού ιεράρχη έρχεται σε αντίθεση με την πνευματική μεγαλοσύνη τού Αυτοκράτορα. Η ελευθερία για τις λατρείες, η οποία δεν σήμαινε την απαγόρευση της χριστιανικής θρησκείας, ήταν γι\' αυτόν μια πράξη ασυγχώρητη:
"Να, τούτος είναι ο βασιλιάς ο Παραβάτης,
το μέγα ανάθεμα στην κεφαλή του απάνω!
[...]
Γιούδα,
εμείς, εμείς οι σκλάβοι, οι αγράμματοι, οι χωριάτες,
εμείς, εμείς οι πεινασμένοι, οι κουρελήδες,
εμείς οι χριστιανοί, Αποστάτη, θα σε φάμε!"
»Ο αναβρασμός τής επανάστασης απλώνεται στο ρωμαϊκό στρατόπεδο. Οι στρατιώτες αρνούνται να πολεμήσουν και απαιτούν οπισθοχώρηση· θέλουν να τρέξουν στα καράβια για να σωθούν και να εγκαταλείψουν τον σκληρό πόλεμο εναντίον των Περσών. Όμως, ο Ιουλιανός παραμένει ανένδοτος. Δεν θα υποχωρήσει. Η Μαρίνα τού αναφέρει τον θάνατο, αλλά δεν τον εντυπωσιάζει. [...]
»Επίσης αγέρωχα αποκρούει τη συμπόνια στις στιγμές που δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να αγωνίζεται χωρίς ελπίδα:
"Στην τρίκορφη γυμνή χαρά τού ανθρώπου στέκω:
απελπισιά, ερημιά, παλικαριά· πιο πάνω,
αχ, δεν μπορεί του ανθρώπου ο νους να σκαρφαλώσει."
»Το πεπρωμένο σφραγίστηκε. Το όνειρο να αναστηθεί η Ελλάδα και το φως της κατέρρευσε. Ο Ιουλιανός θα αντιμετωπίσει τον θάνατο δίχως καμιάν ελπίδα.»
(Βλ. το σημείωμα του Miguel Castillo Didier για τον Ιουλιανό στην έκδοση "Teatro Vol. I: Odiseo, Juliano, Niceforo, Kapodistria", Universidad de Chile, Sede Santiago Oriente, Facultad de Filosofia y Letras,
Publicaciones del Centro des Estudios Bizantinos y Neohelenicos, Santiago de Chile 1978.)
Νικηφόρος Φωκάς:
«Άλλο ένα ιστορικό πρόσωπο και γεγονός που εμπνέει τη θεατρική δημιουργία του Νίκου Καζαντζάκη. Πρωτοδημοσιεύτηκε απ\' τις εκδόσεις "Στοχαστής" το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκέμβρη 1927 κι αναφέρεται στο ιστορικό περιστατικό της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά από τον Τσιμισκή.
»Ολόκληρο το έργο διακατέχεται από ένα έντονο θρησκευτικό και μεταφυσικό κλίμα. Η δράση κινείται έντονα σ ένα εσωσυνειδησιακό επίπεδο [...].»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη» στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)
«[...] Στο Νικηφόρο Φωκά ακούμε κάτι γνήσιο από τον ηρωισμό, τον άγριο μυστικισμό και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του ένατου αιώνα στο Βυζάντιο. Ζούμε τα παράφορα πάθη, τις συνωμοσίες, τις ραδιουργίες.
»"Ο Νικηφόρος Φωκάς", γράφει ο Βρεττάκος, "ανήκει στη σειρά των ανήσυχων ηρώων που δε βολεύονται σε κανένα χώρο, παλεύουν, ξεπερνούν την ελπίδα και δίνουν την ηρωική τους μάχη με το θάνατο. Ο Καζαντζάκης δεν περιορίζεται στο ιστορικό γεγονός, στα περιστατικά και στις συγκρούσεις που συνιστούν το δράμα. Πίσω από τη συγκεκριμένη περίπτωση θέλει να δώσει ένα άλλου είδους δράμα, προσωπικό, βαθύτερο. Έτσι ο ανυποψίαστος Νικηφόρος πλουτίζεται με ιδέες, θεωρήσεις και ταραχές μεταχριστιανικές, υπερανθρώπινες.
»Παλεύει μπερδεμένος ανάμεσα στη γυναίκα (τη Θεοφανώ), το Θεό και το θρόνο. Έξω φοράει τη βασιλική πορφύρα, κι από μέσα, κατάσαρκα, το ράσο τού μοναχού. Το κελί του είναι έτοιμο και τον περιμένει στο Άγιον Όρος. Έχει περάσει "όλες τις στράτες της σφαγής και της λαχτάρας", σκέφτεται να πάψει πια τους πολέμους, να κλείσει ειρήνη, να φιλιώσει τα ρηγάτα του κόσμου, ν\' ανοίξει τις στέρνες του σταριού στη φτώχεια. Ωστόσο όλα τον αντιμάχονται. Ο Θεός, η Θεοφανώ, ο λαός του, ματωμένος από τους πολέμους και πεινασμένος. Ταλαντεύεται μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα επαναστατημένη, κινδυνεύει σε κάθε βήμα.
»"Νίκησε τον άνθρωπο ύστερα από τις απανωτές του νίκες, αλλά οι λογαριασμοί του είναι ανοιχτοί με τον Θεό. Μπρος όμως από το Θεό βρίσκεται η Θεοφανώ που τον πείθει πως το μόνο σίγουρο αγαθό της γης είναι η σάρκα. Ο ίδιος όταν βρίσκεται μπρος της, νομίζει πως χαρά άλλη έξω από τη Θεοφανώ δεν υπάρχει γι\' αυτόν ούτε στη γης ούτε στον ουρανό". (Νικηφόρου Βρεττάκου: "Νίκος Καζαντζάκης: η αγωνία και το έργο του". Στέντωρ, Αθήνα 1960, σελ. 589-590).
»Ο Νικηφόρος γυρίζει νικητής από κάποιο πόλεμο. Θα πρεπε να νιώθει ευχαριστημένος, κι όμως κρυφό σαράκι τρώει την ψυχή του. Οι θριαμβευτικοί ύμνοι κι οι κολακείες δεν τον ξεγελούν. Ξέρει, ο λαός κουράστηκε από τους πολέμους κι αποζητά την ηρεμία, την ειρήνη. Διαισθάνεται ότι ο Τσιμισκής [...] κερδίζει ολοένα και περισσότερο την αγάπη και την προτίμηση της Θεοφανώς. [...] Ο πόθος του τον βασανίζει νύχτα μέρα ακατάπαυστα. Ζητάει να ξεχάσει τις ευθύνες του, να χαρεί σαν κοινός άνθρωπος [...].
»Προαισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει. Δεν τον χωράει ο τόπος, πνίγεται. Θέλει να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του Λέοντα και να ασκητέψει στο Άγιο Όρος. Η σάρκα του όμως είναι ανίσχυρη, μένει δέσμιος του πάθους του για τη Θεοφανώ. [...]
»Διαρκώς αναβάλλει τη φυγή του, ενώ η συνωμοσία εξυφαίνεται γύρω του. Η καταστροφή πλησιάζει. Η Θεοφανώ ανοίγει την πόρτα στον Τσιμισκή. Οι συνωμότες ψύχραιμοι προχωρούν στη δολοφονία. Ο Νικηφόρος καταλαβαίνει πως απόμεινε μόνος, αβοήθητος. Νικά το φόβο, αντικρίζει ατάραχος, περήφανος τη μοίρα.
"Λυτρώθηκα, γελώ! Τραγούδησε, ψυχή μου,
στο πιο αψηλό κλαρί τής πελπισιάς του ανθρώπου!"
»Μια γυναίκα του χορού, Σαρακηνή, που εξιστορεί το θάνατό του, αφηγείται ότι ένας από τους συνωμότες, ο Βούρτσης, του χαράκωσε με το σπαθί το πρόσωπο "απ\' το μεσόφρυδο, ως κάτω το σαγόνι". Η ψυχή του όμως δε βγαίνει παρά μόνο όταν η Θεοφανώ τού μπήγει στην καρδιά το βυζομάχαιρό της. Ο Νικηφόρος λυτρωμένος από τα δεσμά τής ύλης, τινάχτηκε ορθός, μούγκρισε τρεις φορές "Δόξα σοι ο Θεός" και ξεψύχησε. [...]»
(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη "Το Θεατρικό Έργο του Νίκου Καζαντζάκη,
Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα - Γιάννινα 1985, σελ. 62-65.)
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος:
«Γράφτηκε για πρώτη φορά το 1944 και σε δεύτερη γραφή το 1949. Η τελική, τρίτη, γραφή του έγινε σε δεκατρισύλλαβο στίχο το Μάρτη 1951. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" το 1953 με υπότιτλο "ο εθνικός θρύλος της Αλώσεως" κι έγινε όπερα απ\' το Μανόλη Καλομοίρη. Παίχτηκε απ\' την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου τού Αττικού στις 16 Αυγούστου 1962.
»Με πλαίσιο την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη δίνονται σε αδρές γραμμές οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες που οδήγησαν στην πτώση. Η ιστορική διάσταση επικρατεί σε βάρος της μεταφυσικής, που αρχικά φαινόταν σαν η μόνη διαφυγή. Κάθε ελπίδα βοήθειας απ\' την Παναγία εγκαταλείπεται και ο λαός, οι άρχοντες και το ιερατείο μένουν χωρίς στήριγμα να παλέψουν με τις λίγες δυνάμεις που τους απόμειναν ενάντια στον πανίσχυρο εχθρό που τους πολιορκεί.
»Μέσα στο θρησκευτικό φανατισμό, τη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία του λαού και την απελπισμένη προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισώσει τα προνόμιά της, προβάλλει η ηρωϊκή μορφή του τελευταίου αυτοκράτορα που, ξέροντας το μάταιο της αντίστασης κι ενώ του ήταν δυνατό να σωθεί, αποδέχεται συνειδητά τη θυσία και το χρέος του. Ο μονόλογός του στο τέλος της δεύτερης πράξης είναι μεγαλειώδης από θεατρικής και νοηματικής άποψης κι εκφράζει όλο το δυναμισμό και την ψυχική του ανάταση πάνω από κάθε ελπίδα, πίστη ή φόβο.
»Στο σημείο αυτό κορυφώνεται το δραματικό στοιχείο τού έργου [...].»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο του Νίκου Καζαντζάκη» στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)
«Σ\' εκείνη την τραγική νύχτα της 28 προς 29, τοποθετεί το έργο του ο Καζαντζάκης. Είναι οι τελευταίες ώρες της μακράς αγωνίας τού Βυζαντίου. Η σύγχυση και ο φόβος κυριαρχούν στους δρόμους της Βασιλεύουσας. Τα θεμέλια που στήριζαν τη φεουδαρχική τάξη και την αυτοκρατορική εξουσία έχουν καταρρεύσει οριστικά. Στις τάξεις και τα στρώματα του άλλοτε στέρεου Κράτους -τους ευγενείς, τον κλήρο, τον λαό και τους σκλάβους- απλώνεται η διχόνοια και ο τρόμος. Φήμες για βοήθεια από τη Δύση και για θεϊκή βοήθεια αναμιγνύονται με άσχημους οιωνούς και κατηγορίες για παράδοση της ορθόδοξης πίστης στον Πάπα και πρόκληση της οργής τού Θεού. Ένας έξαλλος πυροβάτης διακρίνει στον αέρα τους τρεις αρχαγγέλους τής Αποκάλυψης και προφητεύει ξανά και ξανά την καταστροφή. Οι ξέφρενες κραυγές του και το άτακτο πηγαινέλα τού λαού είναι τα στοιχεία που δίνουν, στην Πρώτη Πράξη, τον πίνακα της φρίκης της τελευταίας νύχτας της Κωνσταντινούπολης. Στο βάθος, η μεγαλοπρέπεια της Αγια-Σοφιάς, ο πένθιμος ήχος από τις καμπάνες και ο απόηχος των μυστικών βυζαντινών ψαλμών συμπληρώνουν το πλάνο.
»Αυτή η εικόνα προετοιμάζει την εμφάνιση της μορφής του Κωνσταντίνου, του οποίου η ευγενική ψυχή υψώνεται αγνή και θλιβερή πάνω από μια θάλασσα παθών και μικροπρεπών συμφερόντων. Η Δεύτερη Πράξη μας παρουσιάζει διάφορες ιστορικές προσωπικότητες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου. Ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να φέρει την ειρήνη μεταξύ τους και να συνεχίσει την αντίσταση ενάντια στους οθωμανούς. Έπειτα, πρέπει να προσπαθήσει να κατευνάσει τους ευγενείς, που περισσότερο αγχώνονται να φροντίσουν τα σπίτια τους και τα φεουδαρχικά τους προνόμια παρά την άμυνα, και τον λαό που, πεινασμένος και λεηλατημένος, θέλει πρώτ\' απ\' όλα ψωμί και ανακωχή.
»Στη μέση τής γενικής τυφλότητας, ο Κωνσταντίνος, που ήρθε στην Πόλη για να λάβει ένα στέμμα από αγκάθια και όχι αυτοκρατορικό, αρνείται να σκεφτεί την προσφορά σωτηρίας που έκανε ο Μουχαμέτης. Θα μπορούσε να απαλλάξει την πόλη από την καταστροφή· να επιστρέψει στον γλυκύ και καλλιεργημένο Μυστρά, στην Πελοπόννησο· να κρατήσει τη ζωή του και ένα θρόνο και να δημιουργήσει το κέντρο μιας νέας Ελλάδας. Όμως, θα συνεχίσει τον δρόμο της θυσίας, παρ\' ότι μπορεί να είναι μάταιος. Έχει επιλέξει το πιο δύσκολο μονοπάτι. Θα υπερασπιστεί μέχρι τέλους την Πόλη που εμπιστεύτηκαν στα χέρια του, "τη χαρά κι ελπίδα όλων των Ελλήνων". Του έχουν ορίσει να παραδώσει το αυτοκρατορικό στέμμα στον αρχηγό του Μοναστηριού της Παρθένου, τον φοβερό και φανατικό Ηγούμενο, που πιστεύει πως είναι το όργανο της θείας σωτηρίας. Όταν η διένεξη με τον άγριο μοναχό λύνεται, είναι ήδη αργά. Ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στο πόστο του στην Πύλη του Ρωμανού, όπου θα πεθάνει ηρωϊκά.
»Η τελευταία Πράξη περιορίζεται στο να δώσει δραματική μορφή στον δημοφιλή θρύλο για τον "μαρμαρωμένο Βασιλιά", ο οποίος θα ξαναζωντανέψει την ημέρα που οι χριστιανοί θα ξαναμπούν στην Κωνσταντινούπολη.
»Παρόμοιας τραγικής πνοής με τον Χριστόφορο Κολόμβο και τον Καποδίστρια, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος αποδεικνύεται επίσης απαραίτητος για να γνωρίσουμε το ιδεώδες του καζαντζακικού ήρωα και ανθρώπου, εκείνου που ακολουθεί την ανώτατη εντολή τής Ασκητικής: να αγωνίζεσαι χωρίς ελπίδα, να πολεμάς παρ\' όλο που δεν υπάρχει τέλος ή ανταμοιβή. Όπως ο Ιουλιανός ο Αποστάτης και ο Νικηφόρος [Φωκάς], τα πρόσωπα των υπόλοιπων βυζαντινών τραγωδιών του Καζαντζάκη, έτσι και ο Κωνσταντίνος κατατρώγεται από την υπέρκοσμη φλόγα που οδηγεί τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει όλες τις αβύσσους και να θυσιαστεί για χάρη μιας ιδέας.
»Στα πλαίσια του θεατρικού έργου του Καζαντζάκη, ο "Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος" έχει άμεση σχέση με το πρόβλημα του εθνικού πεπρωμένου των σύγχρονων Ελλήνων. Και, παρ\' ότι η προσέγγιση του συγγραφέα επικεντρώνεται στην προσωπικότητα του Αυτοκράτορα, η εικόνα τού συλλογικού χάους και το μήνυμα της ελπίδας τής τελευταίας Πράξης, έχουν καταστήσει αυτή την τραγωδία αληθινό "εθνικό δραματικό μεγαλούργημα" των Ελλήνων. Έτσι τη χαρακτήρισε ο Μανώλης Καλομοίρης, ο μεγαλύτερος ίσως Νεοέλληνας συνθέτης, ο οποίος μεταχειρίστηκε το κείμενό της με πραγματική ευλάβεια στον "Μουσικό Θρύλο" του. Οι στιγμές που ο ελληνικός λαός βυθίζεται σε ένα σκοτάδι τεσσάρων αιώνων παρέμειναν, έκτοτε, "αιχμαλωτισμένες" στον Θρύλο και στην Τραγωδία.»
(Από το σημείωμα του Miguel Castillo Didier στην έκδοση Nikos Kazantzakis, "Constantino Paleologo", Editora Santiago, Santiago - Chile 1967.)