Μπορούμε, άραγε, να αποδώσουμε με λέξεις αυτό που αγγίζει την ευαισθησία μας, αυτό που σχετίζεται με το συναίσθημα, αυτό που προκαλεί τον ενθουσιασμό ή την αποδοκιμασία μας, αυτό που μας συγκινεί ή μας αφήνει αδιάφορους; Ερώτημα που φέρνει στο νου και άλλα ερωτήματα: σε ποια ανάγκη ή σε ποιες απαιτήσεις ανταποκρίνεται αυτή η επιθυμία να μεταγράψουμε σε έννοιες αυτό που ανήκει στις τάξεις της διαίσθησης, του φαντασιακού ή της φαντασίωσης; Πρέπει, άραγε, να αποδεχτούμε την ύπαρξη μιας λεκτικής παρόρμησης, η οποία μας ωθεί, κατά κάποιον τρόπο, να εκφράσουμε λεκτικά αυτό που νιώθουμε, έτσι ώστε να μεταβιβάσουμε, για παράδειγμα, αυτή την εμπειρία σε κάποιον άλλο; Η αναγνώριση αυτού που χαρακτηρίζουμε ως ωραίου, τόσο στη φύση όσο και στην τέχνη, μας παροτρύνει, άραγε, να επιζητήσουμε την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία του άλλου;
Μια ιστορία της αισθητικής είναι κατανοητή υπό την προϋπόθεση ότι θα προσδώσει σε αυτόν τον όρο μια διευρυμένη έννοια: δεν θα είναι, συνεπώς, η ιστορία των θεωριών και των αξιωμάτων σχετικά με την τέχνη, το ωραίο ή τα έργα τέχνης, αλλά η ιστορία της ευαισθησίας, του φαντασιακού και ορισμένων δοκιμίων που επεχείρησαν να αναδείξουν την αξία της αισθητήριας, λεγόμενης κατώτερης, γνώσης, ως αντίλογος στο προνόμιο που εκχωρείται στην ορθολογική γνώση, τουλάχιστον στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού.
Βέβαια, η ιστορία αυτή μοιάζει να εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία της ορθολογικότητας, χωρίς, ωστόσο, να ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση, ούτε την ίδια συνέχεια: ενώ η ιστορία του ορθού λόγου διαγράφει γραμμική κίνηση, την οποία συσχετίζουμε, άδικα ίσως, με την πρόοδο, η ιστορία της αισθητικής αποκαλύπτεται μέσα από διαδοχικές ρήξεις, τις οποίες η ευαισθησία αντιπαραθέτει διαρκώς στην κυρίαρχη τάξη της λογικής.
Δεν θα ξεκινήσουμε, συνεπώς, από ένα σημείο άλφα που να υποδηλώνει μια δήθεν απαρχή της αισθητικής σκέψης. Η "ιστορία" μας αρχίζει με την πρώτη αξιοπρόσεκτη ρήξη στην εξέλιξη του στοχασμού για την τέχνη, δηλαδή την Αναγέννηση. Αυτό το "ευρύ κίνημα πνευματικής ανανέωσης", όπως λένε τα λεξικά, βασίστηκε εν μέρει στη μίμηση των αρχαίων Ελλήνων. Ανοίγει επίσης το δρόμο για τη θρησκευτική χειραφέτηση της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης. Την ίδια εποχή, το κίνημα αυτό συνοδεύεται από μια συνειδητοποίηση της δύναμης του ατόμου, της ικανότητας του για χειραφέτηση σε σχέση με τις αντιλήψεις του Μεσαίωνα. Αυτή η διαδικασία καταλήγει, τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, στην αναγνώριση της αισθητικής αυτονομίας, με τη σύγχρονη έννοιά της