Συγκλονιστικό, ανθρώπινο, αληθινό, ασφυκτικό.
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
16-10-2014 18:31
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Συγκλονιστικό, ανθρώπινο, αληθινό, ασφυκτικό. Άνθρωποι και ελπίδες, σχέδια και αναποδιές, ένας καμβάς με αυστηρά προκαθορισμένο πλαίσιο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. Το διάβασα χωρίς ανάσα και ταυτίστηκα απόλυτα με τους χαρακτήρες που διάλεξε ο συγγραφέας. Ως προς την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και την εξέλιξη της ιστορίας, μου θύμισε τον Απροσδόκητο θάνατο της Ρόουλινγκ και γι’ αυτό το αγάπησα διπλά! Και δε φτάνει η υπέροχη εξέλιξη της πλοκής, η άριστη επιλογή των πρωταγωνιστών και ο αριστοτεχνικός χειρισμός, έχω να σημειώσω και υπέροχα, λυρικά και αληθινά αποσπάσματα από το κείμενο. Δηλαδή ο κύριος Ρεμούνδος εκτός από συγγραφέας και ιστορητής είναι και πολύ καλός λογοτέχνης κι όλα αυτά συνθέτουν ένα αυστηρά δεμένο και αρμονικό σύνολο, ένα βιβλίο που με συγκίνησε, με ενθουσίασε, με στενοχώρησε και με ξαγρύπνησε πολλά βράδια.
Η ιστορία εκτυλίσσεται ουσιαστικά μέσα σε έναν μήνα. Ο συγγραφέας χωρίζει το βιβλίο σε μέρη και κάθε μέρος σε ξεκάθαρες αφηγηματικές ενότητες. Ο κάθε χαρακτήρας έχει τον δικό του χώρο και χρόνο να μιλήσει, να μας εξηγήσει, να μας καθοδηγήσει και να πάει την πλοκή ένα βήμα παρακάτω. Τα πρόσωπα είναι συγκεκριμένα και σκιαγραφημένα με ποικίλα χρώματα: πότε φωτεινά, πότε σκοτεινά. Η ιστορία δεν είναι μονότονη, γιατί οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και οι ανατροπές έρχονται από κει που δεν τις περιμένει ο αναγνώστης. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, κανένας χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται από την αρχή ολοκληρωμένος και γι’ αυτό δεν μπόρεσα να αφήσω το βιβλίο! Σπαρταρούσε σα λαβωμένη καρδιά μπροστά στα χέρια μου και με τραβολογούσε σαν παιδί να μου δείξει το δωμάτιό του!
Όλοι οι πρωταγωνιστές θα μείνουν στην καρδιά μου: ο Κώστας που ξέπεσε από ασφαλιστής να γίνει νυχτερινός ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου εφήμερων γνωριμιών, η Μαρία και η Δέσποινα, αδελφές, που παρά τα χρόνια που πέρασαν εξακολουθούν κατά βάθος να ζηλεύουν η μία την άλλη, οι γονείς τους, η Μυρωνία και ο Διαμαντής, που ανυπομονούν να γηροκομήσουν έναν πλούσιο ηλικιωμένο συγγενή, μπας και τους γράψει το αρχοντικό του και την περιουσία του, οι γονείς του Κώστα που έχουν απομονωθεί από τον γύρω τους κόσμο κι αγωνίζονται να επιζήσουν με τον δικό τους τρόπο στη μιζέρια, ο δόλιος ο Παντέλος που τραβάει τα πάνδεινα, ο ύπουλος και παιδεραστής Θρασύβουλος και τόσοι άλλοι, όλοι ψηφίδες ενός παζλ που σχηματίζει μια σοκαριστική εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Υπέροχο σύνολο, καλογραμμένες καταστάσεις, ολοζώντανοι διάλογοι, αλλαγές και εκπλήξεις, αυτό το βιβλίο το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα (τι να πρωτοδιαλέξω):
«Μετανάστες, αποφυλακισμένοι, ναρκομανείς, αλκοολικοί και διάφοροι αλήτες χτυπημένοι από τα σκέρτσα του πολιτισμού, μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, έβγαζαν τη νύχτα κάνοντας κύκλους σαν τις μύγες στο λιμάνι...Πρόσωπα πένθιμα, φωτισμένα από τα μακρινά φώτα της νύχτας, άνθρωποι στην άκρη της ζωής, συντροφιά μ’ ένα μπαγιάτικο φεγγάρι στον σουρωμένο ουρανό» (σελ. 47).
«Νωθρή και παγωμένη η μέρα του Φλεβάρη, χώνευε τα ακραία καιρικά φαινόμενα της νύχτας, περιμένοντας τη συνέχεια. Παλιά, τέτοιες μέρες άπνοιας, από το εργοστάσιο του Παπαστράτου απλωνόταν σε όλη την περιοχή μια βαριά μυρωδιά γλυκερή σαν μέλι. Τώρα δεν υπήρχε πια Παπαστράτος, ούτε Κεράνης, είχαν απομείνει τα κουφάρια των εργοστασίων με σπασμένα τζάμια κι οι άνεργοι να σέρνουν την απελπισία τους στις ειδήσεις» (σελ. 63).
«Η συννεφιά είχε κλείσει πόρτες και παράθυρα και μάτια και συνειδήσεις. Μια σταχτιά συννεφιά σαν αποκαΐδια» (σελ. 73).
«Με βαριά διάθεση βγήκε από το σπίτι η Μυρωνία και το έκοψε με τα πόδια, διασχίζοντας τις γερασμένες γειτονιές της νιότης της, μια ιδιωτική γεωγραφία, ένα λαϊκό σταυρόλεξο σαν αυτά που ο καθένας άθελά του κουβαλάει και πιστεύει ότι αυτός είναι άπας ο κόσμος, μέχρις ότου να αντιληφθεί ότι ο κόσμος ήταν αόρατος, είτε ραδιοφωνικός, όπως παλιότερα, είτε τηλεοπτικός, είτε της θρησκείας, είτε της Ιστορίας, είτε του Διαδικτύου. Πώς είχαν αλλάξει όλα!» (σελ. 89).
«Ο Ανέστης κρατήθηκε μακριά, κοιτούσε το σπίτι του, τη γυναίκα του, το παιδί του, η ελληνική Ιστορία πέρασε ξυστά πλάι τους κι ουδόλως τους άγγιξε. Ούτε η Χούντα ούτε η Μεταπολίτευση, ούτε η λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ -χρονιές σαν γυμνά καλώδια» (σελ. 103).
«Νύχτα Σαββάτου. Αμαρυλλίς, ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής για ζευγάρια. Γυναίκες της δουλειάς κι άλλες της μιας βραδιάς, της σύμπτωσης, του καπρίτσιου, της ορφάνιας, της απελπισίας, του συμφέροντος. Κι άντρες που είχαν αρπαχτεί από μια σανίδα σωτηρίας για να επιβιώσουν, λες και μάζευαν ένσημα για να αποδείξουν ότι υπήρξαν. Ένα ξέφρενο αλισβερίσι χρημάτων και αναγκών και καθώς η χώρα κατέρρεε, έσπαγαν οι φραγμοί κι είχε γεμίσει ο τόπος σαστισμένες πυγολαμπίδες» (σελ. 106).
«Νύχτα Σαββάτου σαν χαρακιά στην παλάμη της ζωής. Και τα πρόσωπα σκιές, σκιές ενός κάλπικου ονείρου» (σελ. 111).
«Η χώρα είχε πέσει σε κατάθλιψη κι η κυβέρνηση, φορώντας τα κουρέλια της, είχε πάρει σβάρνα τις αγορές της Ευρώπης ζητιανεύοντας» (σελ. 128-129).
«Οι δυο αδελφές φαίνονταν σα να είχαν πέσει με αλεξίπτωτο στο αγιάζι της ζωής κάποια θολά χαράματα» (σελ. 215).
«Ένας άντρας μόνος, κάποιο απόγευμα του χειμώνα, με κρύο να σου πιάνεται η ανάσα και θυελλώδεις ανέμους στα πελάγη και το φως να σβήνει στις γωνίες και το μισοσκόταδο να καταπίνει τις σκιές της πόλης. ΄Ένας άντρας μόνος με τα χέρια στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν. Ένας άντρας με μουτζουρωμένες τις ελπίδες. Ένας παραπανίσιος λεκές στο βρόμικο σεντόνι της Ιστορίας» (σελ. 261).
«Φλεβάρης μήνας, Απόκριες. Η χώρα κλυδωνιζόταν και βούλιαζε στη χρεοκοπία, μια βαριά σκιά πλανιόταν στις ψυχές των πολιτών, οι περισσότεροι σαλταρισμένοι. Τα νοσοκομεία υπό διάλυση κι ο θάνατος έκανε βόλτες με τα φαρδιά του βήματα, τρομάζοντας τις ζωές των συνταξιούχων. Οι προσφορές των κυριακάτικων εφημερίδων άφηναν ορφανές τις ειδήσεις» (σελ. 275).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι