Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
31-01-2022 12:49
Όταν η χώρα μας αποστρέφει το βλέμμα της παραμένουμε εκεί προβάλλοντας την πεισματική παρουσία μας ή αναζητούμε μια άλλη που θα μας αντικρίζει κατάματα με έκδηλη αξιοπρέπεια; Ποια είναι τα αξιακά καθήκοντα του πολίτη εντός της σπειραματικής κλίμακας της ιστορίας; Και τελικώς πώς ψηλαφείται η έννοια του συνόρου – ορίου άλλοτε ως τεχνάσματος υπερτόνισης των χαινουσών διαφορών ή αποστάσεων κι άλλοτε ως ραφής της αξιοθαύμαστης ποικιλομορφίας του πλουμιστού υφαντού της φύσης; Ο ήρωας επικαλείται το ταξίδι σαν μια βελόνα ραπτομηχανής που θα ανασκαλεύσει το ύφασμα του χάρτη, ώστε να αναβλύσουν καίριοι προβληματισμοί κι οι λησμονημένες παραφυάδες κλωστές του παρελθόντος. Ο προκαθορισμένος προορισμός ανακύπτει ως ανάγκη οριοθέτησης μιας ζωής ακαθόριστης, επισφαλούς κι απρόβλεπτης, χαρτογράφησης ενός μέλλοντος αβέβαιου που μονάχα χωρικά δύναται να προοικονομηθεί.Η απόσχιση απ’ τον γενέθλιο τόπο άρχεται υπό το αντιφατικό κλίμα της εύθυμης επανάστασης της πλατείας Συντάγματος ως αντίβαρου στα καινοφανή μέτρα λιτότητας που ψηφίζονταν, ανασύροντας συνειρμικά στη μνήμη «Το Αστείο» του Milan Kundera, όπου περιβεβλημένος από ένα πέπλο αδιάλειπτης αισιοδοξίας, μουσικής και χορού σύσσωμος ο λαός μεταμφίεζε την άγνοιά του. Αντίστοιχα κι εδώ, η αισιοδοξία μετατρέπεται ξανά σε όπιο του λαού, θαρρώντας πως ο αποχωρισμός του καναπέ εσωκλείει ολάκερη την ουσία της επανάστασης. Τα γεγονότα που μας απαντούν προ τετελεσμένου, σαν προσχέδια άλλων επιβεβλημένα στη δική μας ζωή (μέτρα λιτότητας, απόλυση), αυτά που σκιαγραφούν τα αθώρητα σύνορα ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους [Us and them όπως λένε και οι Pink Floyd]:στους κυβερνώντες και στον λαό, στους εργοδότες και στους εργαζομένους, στους καταστολείς και στους καταστελλόμενους, αλλά και η συσπείρωση του πλήθους στην προάσπιση ενός κοινοκτήμονος σκοπού που τρεκλίζει εξαιτίας της σκοροφαγωμένης ενότητας (η εξέγερση έναντι των μέτρων ως χαρμόσυνη εμποροπανήγυρη) λειτουργούν ως αφετηρία του παρόντος αναγνώσματος. Για την αποτίναξη της πανταχόθεν πολιορκίας των άυλων εγχώριων συνόρων ο συγγραφέας προτείνει την υπέρβαση των υλικών συνόρων μέσω ενός ταξιδιού αυτογνωσίας, μιας απόφασης που προσπαθεί να αντιπαλέψει το φορτίο των αποφάσεων των άλλων στη ζωή μας.Καθώς η επισφράγιση της φυγής εκκολάπτεται στα σωθικά του κεντρικού χαρακτήρα, αναλαμβάνουν οι αντίρροπες δυνάμεις προκειμένου να την αναστείλουν. Αναμνήσεις τον προϋπαντούν ευάλωτο στο κάθισμα ενός καφενείου κι αναβλύζουν νοσταλγικά τα περασμένα, υφασμένες από τον αναπόδραστο εξωραϊσμό του παρελθόντος, σαν να γαντζώθηκε στιγμιαία από κάποια προεξοχή αυτού του τόπου, όπως το μανίκι σε ένα πόμολο. Έπειτα, ο αντίκτυπος της απόφασής του έρχεται να συνταράξει την καθημερινότητα των γονέων κι ίσως για αυτό ο ήρωας να περιγράφει διεξοδικά την αλληλουχία των ημερήσιων ιεροτελεστιών, πριν ο ίδιος αποτελέσει τη δικλείδα αλλαγής που οι άλλοι υπήρξαν πρωτύτερα για εκείνον. Ώσπου, το μητρικό χέρι να σφιχτεί σαν μέγγενη γύρω από τον καρπό ως ύστατη ικεσία, ένας ομφάλιος λώρος που πασχίζει να αποτρέψει τον ξενιτεμό του αλλοτινού καρπού της κοιλιάς.Πριν τη φυγή, ανακύπτει η ανάγκη συστροφής προς το «εγώ» που προσωποποιείται στην αναμέτρηση με το παιδικό μας δωμάτιο, του οποίου κάθε σπιθαμή φαντάζει με γεωλογική διαστρωμάτωση της ιστορίας μας, έτοιμο να ξεβράσει τα αρχαιολογικά ευρήματα κάθε ανάμνησης, κάθε φωνής που αντήχησε στους τοίχους, κάθε βήματος σιγανού, θλιμμένου ή μαινόμενου που καταπόνησε τις σανίδες του δαπέδου. Κατόπιν, ο ήρωας εναποθέτει τις ελπίδες του στις βουλές της νυχτερινής πόλης, να τον συγκρατήσει στην αγκαλιά της ή να δώσει ώθηση στις βλέψεις της φυγής επικυρώνοντας την απόφασή του, να αποδείξει πως τον αγνοεί μέσα από τη συνέχεια της συλλογικής ζωής που μοιάζει ανέγγιχτη από την αυριανή του απουσία. Θα ταλαντεύσει τη σιγουριά του η αιφνιδιαστική εμφάνιση της στοργής ανάμεσα σε ένα τυφλό σκύλο και τον άνθρωπό του ή μια περιστρεφόμενη πόρτα που ηχεί μονότονα σαν δυσοίωνο ρολόι ανατρέχοντας πίσω στους λόγους που τον έδιωξαν. Για να αντικρίσει τελικά τον αβοήθητο βυζαντινό όγκο της Καπνικαρέας να ασφυκτιά στον κλοιό των πολυώροφων κτισμάτων, παραπέμποντας στον ίδιο που προσπαθεί να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και τις αξίες του σε ένα περιβάλλον ανυπέρβλητων κρατικών συμπληγάδων. Όμως, καθώς η Καπνικαρέα αδυνατεί να ξεριζώσει τα κραταιά της θεμέλια εκείνος άραγε μπορεί να υπερβεί τις ρίζες;Ο πρωταγωνιστής σχεδιάζει τη διαδρομή με πηγαίο αυθορμητισμό στον καθορισμό των χωρών σταθμών, αντίδοτο στην κυριαρχία της ημερομηνίας στη διάρθρωση της καθημερινότητας ή όπως λέει ο ίδιος «στις μέρες μας που κάθε τι έχει μια ημερομηνία». Εκεί, άλλες πόλεις θα τον απορροφήσουν κι άλλες θα λειτουργήσουν ως φευγαλέοι κόμβοι. Πρόκειται για μια διαδρομή που ορίζει μεν τοπολογικά τις παύσεις και τα μέσα, ωστόσο εναποθέτει στη φαντασία και τη γοητεία της τυχαιότητας τη μαγεία που θα του αποκαλύψει το ταξίδι, σαν ψίθυρο που απευθύνεται μοναδικά σε εκείνον. Γι’ αυτό κι η πορεία δεν παραμένει ευθύγραμμη κι απαράκαμπτη, αλλά ξεστρατίζει, λες και είναι ο μίτος της Αριάδνης που τιμά κάθε ανεξερεύνητο παρακλάδι του λαβύρινθου έως τον προορισμό. Στον ήρωα δεν επαρκεί η απευθείας μετάβαση στον καινούριο τόπο διαμονής, αντίθετα αποχωρεί ξανά για να επιστρέψει έπειτα από ένα ταξίδι μεταβατικό, το οποίο αναλαμβάνει τον βαρυσήμαντο ρόλο της αποκοπής από όσα τον αγκυρώνουν στην πατρίδα, ώστε πάνω στη συγκεχυμένη εικόνα του χθες να ευδοκιμήσει ο πρόσφορος καμβάς που θα υποδεχτεί το μέλλον. Η διαδρομή τον κατακλύζει με τις πρωτόγνωρες εικόνες της για να εκτοπίσει εκείνες της Αθήνας και των ανθρώπων που αποχωρίστηκε: «Για να μπορέσει να αφομοιώσει το μυαλό μου τις νέες εικόνες αναγκάστηκε να διαγράψει τις παλιές». Βαλκανεύοντας λοιπόν, ταξιδεύοντας, αγναντεύοντας, ερμηνεύοντας, αναμοχλεύοντας την βαλκανική ιστορία η οποία τον ‘βάλλει νεύοντας’ σε κάθε πόλη την οποία προσπερνά. Μέσω αυτού του επιπρόσθετου ταξιδιού είναι σαν να επιζητά μια εξοικείωση καθολική με το ίδιο το χώμα της γης που διαβαίνει δια μέσου των γνώσεων που αποκομίζει για κάθε λαό ώσπου να εγκατασταθεί. Δεν σταματά από την αφετηρία στον προορισμό, αντ’ αυτού διανύει γνωστικά όλη την απόσταση. Το ταξίδι που προτείνεται στο ανάγνωσμα αυτό ως περιπλάνηση αναδεικνύει την εξομολογητική άποψη των πόλεων, όχι την τουριστική επιδερμικότητα ενός πολυτελούς ταξιδιού, μα τη μαθητεία της περιήγησης χωρίς διακρίσεις.Εγκαταλείποντας την πόλη των Αθηνών που τον έχριζε ξένο ανάμεσα σε γνωστούς, φθάνει στο Στρασβούργο που τον τρέπει σε γνωστό ανάμεσα σε αγνώστους, εξαιτίας της ύπαρξης έστω και ελάχιστων αγαπητών ατόμων. Εντούτοις, η αγαλλίαση της εύρεσης των γνώριμων προσώπων σε μια πόλη ξενική σβήνει μπροστά στην απρόσωπη διακόσμηση του δωματίου που υποκαθιστά το καθιερωμένο. «Συνάντησα τέσσερις τοίχους με άσπρη αδιάφορη διακόσμηση», έτσι ξεκινά το διάβα των δωματίων που φιλοξενούν τους περιηγητές, των οποίων αγνοούν την προσωπικότητά κι ενδύονται την επαναληπτική τυποποίηση του εφήμερου, λες κι έχουν το χρέος να μη τους συγκρατούν παρά μονάχα τόσο ώστε να τους επιστρέφουν ξεκούραστους στο ταξίδι. Η παραδείσια εικόνα της πόλης αρχίζει να ξεφτίζει μόλις συναντά τη φτώχεια στην όψη ενός άστεγου γέρου και την προκατάληψη της καταγωγής του στο μουσείο. Παρόλα αυτά ο ζήλος να αφομοιωθεί από την πόλη φανερώνεται στην ποιητική παρατήρηση της ανάκλασής του στην επιφάνεια ενός παλιού πιάνου ή από τη μετάθεση της συνήθους παρατήρησης των συνεπιβατών από το αττικό μετρό σε αυτό του Στρασβούργου.Κανείς συνομιλητής στις φευγαλέες συναντήσεις του ταξιδιού δεν αποκαλύπτει το όνομά του, τηρώντας ενδεχομένως την πρέπουσα ταξιδιωτική αποστασιοποίηση, όπως ένα δωμάτιο ξενοδοχείου αποποιείται της προσωπικής χροιάς, μολονότι οι διάλογοι διεισδυτικά εξομολογητικοί κι επίκαιροι μας καλούν να αποθέσουμε τους εαυτούς μας στη θέση του κεντρικού χαρακτήρα. Οι στιχομυθίες που αναπτύσσονται συνθέτουν ένα ισοζύγιο, με δύο ώριμους άνδρες που μετανάστευσαν ανοικοδομώντας μια αξιοπρεπή διαβίωση να εδράζονται στο ένα σκέλος και δύο συνομήλικοι του ήρωα να παραμένουν αγωνιστές στην πατρίδα και στην άλλη πλευρά της πλάστιγγας. Οι δύο πρώτοι σε Στρασβούργο και Βουδαπέστη θα κατακεραυνώσουν το όραμα της πολλά υποσχόμενης ευτοπίας του εξωτερικού, που σε ένα εγχείρημα κοινό με τον ήρωα βυθίζονται στη μοναξιά και την απογοήτευση, παρόλη την οικονομική τους ευχέρεια. Αντίθετα οι δεύτεροι σε Βελιγράδι και Θεσσαλονίκη θα του αποδείξουν πως η επιμονή και το όραμα υπερκεράζουν τη ματαιότητα της παραμονής στη χώρα. Η τελική ετυμηγορία απομένει στον ήρωα, ώστε με το ίδιο το βάρος της απόφασής του να κάμψει την ισορροπία. Ακόμη κι ο ταξιδιωτικός φευγαλέος έρωτας δεν παρακάμπτει τον πρωταγωνιστή, αλλά δανείζεται την απαλή γεύση του τραγουδιού της Diana Krall σε ένα μισοσκότεινο ιταλικό μπαράκι αφιερωμένο σε αυτό το ερωτικό στάδιο της αβλαβούς ωραιότητας χωρίς στεναγμούς, αφού η άνθισή του δεν προφταίνει, εκεί που μόλις ψελλίζει «αυτό δεν μπορεί να είναι έρωτας». Ταυτόχρονα όμως είναι από εκείνους τους έρωτες που μας σφυροκοπούν σαν ένα ξόρκι ζαλάδας, σαν απρόβλεπτο παραπάτημα του ποδιού που αναγκάζει το βλέμμα να τον αντικρίσει σε κάποιο σοκάκι καθώς περπατά απόμακρος, ένα ζωντανό γράμμα καταδικασμένο να παραμείνει αμετάφραστο.«Στις τζαμαρίες των σταθμών δεν είναι η βροχή, αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε» γράφει ο Λειβαδίτης, εδώ όμως σε ένα εν κινήσει βαγόνι ενός ταξιδιού πραγματοποιημένου, οι σταγόνες καθώς κινούνται προς τα πίσω είναι οι ξεναγοί στις απωθημένες μνήμες, το παρελθόν που θρηνεί την πάροδό του. Ωστόσο, η νοσταλγία κατέχει αριστοτεχνικά να ξετρυπώνει από τις χαραμάδες της πραγματικότητας σκορπώντας μνήμες που την ίδια στιγμή συγχωνεύουν δυο πόλεις χωρικά και νοερά. Οι δυο πόλεις συνυπάρχουν μέσα από το βίωμα και την ανάμνηση που ανακαλεί κάτι γνώριμο στον νου κι ίσως απωθημένο από τις άμυνες της μνήμης. Έτσι, υπό τον ρυθμό είτε της ίδιας κίνησης (μανιβέλα μηχανής στο Βελιγράδι), είτε της ίδιας μελωδίας (μελωδία του Stan Getz στο ραδιόφωνο της Βουδαπέστης) είτε μιας εικόνας (το αποτύπωμα παιδικού χεριού στο πεζοδρόμιο του Στρασβούργου) ο ήρωας βρίσκεται παράλληλα εκεί αλλά και στην αλλοτινή Αθήνα – στην πραγματική ζωή αλλά και στις αναμνήσεις του. Αντίστοιχα, καθώς ατενίζει τη ροή του ποταμού Σάββα ταυτόχρονα αναλίσκεται στο φρούριο της Σιένα, ξαποσταίνοντας το βλέμμα στο νερό όπως τότε το σώμα σε κάποιο σκαλοπάτι. Αδιάφορες στιγμές της περασμένης καθημερινότητας όπως ένας γεράκος που τον ρωτούσε την ώρα, τώρα ανακύπτει ως κάτι πολύτιμο και πεθυμημένο ή κατά τα λεγόμενα του Chris Marker «τίποτε δεν διαχωρίζει τις αναμνήσεις από τις συνηθισμένες στιγμές, παρά μόνον αργότερα από τις ουλές που αφήνουν». Μπορεί λοιπόν το νέο να νικήσει το «νέομαι» της νοσταλγίας;Ο καταληκτικός σταθμός, η Θεσσαλονίκη, έλκει τον ήρωα τόσο κοντά στην εγκαταληφθείσα καθημερινότητα της Αθήνας, μα συνάμα επιστρατεύει μια απόσταση ασφαλείας. Όπως αναρωτιέται κι εκείνος, μήπως η επιλογή της τελικής στάσης ήταν ένα τέχνασμα της Αθήνας να κάμψει τις αντιστάσεις του και να τον ξανακερδίσει; Η πόλη άξαφνα ενδύεται μια αίγλη ακαταμάχητη κι όλες οι κινήσεις αποκτούν βάρος, όχι εκείνο της πολλοστής φοράς, μα εκείνο της τελευταίας που πρέπει ευλαβικά να τις συγκρατήσεις σε καρδιά και νου. Γι αυτό και τη νύχτα παρατηρεί τη ζωή από την ασφαλή απόσταση του μπαλκονιού, να σιγουρευτεί πως ακόμη η χώρα αδιαφορεί για την απουσία του, αλλά και από τον φόβο ενός κομματιού πάζλ που αν πλησιάσει αναπόφευκτα θα εφαρμόσει. Η σχηματική απόδοση του ταξιδιού στον χάρτη μοιάζει με το σύμβολο του απείρου, το οποίο καρτερεί ημιτελές να ολοκληρωθεί εφόσον από τον τελικό σταθμό, τη Θεσσαλονίκη, ο πρωταγωνιστής ανταλλάξει τον προορισμό του Στρασβούργου με την πρωτεύουσα. Το σχήμα παραμένει ατελές, επιφέροντας εντούτοις το τέλος στην άπειρη σκέψη γύρω από την ορθότητα του εγχειρήματος της φυγής.Συνοψίζοντας, το παρόν βιβλίο καταπιάνεται με την έννοια των συνόρων: τα σύνορα των εποχών που συρράπτονται απ’ τα κοινά λάθη όπως η Βούδα με την Πέστη με μια γέφυρα, τα σύνορα των ηλικιών και των εθνών που διαρρηγνύονται από έναν εξομολογητικό διάλογο, τα σύνορα της επικοινωνίας και του χρόνου που καταλύονται από τη σαφήνεια ενός σκυλίσιου βλέμματος ή της σιωπηλής αγαλμάτινης παρουσίας ενός ποιητή που τα πονήματά του αφουγκράζονται την ψυχή σου. Ο ήρωας σχοινοβατεί πάνω στην ταξιδιωτική γραμμή, ώστε να παρατηρεί αποστασιοποιημένος κριτής ανήκοντας πουθενά, μα και παντού. Από αυτή τη θέση, μας επικοινωνεί πως η ιστορική μνήμη είναι το χρέος όχι προς τη μνησικακία των λαών, αλλά προς την αναχαίτιση ενός παρεμφερούς ζοφερού μέλλοντος. Τελικώς όμως, μας υπενθυμίζει πως όσα φυσικά όρια κι αν διακόπτουν υπέργεια, υπόγεια ή υδάτινα ίσως σαν αυτοδημιούργητες ταξιδιωτικές τάσεις της γης, είτε τεχνητά από ανθρώπινες συμβάσεις, δεν είναι ποτέ ανυπέρβλητα και στο αντικρινό τους άκρο μας περιμένει η ίδια γη να μας εκμυστηρεύεται πως όσα κι αν χωρούν ανάμεσά μας η συνέχεια βρίσκεται πάντοτε εκεί αντίπερα, αθώρητη ακόμη μα υπαρκτή.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι