Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με κινηματογραφική γραφή
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
02-11-2014 09:27
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Ευχάριστο, Διασκεδαστικό, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά Προβλέψιμο, Αδικαιολόγητα μεγάλο
Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με κινηματογραφική γραφή, ολοζώντανους χαρακτήρες, καθημερινές καταστάσεις και μια πολύ καλά οργανωμένη εξέλιξη ερωτικής σχέσης. Οι ήρωες που διάλεξε η συγγραφέας να μας πει την ιστορία τους ανελίσσονται και εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, μας αφήνουν να δούμε όλες τις πτυχές της ζωής τους, μας αποκαλύπτουν κρυφά μυστικά και στη δεύτερη πράξη του έργου το τέλος έχρεται αβίαστα και δίκαια.
Ίσως το φόντο της ιστορίας φανεί πολύ μπερδεμένο για κάποιους, μιας κι έχουμε πολλούς γάμους και τα αντίστοιχα παιδιά και συζύγους γύρω από τους οποίους τυλίγεται η πλοκή, όμως η συγγραφέας είναι ξεκάθαρη και βοηθάει όσο χρειάζεται για να μην υπάρξει αυτό το μπλέξιμο. Ο Μάριος, που εργάζεται στη Διεύθυνση Μεταφορών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, είναι γιος του μεγαλοδικηγόρου Χριστόφορου Ορφανούδη. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και ζει στη Νέα Υόρκη με τον άντρα της και τις δύο κόρες του από τον προηγούμενο γάμο. Η Αιμιλία (Μιλού), δημόσια υπάλληλος σε καίριο πόστο υπουργείου, είναι κόρη της μεγάλης πρωταγωνίστριας του θεάτρου Σύλβιας Μανέλλη, της δεύτερης συζύγου του Χριστόφορου, και του Αντώνη Ρουμπέση, ενός παροπλισμένου ηθοποιού που ζει πλέον στο Κιάτο και ασχολείται με την τοπική θεατρική ομάδα του δήμου. Και γύρω από αυτά τα πρόσωπα έχουμε τη Μάρθα και τον Δημήτρη και τις κόρες τους, Αμαλία και Αλίκη που βάφτισε ο Μάριος, τη Χριστίνα, παιδική φίλη της Μιλούς, τον Γιώργο, τον πρώην της Μιλούς που ζει μόνιμα στο Λονδίνο και δεν τον έχει ξεπεράσει, ο Κίμωνας, ένας ζεν πρεμιέ και ερωτικός σύντροφος της Σύλβιας που έχει τα δικά του σχέδια για τον χώρο του θεάτρου κι ένα πλήθος από δευτερεύοντες χαρακτήρες, που όλοι πασπαλίζουν με τις περιπέτειές τους και επηρεάζουν εκόντες άκοντες το ερωτικό δέσιμο που θα αναπτυχθεί μεταξύ Μιλούς και Μάριου.
Θα έλεγα ότι το βιβλίο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και σε λιγότερες σελίδες, παρ’ όλ’ αυτά το γράψιμο της συγγραφέως με κράτησε ως το τέλος, μιας και χρησιμοποιεί καταιγιστικό τρόπο γραφής, με σύντομες προτάσεις, πολλούς αναπαραστατικότατους διαλόγους, ελάχιστες εσωτερικές σκέψεις και σύντομες ερωτικές σκηνές. Η Μιλού και ο Μάριος θα γίνουν ζευγάρι; Ταιριάζουν; Πόσο πολύ αφήνονται να επηρεαστούν από τους ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω τους; Πόσο μπερδεμένοι είναι από το παρελθόν και πόσο πρόθυμοι να κάνουν μια νέα αρχή, αφήνοντας πίσω τους τραύματα και προδοσίες; Πόσο πολύ θα στιγματίσει την κοινή τους πορεία ο Χριστόφορος Ορφανούδης και οι περίεργες δοσοληψίες που αποκαλύπτεται ότι είχε με νονούς της νύχτας και δοσίλογους που άρπαξαν τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης; Η δεύτερη πράξη θα είναι μια λύτρωση ή ένα κρεσέντο αποφάσεων; Από ψυχολογικής άποψης τουλάχιστον, η συγγραφέας χειρίζεται πολύ καλά το θέμα της, δεν καταφεύγει σε εύκολες, κοινότοπες λύσεις, εμπλουτίζει με ωραίες ανατροπές την ιστορία, χρησιμοποιεί το βιβλίο ως αφορμή για να στιγματίσει τα κακώς κείμενα της οικονομικής κατάστασης στη χώρα μας και να δείξει την άσχημη γνώμη που σχηματίστηκε στην Ευρώπη για την Ελλάδα. Ίσως η περίπτωση της Μιλούς φανεί ΠΟΛΥ μπερδεμένη για ανθρώπινος χαρακτήρας (τα συναισθήματα για τον πρώην, τα συναισθήματα για τον νυν, οι γονείς της να κάνουν πράγματα σε καίριες για την πορεία της ζωής της αποφάσεις και να αναγκάζεται να ανατρέπει τα πάντα για χάρη τους, χώρια η πίεση στη δουλειά όσο ανεβοκατεβαίνοουν κυβερνήσεις και ο καθένας βάζει δικούς του ανθρώπους σε πόστα) και παρατραβηγμένη περίπτωση πρωταγωνιστή, ευτυχώς όμως όλα ξεδιλαύνονται αληθοφανέστατα και τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Το υποστηρίζω απόλυτα ότι το βιβλίο θα σας κερδίσει και θα σας κρατήσει ως το τέλος!
«Βρίσκονται στον τελευταίο όροφο και μπροστά της η Αθήνα ξεδιπλώνει την ομορφιά της. Αυτή η πόλη γίνεται όμορφη μόνο τη νύχτα, όταν το σκοτάδι κρύβει όλες τις ασχήμιες, τις κακογουστιές, τις ρυτίδες. Τα φώτα τής πηγαίνονυ, την ομορφαίνουν, της δίνουν μυτήριο, κάνουν και τους κατοίκους της να χαλαρώσουν, ν’ αφήσουν πίσω τους άλλη μια αγχωτική μέρα γεμάτη ανασφάλειες και να χαθούν στους δρόμους και στα στέκια της» (σελ. 119).
«Οι άνθρωποι σμίγουν και κάνουν οικογένεια για χίλιους λόγους. Από συνήθεια, φόβο, κοινωνική σύμβαση, ανάγκη, ανασφάλεια» (σελ. 288).
«Ας υποθέσουμε ότι σε λίγους μήνες αυτή η Εελυθερία βρίσκεται στο σπίτι της μ’ ένα μωρό κι έναν Βαγγέλη που μπορεί να μιλάει στο facebook με άλλες, να συναντάει στη ζούλα και καμία, και να της πουλάει τα παραμύθια που πούλησε σ’ εμένα. Δε θα την αφήσει όμως ποτέ. Κι εκείνη μπορεί να το μάθει, μπορεί και όχι. Κι αν το μάθει, θα επιλέξει να το ξεχάσει. Θα είναι εκεί, θα πηγαίνουν μαζί διακοπές, θα τη βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, θα κάνουν το τραπέζι στους παππούδες, θα κάνουν κι έρωτα, δεν θα είναι εκπληκτικά αλλά θα κάνουν. Και όταν πάει να σκεφτεί ότι και εκείνη θα προτιμούσε κάποιον γνησιότερο πρίγκιπα στη ζωή της, το παιδί θα τη φωνάζει ή θα της γελάει, ή θα πρέπει να το διαβάσει για το σχολείο και θα παραμερίζει τη σκέψη γι’ αργότερα. Γιατί δηλαδή αυτή η ζωή είναι χειρότερη από τη δική μου;» (σελ. 288).
«Αυτό είναι το πλεονέκτημα των παιδικών χρόνων. Αγαπάς ανθρώπους απλώς και μόνο επειδή μεγαλώνεις μαζί τους, οι πόροι σου είναι ανοιχτοί, το μυαλό σου έτοιμο να δεχτεί την κάθε διαφορετικότητα, να λειάνει την κάθε διαφωνία» (σελ. 448).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι