Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
31-01-2022 12:32
«Κάποτε έγραφα κείμενα αναγκαστικά. Τώρα γράφω από ανάγκη» εξομολογείται ο ήρωας. Ακριβώς όπως το αναγκαστικό τρέπεται σε ενδογενή ανάγκη έκφρασης, έτσι κι εκείνος πασχίζει να ανασύρει τη νοητότητα εντός του, σε έναν αστικό λαβύρινθο καθημερινής ανοητότητας που φαντάζει να την καταπνίγει συθέμελα, κάτω απ’ το συντριπτικό φορτίο απανωτών στρώσεων οπλισμένου σκυροδέματος θεόρατων κτισμάτων και φρενήρους ταχυρρυθμίας. Το παρόν βιβλίο αποβλέπει να περισώσει την αγνοημένη νοητότητα που βρυχάται μέσα μας, ώστε να αντηχήσει υπερβαίνοντας την παραλυτική βομβώδη κουστωδία της πόλης, προς αναζήτηση της αυτογνωσίας, της αυτάρκειας, συνάμα με την πολυπόθητη ανθρώπινη εγγύτητα και κοινωνική ευαισθησία.Ο ήρωας χωρίς να μας γνωστοποιεί ποτέ το όνομά του ή των λιγοστών προσώπων που τον πλαισιώνουν, πλάθει ένα ασφυκτικό κέλυφος αστικής ανωνυμίας, σαν εκείνο το κατάμεστο γραμματοκιβώτιο που συναντά στην είσοδο της πολυκατοικίας του, ίσως γιατί το πλήθος απαλείφει τα ονόματα καθώς δε σημαίνουν τίποτα πια ανάμεσα σε τόσα άλλα, ή ίσως πάλι επειδή θα μπορούσε να είναι τελικώς ο καθένας από εμάς. Απογοητευμένος από το αβέβαιο μέλλον της ερωτικής του σχέσης επιστρέφει μόνος στην πρωτεύουσα κατά το πέρας των θερινών διακοπών, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει την πορεία της ζωής του. Ο συγγραφέας τον αποθέτει αντιμέτωπο με τους τυρρανικούς δαίμονες της καταρρέουσας σχέσης του, μέσω της επιστροφής στον τόπο που τη διαφυλάσσει ακέραια υπό τη μορφή των αναμνήσεων συνύπαρξης, απορρίπτοντας την επιδίωξη της φυγής ως αφετηρία αποτίναξης τους. Έτσι, άρχεται μια απόπειρα αποβολής της κοινής καθημερινότητας επανεγγράφοντας πάνω στις ταλανιστικές μνήμες του ζεύγους το στίγμα της μονάδας. Ο ήρωας εμπιστεύεται την απολέπιση της κοινής ζωής στη φροντίδα της ανωνυμίας της πόλης, που κατέχει μαεστρικά να αργοσβήνει πρόσωπα με λησμονικές τελετουργικές χειρονομίες από γκρίζα μπογιά κι επανάληψη, μιας πόλης που λειτουργεί αφενός ως φορέας των αναμνήσεων, αλλά αφετέρου προσφέρει και το αντίδοτο σε αυτές δια μέσου της πολλαπλότητάς της. Σε αντίθεση με ταξίδια αυτογνωσίας που ξεκινούν με μια επιτακτική φυγή από το παρελθόν και το γνώριμο, εδώ ο ήρωας επιστρέφει όχι κατατρεγμένος από το παρελθόν, αλλά θαρραλέα αντίκρυ του, σε μια ενδοσκόπηση μετωπική. Κι ο «ήλιος ξεγλιστρά» όπως αναφέρει ο ίδιος «μέσα από την μπουκαπόρτα» για να λούσει με φως εκείνο το ανήλιαγο κομμάτι του μυαλού που κρατά τις μνήμες σφαλισμένες.Ο Γιώργος Χατζελένης με το παρόν βιβλίο μας εισάγει σε μια προβληματική της πόλης, η οποία υποτάσσει τα παιδιά της στην τοξική διαβίωση έναντι της επαγγελματικής αποκατάστασης (Οι ψυχότροπες ουσίες που καλλιεργούν την απαιτούμενη ψευδαίσθηση ευτυχίας. Ο καταναλωτισμός που κατ’ ευφημισμόν ανανεώνει. Η ευγνωμοσύνη για τη διεκδίκηση ενός μεριδίου ουρανού απ’ το αστικό παράθυρο. Η απρόσωπη παρουσία που διαισθανόμαστε πίσω από πόρτες κλειστές, στον απόηχο μιας κλειδαριάς που περιστρέφεται υπό την πίεση αθώρητων χεριών και ψιθύρων, δίχως στόματα σαλεύοντα, σαν ουδέτερα ηχητικά τεκμήρια.) Ο κεντρικός χαρακτήρας παρατηρεί την πόλη υπό το πρίσμα του αποστασιοποιημένου βλέμματος της παρατεταμένης απουσίας, αντικρίζοντάς την άλλοτε ως γιγάντιο απόστημα που μιαίνει τις ζωές των κατοίκων της και άλλοτε σαν τη σπάνια ομορφιά που είναι πιο γοητευτική όταν κρύβεται επιμελώς κάτω από τον θαλερό μανδύα της ασχήμιας, την ομορφιά που σε ανταμείβει μέσα στην ίδια την προσπάθεια να τη διακρίνεις, ως ένα αναπάντεχο θαύμα στη μέση του πουθενά ( ένα τυφλό ζευγάρι που ψηλαφείται τρυφερά, μια μελωδία φτιαγμένη από περιστέρια-νότες που ξαποσταίνουν σε ένα πεντάγραμμο καλωδίων, ένα πιάτο που παραμένει διαρκώς γεμάτο με φαγητό για το αδέσποτο γατάκι της γειτονιάς, ένα παιδί που μαθαίνει το αγνάντεμα από έναν ξένο, η κινηματογραφική ατάκα μιας ταινίας που ανέλπιστα μοιάζει στη φιλική παραίνεση που χρειαζόσουν να ακούσεις).Οι συναναστροφές του πρωταγωνιστή στην πρωτεύουσα παρουσιάζονται ελάχιστες, στα πλαίσια της τυπικής εργασιακής επικοινωνίας ή στη διατήρηση μιας χρόνιας φιλίας που μόνο επιδερμικά άπτεται της ενσυναίσθησης. Ωστόσο, μοιάζει να προσεγγίζει τους άγνωστους ανθρώπους της πόλης μέσω ασυναίσθητων χειρονομιών, ένα πετραδάκι που εκσφενδονίστηκε στα πόδια ενός βαδίζοντος γεράκου, την ανάγνωση μιας γνώριμης σελίδας βιβλίου στα χέρια μιας συνεπιβάτριας του μετρό, κινήσεις που ενδόμυχα συγκρατούν ένα αποτύπωμά τους. Κάποιες φορές το πλήθος απειλεί να τον κατασπαράξει στα σπλάχνα της ανωνυμίας του, μια αθροιστική παράταξη μονάδων όπου η παρουσία βρίσκεται σιμά ώστε να σου υπενθυμίσει μονάχα τη σιωπή σας. Και τότε έρχεται η ώρα για εκείνες τις ερωτήσεις που σε απαντούν ξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα με μάτια σφαλιστά να αναρωτιέσαι «Ποιος είναι ο σκοπός μου στη ζωή;», «Γιατί γεννήθηκα εδώ και όχι σε κάποιο άλλο μέρος της γης;», «Τι μπορώ να προσφέρω;», «Πώς να νικήσω τον φόβο του θανάτου;» μεταφέροντας μας στην ατμοσφαιρική περιδιάβαση του κινηματογραφικού φακού στα ασπρόμαυρα διαμερίσματα του Βερολίνου με την αγγελικά ευγενική φωνή του Μπρούνο Γκανζ να απαγγέλει τους στίχους του Χάντκε «Γιατί είμαι εγώ εγώ και όχι εσύ; Γιατί είμαι εγώ εδώ και όχι εκεί;».Η μονόδρομη θεραπεία, τόσο για μια πόλη με πεζή ζωή και βρώμικα πεζοδρόμια, όσο και για την απώλεια του έρωτα, αποτελεί στην περίπτωση του ήρωα η παράδοση στην ποίηση, που σπανίως γεννάται από την ευδαιμονική πληρότητα, μα από την επιταγή σαφήνειας του ακατανόητου κόσμου, το άπελπι εγχείρημα να καταπολεμηθούν έστω με λέξεις οι αδικίες του ή να διαφυλαχτούν απ’ τη λήθη αναπάντεχες εφήμερες ομορφιές που ξεχύθηκαν εμπρός του, μετουσιώνοντας τον έρωτα σε αστείρευτη πηγή δημιουργίας. Επομένως, με τη συντροφιά ενός τετραδίου, που αποτινάσσει την υποχρεωτική σχολική γραφή, επιχειρεί να διαφυλάξει τις σκέψεις από τις φευγαλέα τους φύση. Ενώ το σημειωματάριο αναλαμβάνει την αποτύπωση, εντούτοις άλλα αντικείμενα λειτουργούν ως δοχεία αναμνήσεων, δίχως την ανάγκη της γραφής. Μια κούπα των φοιτητικών χρόνων αναβλύζει τις αναμνήσεις όλων των χειλιών που την ακούμπησαν, πυροδοτώντας ενδεχομένως και την πρώτη αναδρομή στη στερνή ημέρα του πρωταγωνιστή με την αγαπημένη του, αναζωογονημένη μέσα από την ένταση του καφέ. Μια βαλίτσα που παραμένει πεισματικά σφραγισμένη, σαν ένα άλλο κουτί της Πανδώρας να συγκεντρώνει τις συμφορές της υπενθύμισης και χειροτέρας όλων την ελπίδα.Οι εξαθλιωτικές συνθήκες διαβίωσης αποτυπώνονται εύστοχα από τον συγγραφέα μέσω ενός διπόλου άστεγου ανθρώπου και αδέσποτης γάτας που λειτουργούν αλληλένδετα, ως πικρή προοικονομία το πρώτο του δευτέρου, αλλά και ως μια διερεύνηση της αντιπαραβαλλόμενης φύσης των δύο έναντι της επιβίωσης και του θανάτου.Ο συγγραφέας θέτει ένα άβατο όριο ανάμεσα στον ήρωα και την αγαπημένη του, την έννοια του φυσικού ορίου που η στεριά συναντά τη θάλασσα, έναν ολόκληρο «υδάτινο κόσμο» που παρεμβάλλεται. Κατ’ αυτή την έννοια, τα δύο υλικά σημεία που αντιπροσωπεύουν τους δύο ερωτευμένους στη θεωρία περί σχέσεων που διατυπώνει ο πρωταγωνιστής έχουν αγγίξει τη μέγιστη εφικτή απόσταση γύρω από τη δίνη που δημιούργησαν, έτσι που τα ταραγμένα νερά ανάμεσά τους είτε θα τους ξεβράσουν ξανά σε αντικρινές ακτές, είτε θα τους τραβήξουν μέσα σε μια παλίρροια να γίνουν ένα. Ακόμη όμως κι αν καταλαγιάζει η περιδίνηση του ζευγαριού με τοπολογική έδρα το λιμάνι επωάζοντας ένα ενδεχόμενο σμίξιμο, ωστόσο τα παρ’ ολίγον συνευθειακά σημεία αποσχίζονται σε δυο ευθείες παράλληλες κι εξ’ ορισμού ανέγγιχτες, από υλικό αλλιώτικο, μια στεριανή και μια υδάτινη να απομακρύνονται στον δυσδιάκριτο ορίζοντα του μέλλοντος.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι