Τακτοποιώντας πριν από καιρό παληά αρχεία, βρήκα το χαμένο για χρόνια αρχείο της παιδικής χορωδίας των ΧΜΟ Θεσσαλονίκης (Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων), της πρώτης χορωδίας μου, στην οποία συμμετείχα σαν σοπρανάκι. Η ίδια ήταν και η χορωδία που πρωτοδιηύθυνα το 1962, και της οποίας τη διεύθυνση κράτησα για εννιά περίπου χρόνια, μέχρι την αναχώρηση μου για σπουδές στη Γερμανία. Σ\' αυτά τα χρόνια, δέσαμε φιλίες με εκλεκτούς ανθρώπους και ενθουσιώδεις συνεργάτες, μαθητές και φοιτητές τότε, τον πολυτάλαντο αγαπημένο φίλο μου Μίμη Γκότση, γιατρό ρευματολόγο σήμερα, τον αστραπιαίας ευαίσθητης έμπνευσης Στάθη Χατζηιωαννίδη, ακτινολόγο, (ένα ντουέτο προσωποποίησης του χιούμορ), τον Παύλο Καϊμάκη, πάντα γεμάτον μέριμνες για την καλή έκβαση των εκδηλώσεων, καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τον εξαίρετο μπάσο Βασίλη Γεωργιάδη, φοιτητή τότε στη φυσικομαθηματική, τα ίχνη του οποίου χάσαμε μετά την αναχώρηση του για την Αμερική, τον πιανίστα της χορωδίας Ανέστη Μηλιόπουλο, δικαστικό σήμερα, τον Δημήτρη Κανάρη, φοιτητή της φυσικομαθηματικής και σήμερα δραστήριο διευθυντή χορωδιών και καθηγητή μουσικής, τον ακούραστο Γιάννη Καλέτσαρη, οργανωτικό υπεύθυνο, τον μόνιμο αρωγό μας, θεολόγο Κώστα Αθανασόπουλο, τον Παναγιώτη Σκούφη, που προτίμησε από την ιατρική τη μουσική (δεύτερο κρούσμα μετά το δικό μου που προηγήθηκε μερικά χρόνια), τον αξέχαστο θεολόγο Αριστείδη Χατζηνικολάου, πνευματικό καθοδηγητή μας, και τον μεγάλο αγαπημένο φίλο, αγνό άνθρωπο και ταλαντούχο μουσικό, τον Ρούλη Παπακωνσταντίνου, που χάθηκε στα εικοσιένα του, στρατιώτης στην Κύπρο το 1969. Από τη χορωδία πέρασαν πάνω από 250 παιδιά, όλοι αγαπημένοι συνεργάτες και φίλοι, που με πολλή χαρά θα τους μνημόνευα έναν-έναν αν δεν υπήρχε το περιορισμένο του χώρου σ\' αυτό μου το σημείωμα.
Το αρχείο λοιπόν είχε κάπου ξεχαστεί, τα γεγονότα της δραστήριας και δημιουργικής εκείνης εποχής παρήλθαν, οι αναμνήσεις όμως παραμένουν μέσα μου έντονα ζωντανές, χαρίζοντας στιγμές γλυκιάς αναπόλησης κι ευγνώμονος στοχασμού. Αυτό το συναισθηματικό χρέος στην πρώτη μου χορωδία και τους φίλους συνεργάτες, σκέφτηκα πως θα το κάλυπτα σε κάποιο ελάχιστο βαθμό, δημοσιεύοντας μερικά έργα από το πλούσιο ρεπερτόριο της που ξαναβρήκα, (πάνω από τριακόσια έργα που τα παρουσιάσαμε σε περισσότερες από 150 συναυλίες), ιδιαίτερα επειδή η δουλειά ήταν καλή, λειτούργησε στα παιδιά και στο κοινό και υπήρξε καρπός συλλογικής προσπάθειας, από την διαλογή των έργων, τις μεταφράσεις ή τις προσαρμογές στα ελληνικά, μέχρι τη διδασκαλία των φωνών και την οργάνωση και πραγματοποίηση των εκδηλώσεων. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)